FILE PHOTO: O Λευκός Οίκος το σούρουπο. EPA, MICHAEL REYNOLDS
Είναι Φεβρουάριος του 2019 και στο αγαπημένο στέκι του πολιτικού συστήματος της Ουάσιγκτον επικρατεί αναταραχή. Ακόμη μία εμπρηστική δήλωση του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ έχει μόλις προκαλέσει τη γνώριμη πολιτικο-δημοσιογραφική φρενίτιδα της εποχής.
Θυμάμαι όρθιες παρέες γερουσιαστών να στριμώχνονται μπροστά από τις μεγάλες τηλεοπτικές οθόνες του εστιατορίου για να ακούσουν καλύτερα τι έχει συμβεί.
Σε ένα σκοτεινό τραπέζι λίγο πιο πέρα, μια ολιγομελής παρέα δεν δίνει απολύτως καμία σημασία. Ο Εντι Ζεμενίδης με το κεφάλι σκυμμένο γράφει πάνω σε μια σχεδόν χρησιμοποιημένη χαρτοπετσέτα με ένα στιλό που έχει δανειστεί από τους σερβιτόρους.
Προσπαθεί να εξηγήσει πώς ακριβώς οραματίζεται ο γερουσιαστής Ρόμπερτ Μενέντεζ το νομοσχέδιο EastMed. Βελάκια, μουντζούρες, παρενθέσεις και ημιτελείς προβλέψεις ενός νομοσχεδίου, το οποίο δέκα μήνες μετά θα τοποθετούσε επισήμως την Ελλάδα στο επίκεντρο της αμερικανικής στρατηγικής στην Ανατολική Μεσόγειο.
Την ταλαιπωρημένη χαρτοπετσέτα με τις βασικές πληροφορίες ενός τεράστιου δημοσιογραφικού scoop, την έχω ακόμη και σήμερα για να μου θυμίζει την πρώτη μεγάλη δικαίωση των συντονισμένων προσπαθειών του ελληνικού λόμπι. Τον EastMed Act.
Ακολούθησαν ο νόμος για την Αμυντική και Διακοινοβουλευτική Εταιρική Συνεργασία ΗΠΑ – Ελλάδος, η τριμερής συνεργασία με Κύπρο και Ισραήλ, στην οποία προστέθηκαν οι ΗΠΑ, η συμμετοχή στις δράσεις για αποπομπή της Τουρκίας από το πρόγραμμα των F-35, οι παρασκηνιακές πιέσεις για την επιβολή του νόμου CAATSA, η μερική άρση του εμπάργκο όπλων στην Κύπρο, η εκστρατεία «No Jets For Turkey» και δεκάδες άλλες παρεμβάσεις, ζυμώσεις και διεργασίες που άλλοτε έγιναν πρωτοσέλιδα και άλλοτε όχι.
Η ίδια στρατηγική και η ίδια επιμονή των ίδιων ανθρώπων και των συμμάχων τους οδήγησαν την Πέμπτη και στην υπερψήφιση της τροπολογίας του Κρις Πάπας από την Ολομέλεια της Βουλής των Αντιπροσώπων.
Το 2019 ήταν κάθε άλλο παρά η αρχή της δράσης του ελληνοαμερικανικού λόμπι. Χρόνια πριν, ο επιχειρηματίας Νίκος Μούγιαρης είχε προσδώσει μια νέα δυναμική στις προσπάθειες ανάδειξης των θεμάτων μας στις ΗΠΑ, με την ιδέα σύστασης μιας οργάνωσης που, όπως θυμάμαι έλεγε, «θα είναι διαφορετική από τις άλλες».
Μια νέα, πλην πολιτικά ώριμη και βαθιά καλλιεργημένη γενιά ανθρώπων ανέλαβε αμέσως δράση. Στο ΑΗΙ, στην ΑΧΕΠΑ, στον ΜΑΝΑΤΟ και στην ΠΣΕΚΑ προστέθηκε η οργάνωση HALC (Hellenic American Leadership Council).
Οι παίκτες αυξήθηκαν, η ατζέντα διευρύνθηκε, ο πήχυς ανέβηκε. Το Κυπριακό και το Οικουμενικό Πατριαρχείο έπαψαν να είναι τα μοναδικά θέματα ενασχόλησης. Οι επισκέψεις στο Κογκρέσο με χάρτες, πριν αυτοί γίνουν της μόδας, έγιναν μια σχεδόν καθημερινή δραστηριότητα των νεαρών μελών της οργάνωσης.
Τα προβλήματα κάθε είδους και οι προκλήσεις που αντιμετώπιζε η Ελλάδα άρχισαν να τίθενται σε τακτική βάση στα γραφεία βουλευτών και γερουσιαστών, πολλοί εκ των οποίων δυσκολεύονταν τότε να δείξουν στον χάρτη την περιοχή μας. Η Ανατολική Μεσόγειος με τις ιδιαιτερότητες και την πολυπλοκότητά της άρχισε να αποκτά ενδιαφέρον για τους νομοθέτες και να γίνεται αντικείμενο προσεκτικής παρατήρησης στο Κογκρέσο.
Με τη σταθερή στήριξη και καθοδήγηση του γερουσιαστή Μενέντεζ, των Ελληνοαμερικανών βουλευτών, ανθρώπων σε θέσεις-κλειδιά στους αμερικανικούς μηχανισμούς λήψης αποφάσεων, σημαντικών επιχειρηματιών που επιλέγουν να δρουν μακριά από τα δημοσιογραφικά φώτα και συχνή συνεργασία με τις υπόλοιπες ελληνοαμερικανικές οργανώσεις, η δράση της HALC δεν άργησε να καθιερωθεί ως ένα βασικό εργαλείο άσκησης πίεσης και προώθησης των θεμάτων που ενδιαφέρουν Ελλάδα και Κύπρο.
Αναπόφευκτα δεν άργησε να μπει και στα ραντάρ της Τουρκίας, η οποία ξαφνικά είδε έναν παράγοντα που έδειχνε υπολογίσιμος «να μπλέκεται στα πόδια της και να της δημιουργεί προβλήματα».
Αυτό που ξεκίνησε ως ακόμη μία ελληνοαμερικανική οργάνωση, με τα χρόνια κατάφερε να μετατραπεί σε ένα μεγάλο φιλελληνικό λόμπι. Και ταυτόχρονα σε ένα τεράστιο πρόβλημα για τον Ερντογάν, ο οποίος με τις επανειλημμένες δημόσιες κατηγορίες και απειλές εναντίον του έχει επιφέρει τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα. Αντί να ανακόψει τη δράση του, έχει ενισχύσει σε σημαντικό βαθμό την εικόνα και την αναγνωρισιμότητά του στο εσωτερικό των ΗΠΑ.
Η άνοδος του ελληνικού λόμπι συνέπεσε με τη σύσφιγξη των σχέσεων ΗΠΑ – Ελλάδος που καταγράφηκε τα τελευταία χρόνια και με τη θετική διακομματική διάθεση Κογκρέσου και διαδοχικών αμερικανικών κυβερνήσεων, σε μια διαδικασία αλληλοτροφοδοτούμενη. Η άνοδός του όμως συνέπεσε και με τον σταδιακό περιορισμό της κυριαρχίας του τουρκικού λόμπι, που για πολλά χρόνια σάρωνε την αμερικανική πρωτεύουσα με επιρροή, δύναμη και χρήμα.
Σήμερα το χρήμα παραμένει, όμως η δράση του τουρκικού λόμπι εκφράζεται αποκλειστικά και μόνο από εταιρείες δεύτερης κατηγορίας της K street (κεντρικός δρόμος στην Ουάσιγκτον όπου βρίσκονται όλες οι εταιρείες λόμπι), μέσω κάποιων δεξαμενών σκέψης, κατευθυνόμενων Τούρκων δημοσιογράφων που έχουν κατακλύσει τα briefing rooms της αμερικανικής πρωτεύουσας και αναλυτών που δεν φημίζονται ούτε για την αξιοπιστία ούτε για τη σοβαρότητά τους.
Η αδυναμία ουσιαστικής διείσδυσης στα αμερικανικά κέντρα λήψης αποφάσεων είναι ένα από τα βασικά προβλήματα που καλείται να διαχειριστεί σήμερα ο υπερδραστήριος πρέσβης της Τουρκίας στην Ουάσιγκτον Μουράτ Μερκάν, ο οποίος είναι στενός φίλος του προέδρου Ερντογάν, ιδρυτικό στέλεχος του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης και τακτικός επισκέπτης στο Κογκρέσο. Η φιλότιμη προσπάθεια που καταβάλλει καθημερινά για να χτίσει συμμαχίες, να ενισχύσει την εικόνα της Τουρκίας και να ανακτήσει κάποια από τη χαμένη αίγλη της φαίνεται πως δεν είναι αποδοτική.
«Ούτε οι ίδιοι οι υποστηρικτές της Τουρκίας δεν πιστεύουν αυτά που πλασάρουν», σχολίαζαν πηγές στην Ουάσιγκτον ακούγοντας την τοποθέτηση του βουλευτή Πιτ Σέσιονς στη συζήτηση για την τροπολογία των F-16.
Διαβάζοντας αγχωμένος από ένα πρόχειρο σημείωμα που είχαν τοποθετήσει μπροστά του, είπε ότι η Τουρκία είναι ένας αξιόπιστος σύμμαχος των ΗΠΑ, αναγκάζοντας συναδέλφους του να σχολιάσουν ότι «τέτοιο χαρακτηρισμό για την Αγκυρα έχουμε να ακούσουμε στο Hill αιώνες». Αυτό δεν είναι ένα μεμονωμένο περιστατικό, είναι το γενικότερο κλίμα.
Η Αγκυρα παρότι έχει απόλυτη επίγνωση αυτού του κλίματος, δυσκολεύεται να διαχειριστεί την κατάσταση και συνεχίζει να διοχετεύει τεράστια ποσά χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Περίπου 6 με 10 εκατομμύρια τον χρόνο δίνει, σύμφωνα με πληροφορίες, σε αμερικανικές ομάδες πίεσης, χωρίς όμως να λαμβάνει τα αντίστοιχα οφέλη, ούτε να περιορίζει τη ζημιά. Και αυτό γιατί «έχει δυσκολέψει πολύ η δουλειά των εταιρειών που αποφασίζουν να δουλέψουν για την Τουρκία», όπως ακούγεται συχνά στα γραφεία της Κ street.
Οι πιο επικίνδυνες διαδρομές χρήματος πάντως εξακολουθούν να είναι αυτές που δεν φαίνονται, όπως αποδεικνύει με τον πιο καθαρό τρόπο η πρόσφατη αποκάλυψη χρηματισμού του Μάικλ Φλιν, πρώην συμβούλου Ασφαλείας του Λευκού Οίκου. Αποκάλυψη που δημιουργεί υποψίες για πιθανές ανάλογες μεθοδεύσεις δεκαετιών.
Η δυσκολία εύρεσης υποστηρικτών με σχετικό κύρος δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι η Αγκυρα έχει απολέσει τελείως τα ερείσματά της στις Ηνωμένες Πολιτείες. Κέντρα στο Στέιτ Ντηπάρτμεντ, στο Πεντάγωνο και λιγότερο στον Λευκό Οίκο εξακολουθούν να προωθούν τις θέσεις της «γιατί αυτή την πραγματικότητα κληρονόμησαν, αυτή γνωρίζουν και αυτή θα συνεχίσουν να υπηρετούν ακόμη και αν οι συγκυρίες είναι πια τελείως διαφορετικές», όπως λέγεται χαρακτηριστικά.
Γερουσιαστές όπως ο Λίντσι Γκράαμ από τη Νότια Καρολίνα, βουλευτές όπως ο προαναφερθείς Πιτ Σέσιονς από το Τέξας και χώρες όπως το Αζερμπαϊτζάν παραμένουν πιστά αφοσιωμένοι στον Ερντογάν και συχνά-πυκνά καταφέρνουν να καταγράφουν μικρές, αλλά σπανίως ουσιαστικές νίκες.
Θυμάμαι όταν το 2018 άρχισε η πρώτη εκστρατεία «No Jets For Turkey», που είχε σκοπό να αφυπνίσει το αμερικανικό πολιτικό σύστημα για τους κινδύνους που εγκυμονούσε η παραλαβή των F-35 από την Τουρκία, ελάχιστοι πίστευαν στην επιτυχία του εγχειρήματος.
Η ειρωνική διάθεση με την οποία αντιμετωπίστηκε αυτή η προσπάθεια από κέντρα στην Ελλάδα αλλά και τις ΗΠΑ μού είναι ακόμη και σήμερα δυσνόητη. Τώρα οι πάντες παραδέχονται ότι με δεδομένη την κλιμάκωση της τουρκικής επιθετικότητας, αν δεν είχε μπει μπλόκο στην Τουρκία τότε, σήμερα υπερσύγχρονα F-35 θα πετούσαν κυριολεκτικά πάνω από τα κεφάλια μας στο Αιγαίο.
Επομένως κάθε σημερινή επιτυχία έχει τις βάσεις της σε δράσεις του παρελθόντος και δράσεις σημερινές σχεδιάζουν και καθορίζουν τις επιτυχίες του μέλλοντος. Αυτή η μακρόπνοη θεώρηση των πραγμάτων είναι η βασική φιλοσοφία του ελληνικού λόμπι.
Κορυφαίο στέλεχός του μου την περιέγραφε πρόσφατα με πολύ μεγάλη σαφήνεια λέγοντας «αν διστάζεις να φυτέψεις ένα δέντρο σήμερα γιατί δεν θα είσαι εδώ να το θαυμάσεις αύριο, μάλλον πρέπει να αλλάξεις επάγγελμα».
Η αποδόμηση της Τουρκίας στις ΗΠΑ δεν οφείλεται στο ελληνικό λόμπι, αλλά στην ίδια τη στάση και τις επιλογές της. Στάση και επιλογές γνωστές, οι οποίες μεταξύ άλλων της έχουν στερήσει σημαντικούς συμμάχους που λύνουν και δένουν στην Ουάσιγκτον.
Οπως για παράδειγμα το εβραϊκό λόμπι ή αυτό των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, δύο από τα πιο σημαντικά συστήματα παρασκηνιακής εξουσίας στην πρωτεύουσα. Σύμμαχοι δηλαδή που κάποτε της έδιναν πλεονέκτημα κινήσεων και έγραφαν για χάρη της τη μια επιτυχία μετά την άλλη, σήμερα έχουν περάσει απέναντι.
Κανείς στην Ουάσιγκτον δεν ξεχνάει ότι για τις μεγαλύτερες νίκες της Τουρκίας στις ΗΠΑ ευθύνονται Αμερικανοεβραίοι και γκιουλενιστές. Και ότι για χρόνια την αναγνώριση της Γενοκτονίας των Αρμενίων την μπλόκαρε το φιλοϊσραηλινό λόμπι σε αγαστή συνεργασία με συγκεκριμένα κέντρα του αμερικανικού ΥΠΕΞ.
Αυτή η ευνοϊκή πραγματικότητα άρχισε να αλλάζει κάποια στιγμή το 2009 όταν οι οργανωμένες εβραϊκές ομάδες πίεσης στράφηκαν σταδιακά κατά της Τουρκίας, παρά το γεγονός ότι παρέμενε το χαϊδεμένο παιδί της κυβέρνησης Ομπάμα. Η μεταστροφή θεωρείται το μεγαλύτερο πλήγμα στην ιστορία του τουρκικού λόμπι και η αναγνώριση της Γενοκτονίας των Αρμενίων το 2021 η μεγαλύτερη ήττα του, καθώς αυτό ήταν παραδοσιακά το πρώτο θέμα στη λίστα των αιτημάτων που καλούνται να διευθετήσουν οι συνεργαζόμενες εταιρείες λόμπι.
Οι Ελληνοαμερικανοί επιδεικνύοντας εξαιρετικά αντανακλαστικά εκμεταλλεύθηκαν γρήγορα τη μοναδική αυτή συγκυρία όξυνσης των σχέσεων Τουρκίας – Ισραήλ. Η διορατικότητα που επέδειξε το 2012 ο βουλευτής Γκας Μπιλιράκης ιδρύοντας την Κοινοβουλευτική Συμμαχία Ελλάδος – Ισραήλ (CHIA) με τον βουλευτή Τεντ Ντόιτς (ο οποίος αναλαμβάνει σε λίγους μήνες επικεφαλής της Αμερικανοεβραϊκής Επιτροπής AJC) ήταν καθοριστικής σημασίας, διότι άνοιξε τον δρόμο για τη στενή συνεργασία των δύο ομάδων πίεσης που ακολούθησε όλα τα επόμενα χρόνια.
Οι ομογενείς μας έκτοτε αξιοποιούν συστηματικά κάθε ευκαιρία διεύρυνσης του μεγάλου αντιτουρκικού συνασπισμού που έχει δημιουργηθεί. Μια ετερόκλητη συμμαχία οργανώσεων, δεξαμενών σκέψης, αμερικανικών αριστερών φορέων με τεράστια επιρροή στα κοινωνικά δίκτυα και κέντρων ισχύος στο Κογκρέσο λειτουργεί συμπληρωματικά και συντονισμένα για την επίτευξη των στόχων.
Ο καθένας από αυτούς τους φορείς έχει τα δικά του ανοιχτά ζητήματα με την Αγκυρα και τους δικούς του λόγους για τους οποίους επιθυμεί την ανακοπή της τουρκικής δράσης. Αρμένιοι, Εβραίοι, πανίσχυρες χριστιανικές οργανώσεις, μεταξύ αυτών και Ευαγγελιστές, Κούρδοι, Ινδοί. Δεν συμφωνούν σε όλα μεταξύ τους, σίγουρα όμως συμφωνούν στο θέμα της Τουρκίας και στην επιδίωξη να έχουν στο πλευρό τους τις ΗΠΑ ως αντίβαρο στην επιθετικότητα και στον αναθεωρητισμό.
Η τουρκική επιχείρηση επαναπροσέγγισης με την Αρμενία και το Ισραήλ εντάσσεται στο πλαίσιο των προσπαθειών περιορισμού της μεγάλης ζημιάς που κάνει ο αντιτουρκικός συνασπισμός. Και η επιχείρηση αυτή στοχεύει κατευθείαν στον Λευκό Οίκο.
Είναι κοινό μυστικό στην Ουάσιγκτον ότι βασικός στόχος της διάθεσης του Ερντογάν να τα βρει μαζί τους δεν είναι τόσο η εξομάλυνση των διμερών σχέσεων, όσο η επιδίωξη άμβλυνσης της αρνητικής επιρροής των λόμπι τους στα τουρκικά συμφέροντα.
Προσβάσεις στις δεξαμενές σκέψης
Ακόμη μία σημαντική παράμετρος που καθιστά το ελληνικό λόμπι αποτελεσματικότερο έναντι του τουρκικού είναι η διείσδυσή του σε ισχυρές δεξαμενές σκέψης, οι οποίες με τη σειρά τους επηρεάζουν τη διαδικασία λήψης των αμερικανικών αποφάσεων.
Οι σχέσεις εμπιστοσύνης, εκτίμησης και σεβασμού που διατηρεί με βασικούς παράγοντες σε κορυφαία think tanks είναι ένας πολύτιμος κρίκος στην ευρύτερη στρατηγική. Και πρέπει να γίνει κατανοητό ότι σε αυτούς τους οργανισμούς δεν βλέπουν με θετικό μάτι τα αιτήματά μας διότι μας συμπαθούν. Δεν λειτουργεί έτσι το σύστημα. Αυτό συμβαίνει γιατί έχει προηγηθεί συστηματική δουλειά με σκοπό την επίτευξη βαθύτατης κατανόησης των θεμάτων μας.
Κορυφαίοι αναλυτές όπως ο Στιβ Κουκ και ο Μάικ Ρούμπιν, που πριν από 10 χρόνια ήταν πολύ κοντά στην Τουρκία, σήμερα έχουν γίνει οι πιο σκληροί επικριτές της. Αμερικανοί δημοσιογράφοι σε σημαντικά μέσα ενημέρωσης που δεν ασχολούνταν με την περιοχή μας, σήμερα γνωρίζουν σε βάθος και καταγράφουν συστηματικά τις εξελίξεις που μας αφορούν.
Ακολουθήστε τη HELLAS JOURNAL στη NEWS GOOGLE