Σκηνή από την ταινία «Υποσχέσεις». PHOTO via ΑΠΕ-ΜΠΕ
Η επιστροφή της αγέρωχης Ιζαμπέλ Ιπέρ με το δυνατό γαλλικό πολιτικό δράμα ”Υποσχέσεις” και ακόμη επτά νέες ταινίες, τρεις απ’ τις οποίες είναι ελληνικά ντοκιμαντέρ, κάνουν απόψε πρεμιέρα στους κινηματογράφους όλης της χώρας.
Εκτός από τις ”Υποσχέσεις”, ξεχωρίζουν και οι ταινίες ”Αγία Έμυ” της Αρασέλης Λαιμού, ”Χ” του Τι Γουέστ και ”16 Φορές Άνοιξη” της Σουζάν Λιντόν, ενώ έχουν το δικό τους ενδιαφέρον τα ελληνικά ντοκιμαντέρ ”Η Πόλη και η Πόλη”, ”Διόνυσος η Επιστροφή” και ”Sotos, Ζω-γράφος Αειπράγμων”.
Καλογυρισμένο πολιτικό δράμα, με τη στιβαρή σκηνοθετική καθοδήγηση του Τομά Κρουιτόφ (”Η Συνωμοσία της Σκιάς”), και η δυναμική επιστροφή τής αγέρωχης, παρά τα 69 της χρόνια, Ιζαμπέλ Ιπέρ, αποτελούν εγγύηση για τους φίλους του καλού γαλλικού σινεμά.
Το στόρι μας δείχνει τι ακριβώς κρύβεται πίσω από την Πόλη του Φωτός, στα περιβόητα υποβαθμισμένα παρισινά προάστια, την προσπάθεια μιας δημάρχου να σταθεί δίπλα στους φτωχούς δημότες της, κόντρα στους ισχυρούς και στα φαινόμενα διαφθοράς και το δίλημμά της όταν της γίνεται η προσφορά να αναλάβει κάποιο υπουργείο, αφήνοντας στο έλεος των συμφερόντων τους ανθρώπους με τους οποίους έδινε μαζί τον αγώνα της.
Ο Κρουιτόφ σχολιάζει εύστοχα τα πολιτικά παιχνίδια στην πλάτη των πολιτών, αλλά και το ζήτημα της ευθύνης και ακεραιότητας όσων αναλαμβάνουν δημόσια αξιώματα, μπαίνοντας βαθιά στους χαρακτήρες και τη σημασία όσων διακυβεύονται, αλλά και την τεράστια απόσταση που χωρίζει τους κοινούς θνητούς με αυτούς που αποφασίζουν γι’ αυτούς.
Μπορεί να λείπει από την ταινία το φιτίλι για να πάρει φωτιά, η τόλμη να διεισδύσει στα πιο σκοτεινά κομμάτια της πολιτικής εξουσίας και των διαπλεκόμενων συμφερόντων, αλλά διαθέτει ένα καλογραμμένο σενάριο, καλοκουρδισμένο ρυθμό, με ενδιαφέρουσες ανατροπές, μια άρτια σκηνοθεσία, που αναδεικνύει και τις καλές ερμηνείες συνολικά.
Ο Κρουιτόφ επιχειρεί και σε μεγάλο βαθμό πετυχαίνει να ισορροπήσει μεταξύ της πολιτικής ηθογραφίας, της σάτιρας και του δράματος, με μικρές δόσεις υποδόριου χιούμορ, αναδεικνύοντας και τον βρόμικο ρόλο που παίζουν πάντα οι ενδιάμεσοι, οι κολαούζοι της πολιτικής.
Η Ιζαμπέλ Ιπέρ, που εδώ και 17 χρόνια έχει αρχίσει να μαζεύει τιμητικές διακρίσεις για το σύνολο της καριέρας της, δείχνει για ακόμη μια φορά το υποκριτικό της ταλέντο, την επιβλητική ενέργειά της, ανανεωμένη και δυναμική, ενώ δίπλα της ο Ρεντά Κατέμπ κολλάει άψογα, ως ένας εξαιρετικά δουλεμένος καρατερίστας.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η Κλεμάνς, μία ατρόμητη δήμαρχος μιας πόλης κοντά στο Παρίσι, ολοκληρώνει τη θητεία της. Μαζί με το δεξί της χέρι, τον πιστό Γιαζίντ, έχει παλέψει ενάντια στη φτώχεια, την ανεργία και τη διαφθορά. Όταν της γίνεται πρόταση να αναλάβει ένα υπουργείο, η φιλοδοξία της φουντώνει και διακυβεύεται η αφοσίωση της απέναντι στους πολίτες. Θα επιβιώσει η πολιτική της ακεραιότητα ή θα υπερτερήσει η φιλοδοξία;
Ιδιαιτέρως ενθαρρυντικό ντεμπούτο της Αρασέλης Λαιμού, σε μεγάλου μήκους ταινία, που αφήνει σαφείς υποσχέσεις για το μέλλον.
Η νεαρά σκηνοθέτις, σεναριογράφος και μοντέζ, μας προσφέρει ένα υποβλητικό, συγκινητικό φιλμ, που συνδυάζει με εύστοχο και εμπνευσμένο τρόπο τη μυθοπλασία με το σινεμά τεκμηρίωσης. Άλλωστε η Λαιμού έχει εμπειρίες από το ντοκιμαντέρ.
Εδώ, μέσα από δυο αδελφές, ανακαλύπτουμε τον κόσμο των καθολικών Φιλιππινέζων του Πειραιά, που διατηρεί τη γλώσσα, τη θρησκεία και τα έθιμα της μακρινής χώρας.
Μας μεταφέρει σε ένα σύμπαν που αγνοούμε, με ντοκιμαντερίστικη ματιά, αλλά παραμένοντας πιστή στη μυθοπλασία και δένοντας αρμονικά το μαγικό στοιχείο με τον ρεαλισμό.
Με το μοντάζ, της ίδιας της σκηνοθέτιδας, να έχει ιδιαίτερη βαρύτητα και να βοηθά στην στρωτή, επιτέλους, αφήγηση, η κάμερα της Λαιμού ακολουθεί τις δυο ηρωίδες στις καθημερινές τους στιγμές -δουλειά σπίτι και πάλι δουλειά, εκκλησία, αλλά και μια απρόσμενη εγκυμοσύνη.
Αυθεντικό κοινωνικό σινεμά και μαγικός ρεαλισμός ταυτόχρονα, χωρίς ωραιοποιήσεις, με μια κινηματογραφική γλώσσα αποτελεσματική, χωρίς εντυπωσιασμούς, στόμφο και τις γνωστές παθογένειες του εγχώριου σινεμά, μια γλώσσα ειλικρινής που αναζητούμε στον ελληνικό κινηματογράφο.
Ένα μικρό κινηματογραφικό διαμαντάκι, που λάμπει παρά τις όποιες ατέλειές του, συγκινεί και μας παρασέρνει στον κόσμο μιας κοινότητας ανθρώπων, στην οποία εμπιστευόμαστε τα σπίτια μας, ακόμη και τα παιδιά μας ή τους γονείς μας, αλλά μάλλον πρέπει να κατανοήσουμε και την απόσταση που πρέπει να καλύψουμε για να έρθουμε ακόμη πιο κοντά.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… H Έμυ νιώθει ξένη μέσα στην κλειστή κοινότητα των Φιλιππινέζων Χαρισματικών Καθολικών του Πειραιά, που έχει καλωσορίσει με θέρμη την αδερφή της, την Τερέζα. Όταν η Τερέζα μένει έγκυος, η Έμυ έλκεται από μυστηριώδεις δυνάμεις που κατοικούν μέσα της.
Ταινία τρόμου, για την ακρίβεια ένα σπλάτερ από το γνωστό ανεξάρτητο στούντιο Α24, που έχει όλα τα χαρακτηριστικά για να ενταχθεί με τη μία στις καλτ ταινίες του είδους, καθώς διαθέτει ψυχοπαθείς δολοφόνους, φρικιαστικές εικόνες, πολύ αίμα, παρακμιακή ατμόσφαιρα αλλά και μαύρο χιούμορ, ειδικά στις σκηνές ”πορνό”, όπως υπονοεί και ο τίτλος.
Ο Τι Γουέστ, που υπογράφει τη σκηνοθεσία και έχει προϋπηρεσία στον κινηματογραφικό τρόμο, μας πηγαίνει πίσω στη δεκαετία του ‘70, όταν μια παρέα νεαρών θέλει να γυρίσει μια ταινία πορνό και πάει για τα γυρίσματα σε ένα παρακμιακό σπίτι της υπαίθρου του Τέξας, το οποίο ανήκει σε ένα υπέργηρο και αλλόκοτο ζευγάρι.
Μετά από τα πρώτα γυρίσματα, οι ιδιοκτήτες του σπιτιού θα ανακαλύψουν τι ταινία ακριβώς κάνουν οι νεαροί και αρχίζει η σφαγή.
Το φιλμ, που βρίθει σινεφιλικών αναφορών, είναι φανερό ότι έχει επηρεαστεί από ταινίες όπως ”The Texas Chain Saw Massacre” (1974), “”Alligator” και ”The Shining” (οι δύο τελευταίες του 1980), ενώ η εμφάνιση της διαταραγμένης ψυχικά ηλικιωμένης θυμίζει τη μητέρα τού Νόρμαν Μπέιτς στο ”Ψυχώ” του Χίτσκοκ.
Η ταινία είναι σίγουρο ότι ως ένα σημείο θα διασκεδάσει τους φαν του είδους, και κυρίως στο πρώτο μέρος πριν αρχίσουν, ακριβώς πάνω στην ώρα, οι σφαγές, με την καλά κρυμμένη χιουμοριστική αντιμετώπιση των καταστάσεων (η τηλεόραση που παίζει συνεχώς έναν -στα όρια της παραφροσύνης -τηλευαγγελιστή, οι σκηνές από τα γυρίσματα του πορνό και τις υποκριτικές… ικανότητες των πρωταγωνιστών) αλλά και την ατμόσφαιρα της εποχής, της τεξανής αμερικανικής υπαίθρου, που μοιάζει αποκομμένη απ’ όλο τον κόσμο.
Από κει και πέρα πιάνει δουλειά το σπλάτερ κι όλα μοιάζουν αναμενόμενα, όπως εν πολλοίς και το φινάλε.
Το καστ, συμβαδίζει πλήρως με την καλτ φυσιογνωμία της ταινίας, καθώς μοιάζουν με ημιεπαγγελματίες ηθοποιούς ή καλύτερα ηθοποιούς του πορνό που παίζουν σε ”κανονική” ταινία, ενώ βαρύτητα έχει δοθεί και στη μουσική, με την ενσωμάτωση αρκετών επιτυχιών της δεκαετίας του 60 και 70.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… 1979: Μία παρέα νεαρών αποφασίζει να γυρίσει μία ταινία πορνό στην ύπαιθρο του Τέξας, αλλά όταν οι απομονωνόμενοι γέροι οικοδεσπότες τους ανακαλύπτουν τα σχέδιά τους, τα μέλη του καστ καταλήγουν να παλεύουν για τη ζωή τους.
Ακόμη ένα σκηνοθετικό ντεμπούτο, αυτή τη φορά της 20χρονης Γαλλίδας Σουζάν Λιντόν, κόρη του γνωστού ηθοποιού Βενσάν Λιντόν, αποτελεί αυτή η νεανική δραματική κομεντί, που επιλέχθηκε για το επίσημο πρόγραμμα του Φεστιβάλ Καννών.
Ένα φιλμ, επηρεασμένο από το γαλλικό σινεμά των προηγούμενων δεκαετιών, με μπόλικους συμβολισμούς και ευφυή ευρήματα, αλλά διατηρώντας μια συμπαθητική ανεμελιά, μια ανάλαφρη ματιά.
Η 20χρονη Λιντόν, που κρατά και τον κεντρικό ρόλο, υποδύεται μια 16χρονη που βαριέται την καθημερινότητα, το σχολείο, τους συνομήλικούς της, θα γνωριστεί με έναν 35χρονο ηθοποιό και θα βρεθεί απότομα μπροστά στην ενηλικίωση που τόσο επιζητούσε.
Έτσι, το αρχικό πλάνο με την αραιωμένη ροζ βυσσινάδα να μετατρέπεται σταδιακά σε βαθύ κόκκινο, αποτελεί και το σύμβολο για τη βουτιά της ηρωίδας στα βαθιά τής ενηλικίωσης, που τόσο ζητούσε, αλλά θέλει να συνταιριάξει με τον νεανικό αυθορμητισμό, τη χαρά της ηλικία της.
Ωστόσο, το πιο ενδιαφέρον της ταινίας κρύβεται στην καθοριστική ανάγκη της ηρωίδας να γίνει γυναίκα, χωρίς να χάσει την παιδικότητά της, και βεβαίως ότι καλή είναι η αγκαλιά του αγαπημένου της, αλλά καλύτερη μάλλον η αγκαλιά της μητέρας.
Χαριτωμένη δραμεντί, που βλέπεται ευχάριστα λόγω της ελαφράδας με την οποία αντιμετωπίζει τα προβλήματα μιας δύσκολης ηλικίας και με την ηρωίδα να παραμένει ένα παιδί, που μπορεί να ονειρεύεται και ταυτόχρονα να ζει τη νιότη της.
Η Λιντόν, που γράφει, σκηνοθετεί, πρωταγωνιστεί και τραγουδά, είναι συμπαθέστατη, γράφει στην κάμερα και με ενδιαφέρον περιμένουμε το επόμενο βήμα της.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η 16χρονη Σουζάν η οποία δεν μοιάζει με τους συνομήλικους της και τους βαριέται αφόρητα, γνωρίζει έναν 35άρη ηθοποιό έξω από ένα θέατρο και τον ερωτεύεται. Όμως ακόμα και ο έρωτας αδυνατεί να είναι η απάντηση στα πάντα.
Ταινία αχταρμάς, που θέλει να είναι διασκεδαστικό, απενεχοποιημένο θρίλερ, με υπερβολικές δόσεις βίας κι ενός βρόμικου χιούμορ, αλλά γρήγορα ξεπέφτει στην ανοησία, με υποτυπώδες σενάριο, που βρίθει από κλισέ και γκροτέσκο σκηνών.
Όμως δεν περιορίζεται σε όλα αυτά η ταινία του Τζο Κάρναχαντ (”The Grey”) αφού μπαίνει χοντροκομμένα και στα ζητήματα της γυναικείας χειραφέτησης και των δικαιωμάτων, έχοντας εξόφθαλμα μοναδικό θετικό πρόσωπο στο φιλμ μια μαύρη αστυνομικίνα, εν αντιθέσει με τους υπόλοιπους χαρακτήρες που μοιάζουν με καρικατούρες, χωρίς να καταλαβαίνει κανείς από πού έρχονται και πού θέλουν να πάνε.
Το προχειρογραμμένο σενάριο θέλει έναν απατεώνα να κρύβεται ως κρατούμενος σε ένα ερημικό αστυνομικό τμήμα της Νεβάδα, για να ξεφύγει από έναν πληρωμένο δολοφόνο, ο οποίος με τη σειρά του βρίσκει τρόπο να συλληφθεί κι αυτός και να φτάσει στο διπλανό κελί.
Σε αυτό το σημείο, κοπιάροντας το καλτ φιλμ του Κάρπεντερ ”Ο Σταθμός 13 Δέχεται Επίθεση”, με τη διαφορά ότι η επίθεση γίνεται από τα σπλάχνα του αστυνομικού τμήματος, είναι γυρισμένο, εκτός από τα αρχικά πλάνα καταδίωξης αυτοκινήτων, μέσα στο τμήμα, εξαντλώντας κάθε τετραγωνικό μέτρο και τελικά την υπομονή του θεατή.
Οι ερμηνείες των Μπάτλερ, Γκρίλο και Αλέξις Λούντερ είναι για γέλια και για κλάματα, ενώ ξεχωρίζει κάπως ο Τόμπι Χας στο ρόλο ενός τρελαμένου δολοφόνου.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Διασχίζοντας την έρημο της Νεβάδα, ο πανούργος απατεώνας Τέντι Μουρέτο καταστρώνει ένα απεγνωσμένο σχέδιο να κρυφτεί από τον επικίνδυνο εκτελεστή Μπομπ Βίντικ, να σπάσει στο ξύλο την πρωτάρα αστυνομικό Βάλερι Γιάνγκ, ώστε να συλληφθεί και να κρατηθεί στο αστυνομικό τμήμα μιας μικρής πόλης.
Η φυλακή δεν μπορεί να προστατέψει για πολύ τον Μουρέτο, και ο Βίντικ ετοιμάζει τη δική του κράτηση, περνώντας το χρόνο του σε κοντινό κελί έως ότου ολοκληρώσει την αποστολή του. Η άφιξη όμως ενός ακόμα εκτελεστή θα προκαλέσει ξέφρενο χάος…
Προβάλλονται ακόμη οι ταινίες:
Φέτος πρέπει να είναι η χρονιά του ντοκιμαντέρ -συμπεριλαμβανομένου του δραματοποιημένου ντοκμαντέρ- και αυτό όχι μόνο λόγω της υπερπροσφοράς, αλλά και του ενδιαφέροντος που έχουν όλες αυτές οι παραγωγές εγχώριες ή μη.
Με τούτο δω το δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ τους, οι Χρήστος Πασσαλής και Σύλλας Τζουμέρκας αφηγούνται επτά δεκαετίες της ιστορίας τής Θεσσαλονίκης και την σχεδόν άγνωστη και πικρή εμπειρία της εβραϊκής κοινότητας.
Οι δυο σκηνοθέτες, εμπνέονται από τη γενέτειρά τους Θεσσαλονίκη και με έντονο το συναίσθημα της επανόρθωσης της τραυματικής ιστορίας, φωτίζουν μια σειρά από δραματικά γεγονότα πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, που κορυφώθηκαν βίαια στην Κατοχή από τους Γερμανούς, ενώ στη συνέχεια υπήρξε μια προσπάθεια αποσιώπησης για την ισχυρή κοινότητα που έζησε αρμονικά για χρόνια στη Θεσσαλονίκη, ένα σταυροδρόμι πολιτισμών τον περασμένο αιώνα.
Η ταινία είναι γυρισμένη σε έξι κεφάλαια, μόλις σε 14 μέρες, κοιτά με θάρρος τα γεγονότα, άγνωστα σε μεγάλο βαθμό, ενώ η συνδρομή γνωστών και πρωτοεμφανιζόμενων ηθοποιών είναι καθοριστική, για την ανάδειξη ενός φιλμ που συνταιριάζει άρτια τη μυθοπλασία με το ντοκιμαντέρ και το δοκίμιο.
Ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ του Γιάννη Φραγκούλη, για τον Σώτο Ζαχαριάδη, έναν ”πολυπράγμονα” αντισυμβατικό καλλιτέχνη, που με μία αυθεντική λαϊκότητα, καταπιάνεται εκτός από τη ζωγραφική, με τη μουσική, τη χαρακτική, τη συγγραφή δοκιμίων, λογοτεχνημάτων και ποίησης.
Ο Θεσσαλονικιός Σώτος Ζαχαριάδης, που κάνει εκθέσεις σε όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό, αλλά όχι στη Θεσσαλονίκη, μιλά στον ερευνητή Αθανάσιο Αθανάτου για τη ζωή του, τις σκέψεις του και τις καλλιτεχνικές του εκφράσεις, ενώ τις μαρτυρίες τους καταθέτουν και αρκετοί φίλοι και συνοδοιπόροι τού καλλιτέχνη, για τον ίδιο αλλά και για την καλλιτεχνική κίνηση στη Θεσσαλονίκη από τα μέσα της δεκαετίας του ΄80.
Ντοκιμαντέρ, του Σπύρου Τσιφτσή, για τον Θόδωρο Τερζόπουλο, βασικό εκπρόσωπο της θεατρικής πρωτοπορίας, σχεδόν 35 χρόνια μετά το περίφημο ανέβασμα των ”Βάκχων”.
Το φιλμ ακολουθεί τον Τερζόπουλο, σε όλη του τη διαδρομή, από το χωριό του, στον Μακρύγιαλο Πιερίας, όπου γεννήθηκε, μέχρι το Berliner Ensemble, τη Ρωσία, την Κίνα, την Αμερική, στο θέατρο Άττις, στο Μεταξουργείου, όπου υπήρξε και η βάση του, αλλά και στους Δελφούς, απ’ όπου ξεκίνησαν όλα. Αποκλειστικά για θεατρόφιλους.
Με πληροφορίες μέσω ΑΠΕ-ΜΠΕ
Αθήνα, Ελλάδα
Ακολουθήστε τη HELLAS JOURNAL στη NEWS GOOGLEΣτην 59η Μπιενάλε Βενετίας η ταινία «Στον δρόμο για τον Κολωνό» με το καρουσέλ της Λουκίας Αλαβάνου