Καρτ ποστάλ Γάλλου στρατιώτη που βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη την περίοδο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Photo via ΑΠΕ-ΜΠΕ
«Θεσσαλονίκη, 14 Ιανουαρίου 1916. Η ανάμνηση ενώνει αυτούς που η απόσταση χωρίζει», έγραψε σε μία καρτ ποστάλ ο νεαρός Γάλλος στρατιώτης, που αν και χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την οικογένειά του, ένιωθε ότι με τη σκέψη και την αλληλογραφία θα καταφέρουν να παραμείνουν ενωμένοι.
«Αγαπητέ ανιψιέ, σ’ ευχαριστώ πολύ για τις άπειρες ευχές που μου στέλνετε όλοι σας. Ναι και εγώ θα το ήθελα πολύ να δω το τέλος αυτού του απαίσιου πολέμου. Αρχίζω να μην τον μπορώ άλλο ούτε εγώ…», γράφει στην πίσω πλευρά αναφερόμενος στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η κάρτα εστάλη πριν από ακριβώς 106 χρόνια από τον Εζέν Μπονό. Παραλήπτης στην πατρίδα του ήταν ο αγαπημένος του ανιψιός, ο γιος του οποίου σήμερα «επέστρεψε» την κάρτα στην πόλη όπου είχε γραφτεί, κάνοντας ακόμη πιο πλούσιο το υλικό μιας Θεσσαλονικιάς, που μέσα από γράμματα και ημερολόγια, ξετυλίγει το κουβάρι εκείνης της εποχής.
Καρτ ποστάλ που γράφτηκαν εκατό χρόνια πριν, κιτρινισμένες και φθαρμένες από τον χρόνο, βγήκαν από σκονισμένες κούτες και επανέφεραν στο σήμερα προσωπικές ιστορίες, αλλά και την εικόνα της Θεσσαλονίκης στις αρχές του 20ού αιώνα.
Νεαροί Γάλλοι στρατιώτες που βρέθηκαν στη Θεσσαλονίκη την περίοδο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, κατέγραφαν την καθημερινότητά τους σε ημερολόγια ή έγραφαν τα νέα και τις εμπειρίες τους σε αλληλογραφία που ταξίδευε στις ιδιαίτερες πατρίδες τους.
Κάποιοι από αυτούς επέστρεψαν στη χώρα τους και συνέχισαν τη ζωή τους, ενώ άλλοι άφησαν εδώ την τελευταία τους πνοή.
Τα ίχνη των γραπτών αυτών ντοκουμέντων πήρε την πρωτοβουλία να ακολουθήσει η Θεσσαλονικιά Αφροδίτη Γεωργιάδου. Αναζήτησε τους απογόνους των αποστολέων ή των παραληπτών τους και κατάφερε να τους ξυπνήσει μνήμες και σε κάποιες περιπτώσεις, ακόμη και να τους συναντήσει.
Η αγωνία ενός Γάλλου που στα τέλη της δεκαετίας του ’80 πέρασε το κατώφλι του Γενικού Προξενείου της Γαλλίας στη Θεσσαλονίκη επί της οδού Μακένζυ Κινγκ αναζητώντας στοιχεία για τον παππού του, ήταν ο λόγος που κινητοποίησε την 63χρονη σήμερα γυναίκα.
Εργαζόμενη τότε εντός του προξενείου, στο παράρτημα Θεσσαλονίκης του εμπορικού τμήματος της Γαλλικής Πρεσβείας, τον άκουσε να απευθύνει το συγκεκριμένο αίτημα.
«Όσο περίμενε στην αίθουσα αναμονής, βγήκα από το γραφείο μου και του έκανα ερωτήσεις. Μου είπε ότι ο παππούς του κλήθηκε στα 40 του χρόνια να πολεμήσει “για την πατρίδα”, έφυγε αφήνοντας πίσω του γυναίκα και δύο παιδιά και δεν επέστρεψε ποτέ. Μία κάρτα που είχε στείλει όμως από τη Θεσσαλονίκη σε έναν συνάδελφό του και βρέθηκε πριν από λίγα χρόνια, του έδωσε ένα σημείο αναφοράς και ήρθε για να συλλέξει περισσότερα στοιχεία», δηλώνει η κ. Γεωργιάδου στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Ο συγκεκριμένος άνθρωπος δεν ήταν ο μόνος που αναζητούσε ίχνη των προγόνων του, ενώ η ίδια έγινε και άλλες φορές μάρτυρας σε αντίστοιχες αναζητήσεις, οι περισσότερες εκ των οποίων ολοκληρώνονταν ύστερα από μία επίσκεψη στα συμμαχικά νεκροταφεία του Ζέιτενλικ.
«Τα συμμαχικά μνήματα στη Θεσσαλονίκη είναι τα πιο …τακτοποιημένα σε σχέση με άλλες περιοχές που οι νεκροί θάβονταν χωρίς ονόματα και χωρίς να τηρείται αρχείο. Στο Ζέιτενλικ όλοι οι τάφοι έχουν ονοματεπώνυμο, πληροφορίες για το αν το θύμα σκοτώθηκε ή πέθανε και από ποια αρρώστια», αναφέρει.
Εκτός όμως από μάρτυρας συζητήσεων, έτυχε και στη δική της αρμοδιότητα να συνεργαστεί με ανθρώπους που αναζητούσαν τους προγόνους τους.
«Καθώς ήμουν υπεύθυνη για τις διμερείς σχέσεις Ελλάδας- Γαλλίας, είχε έρθει στο γραφείο μου ένας Γάλλος που ήθελε να του βρω επαφές για να προωθήσει τη σαμπάνια του. Είπε ότι είναι συγκινημένος που βρισκόταν εδώ, καθώς είχε κάποια χαρτιά που έλεγαν ότι ο παππούς του σκοτώθηκε στη Θεσσαλονίκη. Τότε ξεκίνησε μια έρευνα που κατέληξε με το να βρει τον τάφο του παππού του, επίσης στο Ζέιτενλικ», θυμάται η κ. Γεωργιάδου.
Όλα αυτά τα περιστατικά με τις καρτ ποστάλ που βρέθηκαν σε ξεχασμένα μπαούλα, σε αποθήκες και σοφίτες, την παρακίνησαν να αρχίσει να αναζητά κι αυτή αντίστοιχο υλικό. Έτσι, ένα Σάββατο του 1990 πήγε στην αγορά του Μπιτ Παζάρ και έψαξε για ώρες σε κούτες των μικροπωλητών για να βρει τελικά και η ίδια μία κάρτα, γραμμένη από έναν Γάλλο στρατιώτη. Αυτή η επίσκεψη έγινε συνήθεια και από τότε σχεδόν κάθε Σάββατο επιδίδονταν στην ίδια έρευνα.
«Οι κάρτες που βρήκα εκεί, ήταν κυρίως αυτές που δεν φύγανε ποτέ για τον προορισμό τους εξαιτίας της λογοκρισίας, καθώς οι στρατιώτες περιέγραφαν την άσχημη πλευρά της Θεσσαλονίκης, που δεν έχει καμία σχέση με τη χλιδή που περιγράφεται σε άλλες κάρτες, όπου πρωταγωνιστούν “εικόνες” από την παραλία με τα μεγάλα ξενοδοχεία, τα θέατρα και τα καφέ», εξηγεί.
Οι καρτ ποστάλ που συγκέντρωσε η Αφροδίτη Γεωργιάδου είχαν διευθύνσεις και ονόματα παραληπτών, τους απογόνους των οποίων αποφάσισε να προσεγγίσει.
«Η έρευνα γίνονταν ως εξής: Έστελνα ένα e-mail στο δημαρχείο της αντίστοιχης πόλης και εξηγούσα ότι είχα στα χέρια μου ένα γράμμα του 1914 π.χ., που απευθύνονταν στην τάδε οικογένεια. Από τον δήμο, μου έστελναν τα στοιχεία όλων των δημοτών που είχαν αυτό το επώνυμο. Επικοινωνούσα με όλους, στέλνοντάς τους το ίδιο ακριβώς μήνυμα και περίμενα. Κάποιοι δεν απαντούσαν ποτέ. Άλλοι μου έγραφαν ότι δεν είχαν καμία σχέση. Σε λίγες περιπτώσεις ωστόσο, με παρέπεμπαν σε συγγενείς τους με το ίδιο όνομα, δίνοντάς μου νέα στοιχεία. Είχα φτάσει κάποια στιγμή από τη μία πληροφορία στην άλλη να έχω συγκεντρώσει έως και εκατό ονόματα», τονίζει.
Εκείνη ήταν και η περίοδος (περίπου το 2009) που εγκατέλειψε προσωρινά την προσπάθεια, γιατί η έρευνα ήταν απαιτητική και δεν μπορούσε να τη συνδυάσει με τις επαγγελματικές και οικογενειακές της υποχρεώσεις, ενώ το έργο της συνέχισε μετά τη συνταξιοδότησή της.
Σε μία από τις περιπτώσεις που όντως εντόπισε απόγονο του παραλήπτη, αυτός της είπε ότι είχε το καρνέ του παππού του, κάτι σαν ημερολόγιο δηλαδή, όπου έγραφε τι έκανε κάθε μέρα. Μέσα από τις σελίδες του, η κ. Γεωργιάδου έμαθε πολλά πράγματα για τη Θεσσαλονίκη και ένα απόσπασμα από αυτό μετέφρασε για το ΑΠΕ-ΜΠΕ.
«…όταν πέφτεις για ύπνο, δεν ακούς κανέναν ήχο ή καλύτερα να πω πως δεν θέλω να ακούσω τίποτε, βάζω το κεφάλι κάτω από την κουβέρτα και απλώς σκέφτομαι… Το πρωί σηκώθηκα να πάρω το πρωινό μου.
15.00: Πήγα στις παράγκες των προβολών για να δω τον φίλο μου, τον λοχία Felouzat, είναι υπεύθυνος του 1ου κινηματογραφικού τμήματος. Τον τυχεράκια! Εκεί έχει ησυχία, κανείς δεν τον ενοχλεί. Επίσης τα βράδια έχει ζέστη σε όλους τους χώρους, και ειδικά στο γραφείο όπου βρίσκεται το κρεβάτι του. Ενώ εμείς παγώνουμε, κοιμόμαστε κάτω παρέα με το χώμα, έχουμε ίσα-ίσα μια τσόχα και αυτή πάντα βρεγμένη και μουχλιασμένη. Τέλος πάντων, τι να πω… Που θα πάει, θα τελειώσει μια μέρα αυτός ο παράλογος πόλεμος, είμαι σίγουρος γι’ αυτό. Σήμερα περίμενα γράμματα αλλά δυστυχώς δεν έλαβα τίποτα.
17.15: Πήγα στην Σαλονίκη… Ήθελα να αγοράσω ένα πάκο χαρτί αλληλογραφίας… Εκεί συνάντησα τον Rabusseau και μαζί πήγαμε βόλτα μέχρι τον Λευκό Πύργο.
19.00: Στην συνέχεια πήγαμε στο Κριστάλ να πιούμε μια μπίρα και να φάμε μπεζέδες, είδαμε και κάτι κοπελιές, έτσι να περάσει λίγο η ώρα.
20.30: Καιρός να φεύγω, χαιρέτησα τον Rabusseau και ξεκίνησα για το στρατόπεδο, φυσικά με τα πόδια όπως πάντα. Και όπως πάντα, έχασα τον δρόμο, τρεις φορές πέρασα από το ίδιο σημείο, είναι σκοτεινά και εύκολα χάνεις τον προσανατολισμό σου. Έφτασα επιτέλους στο στρατόπεδο, και πάλι έκανα μισή ώρα να βρω την σκηνή μου, με τόσο σκοτάδι όλες είναι ίδιες! Είναι τώρα πέμπτη ή έκτη φορά που επιστρέφω μόνος μου τα βράδια, δεν είναι καθόλου ευχάριστο να περπατάς μόνος περίπου μία ώρα.
»Μόνο μία φορά δεν μπερδεύτηκα. Περνάς μια μεγάλη αλάνα με πέτρες και πλάκες, που είπαν πως είναι τα Εβραϊκά Νεκροταφεία. Μετά περνάς από μία λασπώδη περιοχή, με έντονες μυρωδιές, εκεί αράζουν οι τσιγγάνοι. Εκεί περπατάς γρήγορα γιατί δεν αισθάνεσαι καθόλου ασφαλής και ας μην έγινε, μέχρι τώρα, καμιά επίθεση, καλύτερα να προσέχεις…»
Στην πρώτη σελίδα του καρνέ, ο στρατιώτης γράφει ότι έψαξε να βρει κάποιο τετράδιο, αλλά τελικά αγόρασε ένα ευρετήριο. Η Αφροδίτη Γεωργιάδου, με την βοήθεια ενός γαλλικού blog και του ληξιαρχείου της πόλης του, εντόπισε τα πλήρη στοιχεία του άντρα:
«Emile Marie Chollet, γεννημένος στις 29.9.1895 στην πόλη Tours. Αποβιβάστηκε στη Θεσσαλονίκη στις 10 Ιανουαρίου 1917 ως δεκανέας στον Λόχο 22/4 του Μηχανικού. Γύρισε στην Γαλλία το Σεπτέμβριο του 1918, λίγο πριν την ανακωχή στο Μακεδονικό Μέτωπο».
Μια άλλη περίπτωση αποτελεί μια κάρτα του Γάλλου στρατιώτη Εζέν Μπονό/Eugène Bonneau – από την Αλγερία, τότε Γαλλική αποικία. Το αρχικό του όνομα ήταν Bonnot, το οποίο του το άλλαξαν όταν του δόθηκε η γαλλική υπηκοότητα. Υπηρέτησε στο Τάγμα των Ζουάβων, από τον Μάιο 1915 μέχρι και τον Οκτώβριο 1918.
Πήγε πρώτα στην Καλλίπολη της Τουρκίας (σημερινή ονομασία Gelibolu/Γκελίμπολου), έφτασε Θεσσαλονίκη τον Φεβρουάριο 1916, μετά πήγε στη Σερβία και τον Οκτώβρη 1918 επέστρεψε από Φλώρινα για Θεσσαλονίκη όπου πήρε το πλοίο επιστροφής για Γαλλία. Αρκετές φορές τραυματισμένος ή άρρωστος από ελονοσία, νοσηλεύτηκε στο προσωρινό νοσοκομείο, το οποίο απεικονίζεται με τον αριθμό 7 σε σκίτσο με τα γαλλικά προσωρινά νοσοκομεία.
Ο ίδιος, σε μια από τις ζωγραφισμένες κάρτες, έχει κάνει κολάζ με τρεις κορδέλες στα χρώματα της γαλλικής σημαίας και γράφει:
«Η ανάμνηση ενώνει αυτούς που η απόσταση χωρίζει – από την Ελλάδα – Ε. Bonneau». Η συγκεκριμένη κάρτα απευθύνεται στον γιο της αδελφής του και τώρα βρίσκεται στα χέρια ενός απογόνου, με τον οποίο επικοινώνησε η κ. Γεωργιάδου.
Στην πίσω πλευρά η κάρτα γράφει:
«Στρατόπεδο της Σαλονίκης – 14 Ιανουαρίου 1916. Αγαπητέ ανιψιέ, σ’ ευχαριστώ πολύ για τις ευχές σου όπως και τις άπειρες ευχές που μου στέλνετε όλοι σας. Ναι και εγώ θα το ήθελα πολύ να δω το τέλος αυτού του απαίσιου πολέμου. Αρχίζω να μην τον μπορώ άλλο ούτε εγώ.
»Είμαι χαρούμενος που μαθαίνω πως είστε όλοι καλά στην υγεία σας. Και εγώ από πλευρά μου είμαι ακόμα καλά και ελπίζω η κάρτα μου να σας βρει όλους υγιέστατους. Πιστεύω πως υπάρχει πιθανότητα να πάρω άδεια σε δύο μήνες, δηλαδή ευελπιστώ να γίνει αυτό πραγματικότητα. Φίλησέ μου όλη την οικογένεια και γίνε εσύ τώρα ο δικός μου ανταποκριτής μέσα στην οικογένεια. Ο θείος σου, που σου δίνει μια εγκάρδια χειραψία».
Σε άλλες περιπτώσεις, η κ. Γεωργιάδου διάβαζε τις κάρτες και ανάλογα με το τι υπογράμμιζε ο αποστολέας, έβγαζε συμπεράσματα γι’ αυτόν. «Σε μία κάρτα αναφέρει ως περίεργο στην οικογένειά του ότι είναι Πάσχα στην Ελλάδα. Ως Καθολικός, απορεί που γιορτάζεται, ενώ στη χώρα του έχει περάσει. Προφανώς δεν ήταν όλοι τους μορφωμένοι και εντυπωσιάζονταν από πράγματα που δεν γνώριζαν», λέει.
«Σε μια άλλη περίπτωση που κάποιος απευθύνεται στη γυναίκα του, της γράφει πως οι σούπες που τους έκαναν εδώ, δεν έχουν σχέση με τις δικές της, ενώ σε άλλο σημείο ανέφερε ότι τα στάρια είναι διαφορετικά από της Γαλλίας, είναι πιο στρόγγυλα. Αυτό μαρτυρούσε ότι προέρχεται από χωριό, άλλωστε φαίνεται και από τη γραφή, που είναι πιο …τσαπατσούλικα τα γράμματα και με πολλά ορθογραφικά λάθη», συμπληρώνει.
Γενικό συμπέρασμα επίσης είναι ότι όταν οι άντρες απευθυνόταν στις μητέρες τους, έκαναν παράπονα για το κρύο και τις γενικότερες συνθήκες και ζητούσαν παρηγοριά. Αντίθετα, αν ο παραλήπτης της αλληλογραφίας ήταν η σύζυγός τους, τότε το στιλ άλλαζε και το αγόρι …γινόταν άντρας. «Σε εκείνες τις περιπτώσεις ο στρατιώτης έγραφε “μη στεναχωριέσαι για μένα, είμαι καλά, κοίτα εσύ να προσέχεις” και παρόλο που ζούσε στη λάσπη και δεν ήξερε τι θα φέρει το αύριο, έδινε ο ίδιος συμβουλές στην οικογένειά του», λέει με συγκίνηση.
Η Αφροδίτη Γεωργιάδου, όταν είδε πως οι συγκεκριμένες αναζητήσεις δεν έφερναν πάντα αποτελέσματα, άρχισε έρευνα στο διαδίκτυο και ανακάλυψε blogs όπου δισέγγονα ή «μικρά ανίψια» παλιών πολεμιστών (petites nièces, τα εγγόνια των αδερφών τους), καταθέτουν ερωτήσεις για τα πλοία με τα οποία ήρθαν, για τα νοσοκομεία που είχαν στηθεί, για τα μέρη που έμεναν κτλ.
Η ίδια δήλωνε πρόθυμη να συμμετέχει στις συζητήσεις ως κάτοικος Θεσσαλονίκης, να απαντά σε ερωτήματα και να βοηθά στην έρευνα.
«Κάποιος ήταν χαρούμενος γιατί κατάφερε να συνδυάσει ότι η Σαλονίκη που διάβαζε στα γράμματα που είχε στα χέρια του, είναι η Θεσσαλονίκη μας. Στα παλιά έγγραφα δεν θα βρεις πουθενά Thessaloniki, γιατί χρησιμοποιούσαμε ακόμη τις τουρκικές εκφράσεις» λέει η κ. Γεωργιάδου και συμπληρώνει:
«Ο αδερφός του παππού του λοιπόν, είχε στείλει πολλά γράμματα από τη Σαλονίκη στην οικογένειά του κι επειδή σκοτώθηκε στην ηλικία των 20, τα γράμματα αυτά κατέληξαν στη σοφίτα του αδερφού του και σήμερα στα χέρια του εγγονού του τελευταίου. Αυτό τον ενθάρρυνε να ψάξει. Μάλιστα, επειδή το χωριό του στη Ν. Γαλλία δεν έχει θάλασσα, αποφάσισε να συνδυάσει διακοπές με έρευνα και να κάνει το 1998 μαζί με τη σύζυγό του τη διαδρομή του “μεγάλου θείου”, η οποία τους πήγε μέχρι τη Φλώρινα».
Επειδή αυτό το γεγονός την άγγιξε πολύ, ήρθε σε επαφή μαζί του, αντάλλαξαν πληροφορίες και στο τέλος ανακάλυψε ότι το έγγραφο που ανακοινώνει το θάνατο του παππού, προερχόταν από το κεντρικό αρχηγείο της Θεσσαλονίκης. Έτσι ήρθε σε επαφή με το γαλλικό προξενείο, έμαθε ότι στο Ζέιτενλικ υπάρχει κατάλογος με όλα τα ονόματα των ατόμων που έχουν θαφτεί εκεί και πέντε χρόνια μετά ήρθε για δεύτερη φορά στην πόλη όπου βρήκε τελικά τον τάφο του «μεγάλου θείου» του.
Ένας εγγονός Γάλλου στρατιώτη που επίσης ήρθε με τη σύζυγο και την κόρη του στη Θεσσαλονίκη, ήπιε μαζί με την κ. Γεωργιάδου καφέ σε ένα από τα καραβάκια του Θερμαϊκού.
«Μου είπε ότι ο παππούς του ήρθε στη Θεσσαλονίκη τον Οκτώβρη του 1915 και διαπιστώθηκε ότι είχε την τότε ισπανική γρίπη. Έμεινε σε νοσοκομείο -που ήταν μάλλον στην παλιά νομαρχία, και έγραφε στους δικούς του ότι κατεβαίνοντας τα σκαλοπάτια έβγαινε στην αυλή και σχεδόν πατούσε θάλασσα, κάτι από το οποίο συμπεραίνουμε ότι η νέα παραλία δεν υπήρχε» αναφέρει και καταλήγει:
«Μετά το νοσοκομείο στην ανάρρωσή του τον έστειλαν στην Σερβία. Εκεί χάθηκαν τα ίχνη του και ο εγγονός προσπαθούσε να τον εντοπίσει, γιατί έχει χαρτί μόνο εξαφάνισης και όχι θανάτου και έως σήμερα αγνοούν πού είναι ο ίδιος ή το πτώμα του».
Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ, Βαρβάρα Καζαντζίδου
Θεσσαλονίκη, Ελλάδα
Ακολουθήστε τη HELLAS JOURNAL στη NEWS GOOGLEΟ Έλληνας που ζει στις Φιλιππίνες και μαθαίνει στους ντόπιους τον φραπέ και τον ελληνικό καφέ