Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Φωτογραφία Αρχείου
Ἡ ὑπερχιλιετὴς σχέση τοῦ Ἑλληνισμοῦ μὲ τοὺς Ρώσσους ἐπηρέασε ἀμφότερους τοὺς λαοὺς σὲ καταλυτικὸ βαθμό. Ὁ ἐκχριστιανισμὸς τῶν Ρὼς ἀπὸ τὸ Βυζάντιο, τὸν 10ο αἰῶνα, ἀφ’ἑνὸς ὀργάνωσε πνευματικὰ καὶ ἑνοποίησε σὲ σημαντικὸ βαθμὸ ἐθνολογικὰ τὶς φυλὲς τῶν ἀνατολικῶν Σλαύων, ἀφ’ἑτέρου ἀποτέλεσε μιὰ ἐσκεμμένη ἐπιλογὴ τῶν Βυζαντινῶν, μὲ σκοπὸ τὴν ἀνάδειξη μιᾶς φιλικῆς ἰσχυρῆς δύναμης στὸν βορρᾶ γιὰ τὴν ἀναχαίτιση τῶν νομαδικῶν εἰσβολῶν ἀπὸ τὴν ἀνατολή.
Ἡ μογγολο-ταταρικὴ ἐπέλαση καὶ ἡ ὑποδούλωση τῶν ρωσσικῶν πόλεων, τὸν 13ο αἰῶνα, ἄφησε τὸ Βυζάντιο ἀκάλυπτο, τὴν ἐποχὴ ποὺ τὸ ἴδιο ἀγωνιζόταν νὰ ἀποτινάξει τὴν δυτικὴ κατάκτηση, ἐνῶ ἤδη ὑπονομευόταν ἀπὸ τὰ ἀλλεπάλληλα τουρκικὰ κύματα καὶ τὸν ἐξισλαμισμό. Δὲν ἀποτελεῖ σύμπτωση ὅτι σὲ αὐτοὺς τοὺς αἰῶνες θὰ ἐκδηλωθεῖ καὶ γιὰ τοὺς δύο πολιτισμικοὺς χώρους μιὰ πίεση ἐξ ἀνατολῶν καὶ ἐκ δυσμῶν ταυτοχρόνως.
Ὁ Ἀλέξανδρος Νιέφσκυ, στὰ χρόνια της ταταρικῆς κατοχῆς, θὰ κλείσει τὸν δρόμο στοὺς Τεύτονες ἱππότες στὸν Βορρᾶ. ἔκρηξη τῆς μεγάλης Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821 καὶ ἡ ἀνακήρυξη τοῦ ἀνεξάρτητου Ἑλληνικοῦ κράτους εἶναι γεγονότα ἄμεσα συνυφασμένα μὲ τὴν Ρωσσία. Εἴτε σχετιζόμενη ἄμεσα μὲ τὴν προετοιμασία τοῦ ἐπαναστατικοῦ ἀγῶνα καὶ τὸν ἴδιο τὸν πόλεμο, εἴτε ἀντιδρώντας στὸ ἑλληνικὸ ζήτημα ἀντανακλαστικὰ πρὸς τὶς ἀνταγωνιστικές της δυνάμεις, ποὺ ἐκινοῦντο ἐκ τοῦ φόβου τῶν πρωτοβουλιῶν τῆς Ἁγίας Πετρούπολης, ἡ Ρωσσία καθόρισε τὸ πεπρωμένο τῆς ἐπανάστασης.
Τελικῶς, ὅμως, ἐνῶ τὸ Βυζάντιο θὰ ὑποκύψει, ἀντιθέτως ἡ νέα Ρωσσία, μὲ πυρῆνα τὸ Δουκᾶτο τῆς Μόσχας, θὰ ἀναδυθεῖ σὲ κράτος ποὺ σταδιακὰ θὰ συνενώσει τοὺς σλαυικοὺς καὶ ὄχι μόνον πληθυσμούς, γιὰ νὰ καταλήξει στὴν συγκρότηση μιᾶς ἀχανοῦς αὐτοκρατορίας. Στὴν πορεία αὐτή, ἡ πεποίθηση τῆς πνευματικῆς καὶ πολιτικῆς βυζαντινῆς κληρονομιᾶς θὰ διέπει τὴν ρωσσικὴ σκέψη, ἐνισχυμένη γενεαλογικὰ καὶ σημειολογικὰ καὶ ἀπὸ τὸν γάμο τῆς Σοφίας Παλαιολογίνας μὲ τὸν Ἰβὰν Γ΄. Ὡς ἐκ τούτου, ἡ θεωρία τῆς «Τρίτης Ρώμης» θὰ ἀναπτυχθεῖ μᾶλλον φυσιολογικά, ἐνῶ παράλληλα τὸ ἑλληνικὸ στοιχεῖο θὰ συνεχίζει νὰ ἐπηρεάζει καθοριστικὰ τὶς πνευματικές, ἐκκλησιαστικὲς καὶ πολιτικὲς ἐξελίξεις τῆς Ρωσσίας, π.χ. Μάξιμος ὁ Γραικὸς (16ος αἰ.), Ἐκκλησιαστικὸ Σχίσμα (17ος αἰ.).
Ἀπὸ τὴν πλευρά του, ὁ ὑπόδουλος Ἑλληνισμός, ἀφοῦ ἀναζήτησε στήριξη γιὰ τὶς συνεχεῖς καὶ διάσπαρτες ἀπελευθερωτικές του ἀπόπειρες στὴν Δύση καὶ πρωτίστως ἀπὸ τὴν Βενετία καὶ τὴν Ἱσπανία, στράφηκε, ἤδη ἀπὸ τὸν 17ο αἰῶνα, πρὸς τὴν ὁμόδοξη Ρωσσία. Ὁ Μητροπολίτης Φιλαδελφείας Γεράσιμος Βλάχος, στὰ τέλη αὐτοῦ τοῦ αἰῶνος, στέλνει ἐπιστολὴ πρὸς τὸν τσάρο Ἀλέξιο Μιχαήλοβιτς, μὲ τὴν ὁποία τοῦ ζητᾶ νὰ ὀργανώσει ἐκστρατεία κατὰ τῆς Τουρκίας: «Πρὸς σὲ τὸν ἀήττητον καὶ εὐσεβῆ βασιλέα, τὸν τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπον Ἀλέξιον ἐπιστέλλων, οὐ παρανοῦμαι τὴν κατά τοῦ τῶν χριστιανῶν τυράννου μάχην, τοῦ τὴν Ἑλλάδα βαρβαρώσαντος καὶ τὴν χριστιανοσύνην πατάξαντος».
Μετὰ τὴν Συνθήκη τοῦ Πασσάροβιτς, τὸ 1718, ἡ φιλορωσσικὴ στροφὴ θὰ γίνει σχεδὸν ὁλοκληρωτικὴ καὶ θὰ συμπέσει μὲ τὴν προσπάθεια τοῦ Μεγάλου Πέτρου νὰ ἀνοίξει δίοδο πρὸς τὸν νότο. Γιὰ τὸ ρωσσικὸ κράτος, ἡ ἐπικράτηση στὸ νότιο μέτωπο συνιστοῦσε στόχο ζωτικῆς, ὑπαρξιακῆς σημασίας. Πρῶτον, διότι ἔπρεπε νὰ ἐξαλειφθεῖ ἡ διαρκὴς ἰσλαμικὴ ἀπειλὴ ἔναντι τῆς Ρωσσίας, κυρίως ἀπὸ τὸ ὑποτελὲς στὴν Πύλη ταταρικὸ χανᾶτο τῆς Κριμαίας, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἐφορμοῦσαν ἐπὶ αἰῶνες ὀρδὲς ποὺ αἰχμαλώτιζαν Σλαύους, μὲ σκοπὸ τὴν πώλησή τους ὡς δούλων. Δεύτερον, διότι ἡ ἀπόκτηση ἐλεύθερης ἐξόδου πρὸς τὶς θερμὲς θάλασσες ἦταν ἀπαραίτητος παράγων γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τοῦ ρωσσικοῦ ἐμπορίου, ποὺ πραγματοποιεῖτο μέσῳ τῶν πολλῶν πλωτῶν ποταμῶν ποὺ ἐκβάλλουν στὴν Μαύρη Θάλασσα.
Ὁ Μέγας Πέτρος, ἂν καὶ ἐλάχιστα θρησκευόμενος, θὰ χρησιμοποιήσει τὸ ἐπιχείρημα τῆς Ὀρθοδοξίας γιὰ νὰ κινητοποιήσει τοὺς Ἕλληνες κατὰ τῶν Ὀθωμανῶν καὶ νὰ τοὺς δώσει ἐλπίδες ὅτι θὰ σταθεῖ στὸ πλευρό τους. Θὰ τυπώσει εἰκόνες του, ὅπου θὰ ἀναφέρεται ὡς βασιλεὺς τῶν Ἑλλήνων, ἐνῶ σὲ ἐπιστολὴ του πρὸς αὐτοὺς ἀναφέρει: «…νὰ σᾶς γλυτώσω ἀπὸ τὰ χέρια τῶν ἀσεβῶν, νὰ ζωογονήσω ταῖς ἐκκλησίαις σας, νὰ στήσω τοὺς σταυρούς σας…».
Ἡ προσμονὴ τῆς σωτηρίας ἀπὸ τὴν Ρωσσία θὰ λάβει κολοσσιαῖες διαστάσεις μεταξὺ τῶν Ἑλλήνων, ἐκφραζόμενη καὶ μὲ τὴν μορφὴ προφητειῶν, ὅπως αὐτὴ τοῦ «Ἀγαθάγγελου», ποὺ συνέγραψε ὁ Θεόκλητος Πολυείδης, σύμφωνα μὲ τὶς ὁποῖες τὸ «ξανθὸ γένος» θὰ προσέτρεχε γιὰ τὴν ἐκδίωξη τῶν Τούρκων. Ἄν καὶ εἰς τὸ ἑξῆς οἱ ἑλληνικὲς ἐξεγέρσεις θὰ ἔχουν καὶ τὴν ρωσσικὴ στήριξη, θὰ ἦταν τεράστιο λάθος νὰ ἀντιστρέφαμε τὴν εἰκόνα, ὑποστηρίζοντας ὅτι αὐτὲς συνέβαιναν μὲ ὑποκίνηση τῆς Ρωσσίας. Ἄλλωστε, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ Woodhouse, «πολὺ πρὶν ἐμφανιστοῦν οἱ Ρῶσσοι στὸν βαλκανικὸ ὁρίζοντα, ἡ τουρκικὴ κατοχὴ εἶχε πληγεῖ ἀπὸ ἑλληνικὲς ἐξεγέρσεις σχεδὸν σὲ κάθε γενιά».
Ἡ φιλελληνικὴ ρωσσικὴ πολιτικὴ ἔφθασε στὸ ἀπόγειό της τὴν περίοδο τῆς Μεγάλης Αἰκατερίνης, ὁπότε συντάχθηκε τὸ λεγόμενο «Ἑλληνικὸ Σχέδιο». Τὸ σχέδιο διατυπώθηκε ἀπὸ τὴν τσαρίνα πρὸς τὸν αὐτοκράτορα τῆς Αὐστρίας Ἰωσὴφ Β΄ τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1782. Σύμφωνα μὲ τὸ σχέδιο, πλὴν τῆς Μολδαυίας, τῆς Βλαχίας καὶ τῆς Βεσσαραβίας, ἡ εὐρωπαϊκὴ Τουρκία θὰ συνιστοῦσε τὴν «Ἑλληνικὴ αὐτοκρατορία». Ἡγεμόνας τῆς νέας Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας προβλεπόταν νὰ στεφθεῖ ἕνας Ρομανώφ. Γιὰ τὴν θέση αὐτὴ ἡ Αἰκατερίνη προώριζε τὸν ἐγγονὸ της Κωνσταντῖνο -καθόλου συμπτωματικὸ καὶ τὸ ὄνομα ποὺ τοῦ δόθηκε- ὁ ὁποῖος θὰ μάθαινε ἄπταιστα ἑλληνικὰ ἀπὸ Ἕλληνες παιδαγωγούς.
Τὸ 1770, ὡστόσο, εἶχε προηγηθεῖ ἡ πρώτη σοβαρῶν διαστάσεων ἐπαναστατικὴ κίνηση τῶν Ἑλλήνων, τὰ λεγόμενα «Ὀρλωφικά», ποὺ ἐντάσσονται στὸν ρωσσοτουρκικὸ πόλεμο τοῦ 1768-1774. Ἡ ἐπανάσταση ξέσπασε σὲ διάφορα σημεῖα τῆς Ἑλλάδος -στὴν Πελοπόννησο, τὴν Κρήτη, τὴν Ἤπειρο, τὰ νησιά- καὶ συνιστοῦσε τὴν «μεγάλη πρόβα» πρὶν τό ’21. Γιὰ τὴν πυροδότησή της ἐργάστηκαν ἀπεσταλμένοι τῆς Αἰκατερίνης, ὅπως ὁ ἀξιωματικὸς τοῦ ρωσσικοῦ στρατοῦ Γεώργιος Παπάζωλης, ποὺ φαίνεται ὅτι εἶχε καὶ τὴν ἀρχικὴ ἰδέα ἀλλὰ καὶ τὴν εὐθύνη γιά τήν, μᾶλλον, λανθασμένη πληροφόρηση πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς Ὀρλώφ. Ἡ καταστροφικὴ κατάληξη τῆς ἐπανάστασης, μὲ ἀναμφίβολες τὶς ρωσσικὲς εὐθύνες, προκάλεσε ἕνα αἴσθημα ἐπιφύλαξης γιὰ τὴν ἐπανάληψη τοῦ ἐγχειρήματος- ἂν καὶ σύντομα, στὸν «πόλεμο τῶν Τριῶν Ἰμπερίων», ὁ ἡρωϊκὸς ἀγῶνας τοῦ Λάμπρου Κατσώνη θὰ γράψει σελίδες δόξης, ἀκόμη καὶ ὅταν ἡ Αἰκατερίνη θὰ ἔχει συνθηκολογήσει μὲ τοὺς Τούρκους.
Ταυτόχρονα, ἂν καὶ ἡ Γαλλικὴ Ἐπανάσταση καὶ ἡ δράση τοῦ Ναπολέοντος ἐνίσχυσαν τὰ φιλογαλλικὰ αἰσθήματα, ὡστόσο ἡ ρωσσικὴ ἐπιρροὴ στὰ ἑλληνικὰ πράγματα δὲν μειώθηκε, οὔτε οἱ ἑλληνικὲς προσδοκίες ἀπὸ τὸ «ξανθὸ γένος». Καθοριστικὸ ρόλο σὲ αὐτὴν τὴν κατεύθυνση ἔπαιξε ἡ συνθήκη τοῦ Κιουτσοὺκ Καϊναρτζῆ (1774), βάσει τῆς ὁποίας, ἰδιαιτέρως μὲ τὸ ἄρθρο 7, ἡ Ρωσσία ἀποκτοῦσε ρόλο προστάτη στοὺς ὑπόδουλους ὀρθοδόξους χριστιανούς.
Τὸ ἑπόμενο διάστημα (1774-1821) θὰ συμβοῦν μιὰ σειρὰ σοβαρὲς ἐξελίξεις, ποὺ θὰ ἐνισχύσουν περαιτέρω τὶς ἑλληνορωσσικὲς σχέσεις.
Θὰ καταγραφεῖ μαζικὴ ἀνύψωση τῆς ρωσσικὴς σημαίας στὰ ἑλληνικὰ πλοῖα καὶ ἐγγραφή τους στὰ νηολόγια τῶν ρωσσικῶν προξενείων, ἔτσι ὥστε «ἡ πλειοψηφία τῶν ὑπὸ ρωσσικὴ σημαία πλοίων ποὺ ἐκτελοῦσαν τὸ ἐμπόριο ἀπὸ τὰ λιμάνια τῆς νότιας Ρωσσίας ἦταν ἑλληνικά, μὲ πλειοψηφία ἑλληνικὰ πληρώματα ἀπὸ τὸ Ἀρχιπέλαγος καὶ τὰ Ἰόνια». Στὶς παραμονὲς τῆς Ἐπανάστασης, ὁ ἀριθμὸς τῶν ἑλληνικῶν πλοίων ὑπὸ ρωσσικὴ σημαία στὴν ἀνατολικὴ Μεσόγειο θὰ φθάσει τὰ χίλια.
Δημιουργεῖται ἕνα δίκτυο ρωσσικῶν προξενικῶν ἀρχῶν στὴν ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία, μὲ ὑπαλλήλους κυρίως Ἕλληνες, ποὺ θὰ παίξουν ἐνεργὸ ρόλο στὴν προετοιμασία τῆς Ἐπανάστασης.
Χιλιάδες Ἕλληνες ἐγκαθίστανται στὴν Ρωσσία καὶ ἰδιαίτερα στὰ νεοαποκτημένα ἐδάφη τῆς «Νέας Ρωσσίας», στὶς βόρειες ἀκτὲς τῆς Μαύρης Θάλασσας. Στὴν ρωσσικὴ αὐτοκρατορία τούς δίνεται ἡ δυνατότητα νὰ εὐδοκιμήσουν οἰκονομικὰ καὶ μορφωτικὰ καὶ νὰ καταλάβουν περίοπτες θέσεις στὸν κρατικὸ μηχανισμὸ καὶ στὸν στρατὸ (κορυφαῖα παραδείγματα ὁ Καποδίστριας καὶ οἱ Ὑψηλάντες).
Ἡ Ρωσσία θὰ ἔχει πρωταγωνιστικὸ ρόλο στὴν δημιουργία τοῦ πρώτου ἡμιαυτόνομου ἑλληνικοῦ κράτους, τῆς «Ἑπτανήσου Πολιτείας» (1800-1807), προσπαθώντας νὰ ἀμβλύνει τὴν αὐξανόμενη ἐπιρροὴ τῶν Γάλλων καὶ τοῦ Ναπολέοντος μεταξὺ τῶν Ἑλλήνων. Ἡ περίοδος αὐτὴ μπορεῖ νὰ ἦταν σύντομη, ἀλλὰ εἶχε κάποιες θετικὲς συνέπειες, ὅπως τὴν τοποθέτηση τοῦ Ἰωάννη Καποδίστρια στὸ ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν τῆς Ρωσσίας. Πολὺ σύντομα, λόγῳ τῆς ἐργατικότητας καὶ τῆς εὐφυΐας του, ὁ Καποδίστριας θὰ ἀναδειχθεῖ σὲ ὑπουργὸ Ἐξωτερικῶν τοῦ τσάρου Ἀλεξάνδρου Α΄, θέση ἀπὸ τὴν ὁποία θὰ ἐργασθεῖ ἀκατάβλητα, μὲ τὴν ἁρμόζουσα γιὰ τὴν θέση του σύνεση, γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς πατρίδας του μέχρι καὶ τὴν τελευταία στιγμή.
Παράλληλα, πολὺ φιλικὰ ἦταν τὰ αἰσθήματα συμπάθειας πρὸς τὸν Ἑλληνισμὸ ὅλων τῶν κοινωνικῶν στρωμάτων τῆς Ρωσσίας. Κυρίαρχο κίνητρο αὐτῶν τῶν αἰσθημάτων ἦταν ἀναμφίβολα ἡ κοινὴ πίστη στὴν Ὀρθοδοξία. Ἡ ρωσσικὴ κοινὴ γνώμη ἔβλεπε ἐπίσης στὸν τουρκικὸ ζυγὸ ἐπὶ τῶν Ἑλλήνων μιὰ ἀναλογία τοῦ ταταρικοὺ ζυγοῦ ἐπὶ τῶν Ρώσσων. Ἔτσι, τόσο ἡ τάξη τῶν εὐγενῶν ὅσο καὶ ὁ ἁπλὸς λαὸς θεωροῦσαν ἐπιβεβλημένη καὶ ἀναμενόμενη τὴν ρωσσικὴ στρατιωτικὴ συνδρομή, γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῶν Ἑλλήνων ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν χριστιανῶν τῶν Βαλκανίων.
Ὁ Καποδίστριας, στὸ «Ὑπόμνημα γιὰ τὴν σημερινὴ κατάσταση τῶν Ἑλλήνων» τὸ 1811, ἐπεσήμανε, ὅσον ἀφοροῦσε την ρωσσικὴ ἐπιρροὴ στὰ ἑλληνικὰ πράγματα, ὅτι «ὁ ἑλληνικὸς λαὸς ὀφείλει τὸ ὄνομά του, τὴν σημερινή του ὕπαρξη καὶ τὶς ἐλπίδες του στὶς γενναιόδωρες εὐεργεσίες καὶ στὴν μεγαλειοτάτη προστασία τῆς ρωσσικῆς Αὐλῆς. Πρὶν ἀπὸ τὸν πόλεμο τοῦ 1769 οἱ κακουχίες καὶ ἡ ἀμάθεια κρατοῦσαν αὐτὸν τὸν λαὸ κοιμισμένο. Ἡ πατρῷα γῆ του, γονιμοποιημένη μὲ θαυμάσιο κλίμα, τὰ μνημεῖα ποὺ βρίσκονται σὲ αὐτήν, ὅλα γύρω ἦταν νεκρά. Ἡ φωνὴ τῆς Αἰκατερίνης Β΄ ἐμφύσησε ἕνα νέο πνεῦμα στὴν ὄμορφη χώρα τῆς Ἑλλάδας καὶ ἐνέπνευσε στοὺς Ἕλληνες τὸ εὐγενὲς αἴσθημα νὰ θεωροῦν τοὺς ἑαυτούς τους ἄξιους τῶν προγόνων τους. Ἀπὸ ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἄρχισε ἡ πνευματικὴ ἀναγέννηση αὐτοῦ τοῦ λαοῦ».
Ὡστόσο, γιὰ τὴν Ἁγία Πετρούπολη, ἡ ἑλληνικὴ κρατικὴ ὀντότητα ποὺ θὰ ἐπρόκειτο νὰ δημιουργηθεῖ μὲ ρωσσικὴ παρέμβαση, δὲν ἦταν βέβαιο ὅτι θὰ ἦταν ἀπολύτως ἀνεξάρτητη. Τὰ γεωστρατηγικὰ συμφέροντα τῆς τσαρικῆς κυβέρνησης ἐπέβαλαν, προφανῶς, σχήματα δορυφορικὰ τῆς Ρωσσίας. Ἡ προοπτική, βεβαίως, τοῦ διαμελισμοῦ τῆς Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας συνέτεινε ὥστε ὅλες οἱ Μεγάλες Δυνάμεις τῆς ἐποχῆς νὰ ἀναπροσαρμόζουν διαρκῶς τὴν στρατηγική τους καὶ ἔτσι νὰ καθυστεροῦν τὶς μοιραῖες γιὰ τοὺς Τούρκους ἐξελίξεις. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ προκάλεσε ἀκόμη καὶ τὴν ἐμφάνιση «παράδοξων» συμμαχιῶν, ὅπως γιὰ παράδειγμα μεταξὺ τῆς Ρωσσίας καὶ τῆς Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας -τὴν «ἀντιναπολεόντεια»- στὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰῶνα, καθὼς καὶ τὴν «ἀντιαιγυπτιακὴ» τὸ 1833.
Σὲ κάθε περίπτωση, τὸ ρωσσικὸ περιβάλλον, ὅπως ἦταν φυσικό, ὑπῆρξε τὸ πλέον εὐνοϊκὸ γιὰ τὴν ἵδρυση τῆς ὀργάνωσης ποὺ θὰ προετοίμαζε τὸν ἐπαναστατικὸ ἀγῶνα. Νὰ σημειωθεῖ ὅτι ὁ σπόρος γιὰ τὴν σύσταση τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας εἶχε πέσει, ἤδη ἀπὸ τὸ 1812, ἀπὸ τὸν Κωνσταντῖνο Ράδο στὴν Μόσχα, καθὼς μεταξὺ τῶν συνεργατῶν του ἦταν οἱ μετέπειτα Φιλικοὶ Σκουφᾶς, Κομιζόπουλος καὶ Ριζάρης .
Τὸ 1814, ἡ Ὀδησσὸς θὰ εἶναι ὁ χῶρος ἀπ’ ὅπου θὰ ξεκινήσει τὴν δράση της ἡ Φιλικὴ Ἑταιρεία. Ἐπρόκειτο γιὰ μία πόλη μὲ πολὺ ἔντονο τὸ ἑλληνικὸ στοιχεῖο, ἰδιαίτερα ἀνάμεσα στοὺς ἐμπόρους, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἤδη συστήσει καὶ ἀνθηρὰ ἑλληνικὰ ἐκπαιδευτικὰ ἱδρύματα. Κεντρικὸ στοιχεῖο τῆς προπαγάνδας τῆς ἑταιρείας γιὰ τὴν στρατολόγηση νέων μελῶν ἦταν ὅτι πίσω ἀπ’ αὐτὴν τὴν κίνηση ἦταν ἡ Ρωσσία καὶ ὁ τσάρος. Ἐπρόκειτο σαφῶς γιὰ μιὰ ἐπινόηση, ποὺ χωρὶς αὐτὴν ἡ ἐπίδραση τῆς Ἑταιρείας θὰ ἦταν ἀναμφίβολα πολὺ μικρότερη. Καὶ αὐτὸ τὸ θεμιτὸ «ψέμα» θὰ συνεχιστεῖ ἀκόμη ἕως καὶ τὴν ἔκρηξη τῆς Ἐπαναστάσεως στὸν Μοριᾶ, καθὼς οἱ Φιλικοὶ διέδιδαν πὼς τὰ ρωσσικὰ πολεμικὰ πλοῖα εἶχαν ἤδη καταφθάσει πρὸς βοήθεια τῶν Ἑλλήνων.
Οἱ ἐπαναστατικὲς προεργασίες τῶν Ἑλλήνων στὴν Ρωσσία θὰ ἔχουν ὄχι ἁπλά τὴν ἀνοχὴ ἀλλὰ καὶ τὴν ἐνεργὸ στήριξη τῶν ρωσσικῶν ἀρχῶν καὶ κορυφαίων παραγόντων τοῦ κρατικοῦ μηχανισμοῦ καὶ τοῦ στρατοῦ. Ἀνάμεσά τους, ὡστόσο, θὰ ξεχωρίσουν τὰ μέλη τῆς μυστικῆς ὀργάνωσης ἀξιωματικῶν τοῦ ρωσσικοῦ στρατοῦ, ποὺ ἔμελλε νὰ γίνουν ἀργότερα γνωστοὶ ὡς «Δεκεμβριστές».
Στὴν πλειοψηφία τους, οἱ ἄνδρες αὐτοὶ εἶχαν ἀριστοκρατικὴ καταγωγή. Μετὰ τὸ 1813, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐκστρατείας κατὰ τοῦ Ναπολέοντος, ἦλθαν σὲ ἄμεση ἐπαφὴ μὲ τὸν δυτικοευρωπαϊκὸ πολιτισμὸ καὶ αὐτὸ τοὺς ἔστρεψε πρὸς τὴν διεκδίκηση κοινωνικῶν καὶ πολιτικῶν φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων στὴν ἴδια τὴν Ρωσσία. Βασικοὶ στόχοι τῶν κινήσεων ποὺ συγκρότησαν, ὅπως ἡ «Ἕνωση Σωτηρίας» (1816), ἡ «Ἕνωση Εὐημερίας» (1818) καὶ ἡ Βόρεια καὶ ἡ Νότια Ἑταιρεία (1821), ἦταν ἡ κατάργηση τῆς ἀπάνθρωπης δουλοπαροικίας καὶ ἡ μεταβολὴ τοῦ πολιτεύματος εἴτε σὲ συνταγματικὴ μοναρχία, ποὺ ὑποστήριζε ἡ «Ἑταιρεία τοῦ Βορρᾶ», εἴτε σὲ δημοκρατία, ποὺ μὲ σθένος διεκδίκησε αὐτὴ τοῦ Νότου.
Ταυτόχρονα, ἐνισχύθηκε ἡ ἀντίληψη γιὰ τὸν μεσσιανικὸ ρόλο ποὺ καλεῖτο νὰ παίξει ἡ Ρωσσία στὴν ἀπελευθέρωση τῶν λαῶν τῆς Εὐρώπης, καὶ εἰδικώτερα τῶν ὁμοδόξων λαῶν τῶν Βαλκανίων. Τὰ βασικὰ στελέχη τῆς «Ἑταιρείας τοῦ Νότου» (ὅπως ἦταν ὁ διοικητὴς τῆς 16ης μεραρχίας τῆς 2ας στρατιᾶς ἀντιστράτηγος Μιχαὴλ Ὀρλώφ, γιὸς τοῦ Φιόντωρ Ὀρλὼφ καὶ στενὸς φίλος τοῦ ὑπασπιστῆ τοῦ τσάρου Ἀλέξανδρου Ὑψηλάντη, καὶ ὁ Πάβελ Πέστελ), ἔβλεπαν τὸ ἑλληνικὸ ζήτημα ὡς μέσον γιὰ τὴν κήρυξη πανευρωπαϊκῆς ἐπανάστασης.
Αὐτὴ θὰ εἶχε ὡς στόχο, μὲ τὴν βοήθεια καὶ τῶν Σλαύων τῆς αὐτοκρατορίας τῶν Ἀψβούργων, τὴν κατάρρευση τῆς Ἱερᾶς Συμμαχίας καί, τελικά, την ἀνατροπή τοῦ τσαρικοῦ καθεστῶτος. Εἰδικώτερα τὸ σχέδιο τοῦ Ὀρλὼφ ἦταν νὰ ἐνισχύσει στρατιωτικὰ τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση, πυροδοτώντας ἔτσι ἕναν ρωσσο-τουρκικὸ πόλεμο, ποὺ θὰ κατέληγε σὲ ἔνοπλη ἐσωτερικὴ ἐξέγερση.
Ὅπως ἔγραφε ὁ ἴδιος ὁ Ὀρλὼφ στὶς 27.6/9.7 τοῦ 1820: «Στὴν Τουρκία ἐπίσης ὑπάρχει ἀνησυχία. Ὁ Ἀλῆ πασᾶς τῶν Ἰωαννίνων λένε ὅτι στὰ 80 χρόνια τῆς ζωῆς του ἔγινε χριστιανὸς καὶ ἀπειλεῖ τοὺς Τούρκους μὲ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Ἑλλάδας. Νὰ ρίχναμε τὴν 16η μεραρχία γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση δὲν θὰ ἦταν καθόλου ἄσχημα. Ἐγὼ διαθέτω 16 χιλιάδες ἐνόπλους, 36 τηλεβόλα καὶ 6 συντάγματα κοζάκων. Αὐτὴ εἶναι ἀστεία ὑπόθεση γιὰ ἐμᾶς». Νὰ σημειωθεῖ ὅτι, τὴν περίοδο αὐτή, ὑπῆρξε ἐπαφὴ τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ μὲ τὴν Αὐλὴ τοῦ τσάρου, μὲ διαμεσολαβητὴ τὸν Γραμματέα τοῦ ρωσσικοῦ προξενείου στὴν Πάτρα Ἰωάννη Παπαρρηγόπουλο, γιὰ συντονισμὸ τῶν κινήσεων.
Τὸ ἑλληνικὸ ζήτημα ἀπασχόλησε πολὺ ἔντονα καὶ τὸν σημαντικώτερο πολιτικὸ νοῦ τῶν Δεκεμβριστῶν καὶ ἡγέτη τῆς «Ἑταιρείας τοῦ Νότου» Πάβελ Ἰβάνοβιτς Πέστελ, ὑπασπιστή τοῦ διοικητῆ τῆς 2ης Στρατιᾶς κόμη Βιτγκενστάϊν. Στὸ σχέδιο μεταβατικοῦ καταστατικοῦ νόμου, τὸ ὁποῖο εἶχε ὀνομάσει «Ρωσσικὴ Ἀλήθεια», συμπεριέλαβε καὶ σχέδιο δημιουργίας τοῦ «Ἑλληνικοῦ Βασιλείου» μὲ τὶς ἀκόλουθες περιοχές: Βλαχία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Σερβία, Βοσνία, Ἀλβανία, Λειβαδιά, Μωριᾶς, Θεσσαλία, Μακεδονία.
Ἡ προετοιμασία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης ἀπὸ τὸν Ὑψηλάντη λαμβάνει χώρα στὴν περιοχὴ τῆς Βεσσαραβίας καὶ τῆς τότε νότιας Ρωσσίας -δηλαδὴ σὲ Κισινιόφ, Ὀδησσό, Ἰσμαήλιο, Ἄκκερμαν-, ὅπου ὄχι μόνον ὑπάρχει ἔντονο ἑλληνικὸ στοιχεῖο, ἀλλὰ ἐκεῖ βρίσκει πλήρη ὑποστήριξη ἀπὸ τὶς διοικητικὲς καὶ στρατιωτικὲς ἀρχές. Τὴν εὐνοϊκή τους διάθεση πρὸς τὴν ἑλληνικὴ ὑπόθεση, μὲ παροχὴ ὁπλισμοῦ, διαβατηρίων καὶ ποικίλων διευκολύνσεων, ἐπιδεικνύουν, παράλληλα μὲ τοὺς συνωμότες ἀξιωματικούς, καὶ οἱ ἀνώτατοι στρατιωτικοὶ καὶ διοικητικοὶ παράγοντες, ὅπως ὁ πληρεξούσιος τοποτηρητὴς τῆς Βεσσαραβίας στρατηγὸς Ἰβὰν Ἰνζώφ, ὁ στρατηγὸς Alexandre-Louis Andrault de Langeron, διοικητὴς τῆς Νέας Ρωσσίας καὶ τῆς Βεσσαραβίας, καὶ ὁ Πάβελ Κισιλιώφ, ἐπιτελάρχης τῆς 2ης ρωσσικῆς στρατιᾶς. Γενικὴ ἦταν ἡ πεποίθηση ὅτι ὁ τσάρος ὑποστήριζε τὶς ἐνέργειες τῶν Ἑλλήνων, καὶ ὅτι ἦταν ὑποχρέωσή τους νὰ τοὺς βοηθήσουν.
Ἡ ἔκρηξη τῆς ἐπανάστασης προκάλεσε τεράστια ἐντύπωση στὴν ρωσσικὴ κοινὴ γνώμη. Ὅταν ἔφθασαν τὰ νέα, «σχεδὸν ὅλη ἡ ρωσσικὴ κοινωνία, ἄνθρωποι μὲ τὶς πιὸ διαφορετικὲς πεποιθήσεις, ἐκδήλωσαν τὴν θερμή τους συμπάθεια στοὺς μαχητὲς τῆς ἐλευθερίας, καὶ ζωηρὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν παροχὴ ἀπὸ τὴν Ρωσσία πραγματικῆς καὶ ἄμεσης βοήθειας πρὸς τοὺς Ἕλληνες». Στὶς τάξεις τοῦ ρωσσικοῦ στρατοῦ ὅλοι ἀνέμεναν τὴν ἔφοδο στὴν Μολδαβία πρὸς βοήθεια τοῦ Ὑψηλάντη, ὁ ὁποῖος εἶχε περάσει τὸν Προῦθο ὡς στρατηγὸς μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Ὀρλώφ. Ὁ Κισιλιώφ, θεωρώντας τὸν πόλεμο μὲ τὴν Τουρκία ἀναπόφευκτο, ξεκίνησε νὰ προετοιμάζει τὴν 2η στρατιὰ γιὰ τὴν ἐκστρατεία. Ὁ ἀντιστράτηγος πρίγκηπας Σεργκέϊ Βολκόνσκι ἔγραψε ὅτι ὁ στρατὸς «βαυκαλιζόταν μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ βαδίσει πέρα ἀπὸ τὸν Δούναβι καὶ νὰ λυτρώσει τοὺς Ἕλληνες ἀπὸ τὶς ἀγριότητες τῶν μουσουλμάνων».
Ταυτόχρονα, αὐξάνονται οἱ αἰτήσεις γιὰ κατάταξη στὶς μονάδες τοῦ ρωσσικοῦ νότου. Ὁ Δεκεμβριστὴς Νικολάϊ Λόρερ, στὶς «Σημειώσεις» του, γράφει ὅτι «πολλοὶ ἀξιωματικοὶ τῆς φρουρᾶς ἄρχισαν νὰ ζητοῦν νὰ καταταχθοῦν σὲ συντάγματα τοῦ στρατοῦ, σκεφτόμενοι ὅτι πλησιάζει ἡ ἐκστρατεία ποὺ εἶχαν ὑπ’ ὄψιν τους γιὰ βοήθεια πρὸς τοὺς Ἕλληνες». Ὁ ἐξόριστος ποιητὴς Ἀλεξάντερ Πούσκιν θὰ γράψει σὲ ἐπιστολή του: «Ἔφθασα στὸ Κισινιὸφ πρὶν ἀπὸ σχετικὰ λίγο καιρὸ καὶ σύντομα θὰ ἐγκαταλείψω τὴν εὐλογημένη Βεσσαραβία: ὑπάρχουν χῶρες ἀκόμη πιὸ εὐλογημένες», ὑπονοώντας ὅτι θὰ πάει νὰ πολεμήσει γιὰ τὴν ἐλευθερία τῆς Ἑλλάδας. Γιὰ νὰ τεθεῖ ἐπικεφαλῆς τοῦ ρωσσικοῦ στρατοῦ γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Ἑλλάδας ἑτοιμαζόταν καὶ ὁ ἥρωας τῶν ναπολεοντείων πολέμων, στρατηγὸς κόμης Ἀλέξανδρος Ὄστερμαν-Τολστόϊ, μέλος τῆς γνωστῆς ἀριστοκρατικῆς οἰκογενείας τῶν Τολστόϊ. Μάθαινε «ἑλληνικὰ καὶ πῆρε γι’ αὐτὸ ὑπασπιστή Ἕλληνα, καὶ τὸ σπίτι του γέμισε μὲ Ἕλληνες ἐμιγκρέδες». Ἀλλὰ καὶ ὁ στρατηγὸς Ἀλεξέϊ Ἐρμόλοφ, ποὺ «διοικοῦσε μία ρωσσικὴ στρατιὰ στὸ μέτωπο τοῦ Καυκάσου, ἐξέφρασε τὴν ἐπιθυμία νὰ ὁδηγήσει τὴν στρατιὰ στὴν Ἑλλάδα, ὥστε νὰ βοηθήσει τοὺς Ἕλληνες στὸν ἀγῶνα τους γιὰ ἐθνικὴ ἀπελευθέρωση».
Παρ’ ὅλα αὐτά, οἱ ἐλπίδες ὅλων καί, κυρίως, τῶν ἴδιων τῶν ἐπαναστατῶν, θὰ διαψευσθοῦν οἰκτρά. Ἐνῶ ὁ Ὑψηλάντης ἀπὸ τὸ Ἰάσιο θὰ βεβαιώνει στὴν διακήρυξή του τοὺς Ἕλληνες «Κινηθεῖτε, ὦ φίλοι, καὶ θέλετε ἰδῆ μίαν κραταιὰν δύναμιν νὰ ὑπερασπισθῇ τὰ δίκαιά μας!», ἐννοώντας τὴν Ρωσσία, ὁ Ἀλέξανδρος Α΄ ἀπὸ τὸ Laibach, ποὺ συνεδρίαζε ἡ Ἱερὰ Συμμαχία, θὰ εἶναι ἀπόλυτα ἀπορριπτικός. Ὁ τσάρος ἀποκήρυξε καὶ τὴν Ἐπανάσταση καὶ τὸν Ὑψηλάντη, πιστεύοντας ὅτι τὸ κίνημα τοῦ ὑπασπιστῆ του ὑπονόμευε τὸ μέγα ἔργο τῆς εἰρήνης ποὺ εἶχε ἐπιτευχθεῖ. Ἡ ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συμμαχίας, ὡστόσο, μὲ τὴν ἀποφασιστικὴ συμβολὴ τοῦ Καποδίστρια καὶ προφανῶς μὲ τὴν σύμφωνη γνώμη τοῦ προϊσταμένου του, δὲν προέβλεπε τὴν βίαιη καταστολὴ τῆς ἐπανάστασης, ὅπως συνέβη σὲ Ἱσπανία καὶ Ἰταλία.
Ἡ ἀλλόκοτη ἀπόφαση τοῦ Ἀλεξάνδρου, ποὺ καταφανῶς ἀντιστρατευόταν τὰ συμφέροντα καὶ τὶς χρόνιες ἐπιδιώξεις τῆς Ρωσσίας, μπορεῖ νὰ δικαιολογηθεῖ ἀπὸ μιὰ σειρὰ πιθανῶν αἰτιῶν:
α. Τὴν οἰκονομικὴ δυσχέρεια τῆς χώρας, ἔπειτα ἀπὸ μακροχρόνιους πολέμους, ποὺ τὴν εἶχαν ἐξαντλήσει.
β. Τὴν ὁλοένα καὶ μεγαλύτερη ἐπιρροὴ ποὺ ἀσκοῦσε στὸν τσάρο ἡ Γερμανίδα βαρώνη Juliane von Krüdener, ποὺ τοῦ ἐμφυσοῦσε ἕναν ἀντιδραστικὸ μυστικισμὸ καὶ τὴν πεποίθηση ὅτι ἦταν ὁ σωτῆρας τοῦ κόσμου, ἐνῶ ταυτόχρονα τὸν ἀπομάκρυνε ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησία.
γ. Τὴν σοβαρὴ στάση ποὺ ἐκδηλώθηκε τὸ 1820 στὸ ἐπίλεκτο σύνταγμα τῆς αὐτοκρατορικῆς φρουρᾶς «Σεμιόνοφσκι».
δ. Τὶς αὐξανόμενες ἀγροτικὲς ἐξεγέρσεις σὲ ἀρκετὰ σημεῖα τῆς ρωσσικῆς ἐπικράτειας.
ε. Τὸν ψυχικὸ φόρτο τοῦ τσάρου ἀπὸ τὶς τεράστιες ἀνθρώπινες ἀπώλειες τῶν ναπολεοντείων πολέμων.
στ. Τὸν φόβο τοῦ Ἀλεξάνδρου ὅτι ἕνας πόλεμος μὲ τὴν Ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία θὰ μποροῦσε νὰ ἐπιφέρει σειρὰ ἐξεγέρσεων στὴν Εὐρώπη, ποὺ θὰ ἐνέπλεκαν καὶ τὴν Ρωσσία.
ζ. Τὴν πεποίθηση τοῦ τσάρου ὅτι ὅλα τὰ ἐπαναστατικὰ κινήματα, μηδὲ τοῦ ἑλληνικοῦ ἐξαιρουμένου, ἦταν ὀργανωμένα ἀπὸ μία μυστικὴ «ἐπιτροπή», μὲ ἕδρα τὸ Παρίσι, ποὺ σκόπευε νὰ ἀνατρέψει τὴν «ἱερὴ» τάξη τῶν πραγμάτων, τῆς ὁποίας πίστευε ὅτι ἦταν ὁ θεματοφύλακας. Ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Καποδίστριας διηγεῖτο, ὁ τσάρος τοῦ εἶχε πεῖ ὅτι «ἐὰν ἐμεῖς ἀπαντήσουμε στοὺς Τούρκους μὲ πόλεμο, ἡ γενικὴ ἐπιτροπὴ τῶν Παρισίων θὰ θριαμβεύσει, καὶ καμμία κυβέρνηση δὲν θὰ παραμείνει ὄρθια. Δὲν εἶμαι διατεθειμένος νὰ δώσω ἐλευθερία στοὺς ἐχθροὺς τῆς τάξης. Πρέπει πάσῃ θυσίᾳ νὰ βροῦμε τρόπο νὰ ἀποφύγουμε τὸν πόλεμο μὲ τὴν Τουρκία».
Ἡ ἀποκήρυξη τῆς Ἐπανάστασης ἀπὸ τὸν τσάρο προκάλεσε κατάπληξη καὶ γενικὴ δυσαρέσκεια. Πραγματοποιήθηκαν ἀκόμη καὶ ὀργανωμένες διαμαρτυρίες, καθὼς «μόλις πέρασε τὰ ρωσσικὰ σύνορα, ἄρχισε νὰ συναντᾶ σὲ κάθε του βῆμα διαδηλώσεις ὑπὲρ τῶν Ἑλλήνων». Ἡ πίεση πρὸς τὸν τσάρο θὰ ἐνταθεῖ μὲ τὴν διαρκῆ ροὴ προσφύγων ἀπὸ τὸν ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία, ποὺ κατέφευγαν στὴν Ρωσσία γιὰ νὰ γλυτώσουν ἀπὸ τὶς τουρκικὲς διώξεις, τὴν ἔλευση τῶν ἡττημένων στρατιωτῶν τοῦ Ὑψηλάντη καί, κυρίως, μὲ τὸν ἀπαγχονισμὸ τοῦ Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄. Τὸ σκήνωμα τοῦ Πατριάρχη θὰ μεταφερθεῖ ἀπὸ τὸν Κεφαλλονίτη πλοίαρχο Νικόλαο Σκλάβο στὴν Ὀδησσό. Ἐκεῖ, στὸν Ναὸ τῆς Ἁγίας Τριάδoς, θὰ γίνει ἡ ἐξόδιος ἀκολουθία καὶ θὰ ἐκφωνηθεῖ ὁ ἐπικήδειος ἀπὸ τὸν Κωνσταντῖνο Οἰκονόμου ἐξ Οἰκονόμων. Ὁ λόγος θὰ μεταφραστεῖ στὰ ρωσσικὰ καὶ θὰ κυκλοφορήσει σὲ ὅλη τὴν χώρα, προκαλώντας τεράστια ἐντύπωση.
Οἱ ρωσσο-τουρκικὲς σχέσεις, τὸ θέρος τοῦ 1821, θὰ βρεθοῦν κυριολεκτικὰ στὴν κόψη τοῦ ξυραφιοῦ. Ἡ ρωσσικὴ κοινὴ γνώμη πίεζε γιὰ ἐπίδειξη ἀποφασιστικότητας, πιστεύοντας ὅτι οἱ Τοῦρκοι ἔπρεπε νὰ τιμωρηθοῦν, βάσει καὶ τῆς συνθήκης τοῦ Κιουτσούκ-Καϊναρτζή, γιὰ τὶς σφαγὲς ποὺ διαπράττουν κατὰ τῶν ὁμόδοξων Ἑλλήνων.
Ὁ τσάρος, φοβούμενος πάντοτε μήπως μὲ μονομερεῖς ἐνέργειες διασπάσει τὴν «Ἱερὰ Συμμαχία» καὶ τὸν χριστιανικὸ κόσμο, θὰ ἐπιχειρήσει νὰ πείσει καὶ τὶς ἄλλες μεγάλες δυνάμεις νὰ διαμαρτυρηθοῦν ἀπὸ κοινοῦ στοὺς Τούρκους. Οἱ ὑπόλοιποι, ὅμως, ἀπέρριψαν τὸ σχέδιο κοινῆς καταδίκης τῆς δολοφονίας τοῦ Πατριάρχη, ἀλλὰ καὶ τὴν κοινὴ ἀποστολὴ πλοίων στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ τὴν προστασία τοῦ χριστιανικοῦ πληθυσμοῦ. Ὁ πρέσβης Στρόγκανωφ, ἀηδιασμένος ἀπὸ αὐτὴν τὴν στάση, ἰδιαίτερα τοῦ πρέσβεως τῆς Βρετανίας ὑποκόμη Strangford, λέγεται ὅτι τοῦ εἶπε πὼς «τὸ ὄνομά του θὰ ἔμενε στὴν αἰωνιότητα κηλιδωμένο μὲ αἷμα». Οἱ εὐρωπαϊκὲς δυνάμεις, ὅμως, δὲν ἐπιθυμοῦσαν σὲ καμμία περίπτωση ἕναν ρωσσο-τουρκικὸ πόλεμο, ποὺ θὰ ἄλλαζε διὰ παντὸς τοὺς συσχετισμούς, καὶ γι’ αὐτὸ «ἦταν προφανῶς ἐπιθυμητὸ νὰ καταφέρει ὁ σουλτᾶνος —τὸ συντομώτερο καὶ ὅσο τὸ δυνατὸν πιὸ ἀπερίσπαστος- νὰ ἀποκαταστήσει τὴν τάξη στοὺς κόλπους τῶν ἀνυπότακτων ὑπηκόων του ποὺ ἰσχυρίζονταν ὅτι εἶχαν τὴν ὑποστήριξη τῆς Ρωσσίας».
Ὁ Ἀλέξανδρος ἀναγκάστηκε, τὸν Ἰούλιο τοῦ 1821, νὰ ἀποστείλει ἕνα αὐστηρὸ τελεσίγραφο πρὸς τὸν σουλτᾶνο, τὸ ὁποῖο εἶχε συντάξει ὁ Καποδίστριας. Σὲ αὐτὸ ἀναγραφόταν ὅτι, ἂν ἡ Τουρκία δὲν ἀποδεχόταν τὶς ἀπαιτήσεις τῆς Ρωσσίας, τότε αὐτὴ θὰ ὑποστήριζε τοὺς Ἕλληνες «συμφώνως μὲ ὅλον τὸν χριστιανισμόν». Ὁ ὑπόλοιπος «χριστιανισμὸς» ὡστόσο ἀδιαφόρησε καί, ἐνῶ οἱ Τοῦρκοι συνέλαβαν τὸν τραπεζίτη τῆς ρωσσικῆς πρεσβείας μὲ τὴν ὑποψία ὅτι χρηματοδοτοῦσε τοὺς Ἕλληνες ἐπαναστάτες, ἡ ἀργοπορημένη ἀπάντηση τῆς Πύλης εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα μόνον τὴν ἀνάκληση τοῦ Στρόγκανωφ. Οἱ Τοῦρκοι θὰ προχωρήσουν ἐπίσης στὴν κατάσχεση πλοίων ποὺ ἔφεραν τὴν ρωσσικὴ σημαία, γιὰ νὰ ἐμποδιστεῖ ἡ μεταφορὰ τῶν σιτηρῶν στοὺς ἐπαναστάτες.
Σὲ αὐτὸ τὸ τεταμένο κλίμα, ἕνας ρωσσοτουρκικὸς πόλεμος ἦταν καὶ πάλι πολὺ πιθανός. Ὁ τσάρος, ὅμως, καὶ πάλι δὲν τόλμησε, καθὼς «μιὰ ἀσήμαντη ἐπαναστατικὴ κίνηση στὴν Πολωνία, τὴν ὁποία θὰ διογκώσει ἔντεχνα ἡ αὐστριακὴ προπαγάνδα, καὶ οἱ σχετικὲς διαβεβαιώσεις τοῦ ἴδιου τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ τσάρου, τοῦ μεγάλου δούκα Κωνσταντίνου, ὅτι τυχὸν πολεμικὴ ἐνέργεια ἐναντίον τῆς Τουρκίας θὰ προκαλοῦσε ἐπανάσταση στὴν Πολωνία, ἐνταφίασαν τὰ σχέδια τοῦ Καποδίστρια» γιὰ μιὰ ρωσσικὴ ἐπίθεση. Ἀντιθέτως, στὴν Ρωσσία ἐξακολούθησαν νὰ ἰσχύουν ἀπαγορεύσεις γιὰ τοὺς Ἕλληνες, ὅπως ἡ ἀποστολὴ ὁπλισμοῦ καὶ ἐθελοντῶν πρὸς τὴν Ἑλλάδα -ἀκόμη καὶ ὁ Δημήτριος Ὑψηλάντης ἔφυγε ἀπὸ τὴν Ρωσσία μὲ πλαστὰ χαρτιά. Ἀπαγορεύθηκε ἀκόμη, μὲ ἐντολὴ τοῦ ἴδιου τοῦ τσάρου, ἡ διάδοχος ὀργάνωση τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας, ἡ «Γραικικὴ Φιλανθρωπικὴ Ἑταιρεία». Ἐπίσης, ἀπαγορεύθηκε ἡ συμμετοχὴ Ρώσσων ἐθελοντῶν στὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ἀνάμεσα στὶς τόσες ἑκατοντάδες Φιλελλήνων ποὺ πολέμησαν στὴν ἐπανάσταση, καταγράφεται μόνον ἕνας Ρῶσσος, ὁ Νικολάϊ Ράϊκο, ὁ ὁποῖος φημολογεῖτο ὅτι ἦταν νόθος γιὸς τοῦ Ἀλεξέϊ Μπομπρίνσκυ, τέκνου τῆς Αἰκατερίνης Β΄ καὶ τοῦ εὐνοουμένου της Γκριγκόρι Ὀρλώφ. Ὁ Ράϊκο πολέμησε γενναῖα καθ’ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς Ἐπανάστασης, χωρὶς νὰ πάρει ποτὲ ἀμοιβή, διετέλεσε φρούραρχος στὸ Παλαμήδι καὶ στὴν Πάτρα, καθὼς καὶ διοικητὴς τῆς Σχολῆς Εὐελπίδων καὶ ἀρχηγὸς τοῦ πυροβολικοῦ.
Ἀκόμη καὶ ὅταν τὸν Μάρτιο τοῦ 1822 τὰ νέα τῆς σφαγῆς τῆς Χίου θὰ συγκλονίσουν ὁλόκληρη τὴν Εὐρώπη, καὶ κάθε στρατιωτικὴ ἐνέργεια κατὰ τῶν Τούρκων θὰ εἶχε τὴν ἐπικρότηση τῆς πλειοψηφίας τῆς εὐρωπαϊκῆς κοινῆς γνώμης, ὁ Ἀλέξανδρος δίστασε. Ὡς συνέπεια αὐτῆς τῆς στάσης καὶ τοῦ παραγκωνισμοῦ του, ὁ Καποδίστριας ἀποχώρησε ἀπὸ τὴν θέση τοῦ ὑπουργοῦ Ἐξωτερικῶν. Στὴν Βερόνα, τὸ ἴδιο ἔτος, θὰ σημειωθεῖ ἡ τελευταία νίκη τοῦ Μέττερνιχ, καθὼς ὁ Ἀλέξανδρος ἐπέμεινε νὰ ὑποστηρίζει τὶς ἀντιδραστικὲς θέσεις του.
Ἡ Ρωσσία, πλέον, εἶχε χάσει διὰ παντὸς τὴν εὐκαιρία νὰ καθορίσει αὐτή, μόνη της, τὴν πορεία τῶν ἐξελίξεων στὰ Βαλκάνια. Ἄν ὁ τσάρος εἶχε ἀποδειχθεῖ, στὴν κρίσιμη πρώτη φάση τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, πιὸ ἀποφασιστικός, οἱ ἱστορικὲς ἐξελίξεις θὰ ἦταν τελείως διαφορετικές. Αὐτὸ ἀφορᾶ, ὁπωσδήποτε, τὰ ὅρια τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους ποὺ θὰ δημιουργεῖτο, ὅποιος καὶ ἂν ἦταν ὁ βαθμὸς ἀνεξαρτησίας του, ἀλλὰ καὶ στὸν γεωπολιτικὸ καὶ πολιτισμικό του προσανατολισμό. Οἱ συνθῆκες, ὅμως, σύντομα θὰ ἀλλάξουν, καὶ ἡ βασικὴ αἰτία ποὺ θὰ ἀλλάξει τὰ δεδομένα ἦταν ἡ ἀναπάντεχη ἀντοχὴ τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης. Σὲ πεῖσμα ὅλων τῶν προβλέψεων καὶ τῶν ἐπιθυμιῶν τῶν ἐχθρῶν τους, οἱ σκληροτράχηλοι ἀγωνιστὲς τοῦ ’21 ἄντεξαν, δείχνοντας ὅτι μποροῦσαν μόνοι τους, χωρὶς κανένα ξένο στήριγμα, νὰ κερδίσουν τὴν ἐλευθερία τους, καὶ γιὰ δύο χρόνια κατήγαγαν περίφημες νῖκες ποὺ θὰ τοὺς δοξάσουν παντοῦ.
Στὴν Ρωσσία, ἡ φήμη τῶν Ἑλλήνων πολεμιστῶν θὰ διαχυθεῖ ἀκόμη καὶ στὰ λαϊκὰ στρώματα. Στὸ Ἱστορικὸ Μουσεῖο τῆς Μόσχας ὑπάρχουν «περίφημα ἐκθέματα, βγαλμένα ἀπὸ τὰ χέρια δουλοπάροικων χωρικῶν. Ἐδῶ βλέπει κανεὶς καὶ χρωμολιθογραφίες μὲ παραστάσεις μαχῶν ἀνάμεσα στοὺς Ἕλληνες καὶ στοὺς Τούρκους, καὶ πορτραῖτα ἡρώων τοῦ ἑλληνικοῦ ἐθνικοαπελευθερωτικοῦ πολέμου». Τὴν ἀτμόσφαιρα τῆς ἐποχῆς ἀποτυπώνει καὶ ὁ περίφημος συγγραφέας Νικολάϊ Γκόγκολ στὸ μυθιστόρημά του «Νεκρὲς Ψυχές», ποὺ ἐκδίδεται τὸ 1842: «Ὁ Τσίτσικοφ, ἀφοῦ κάθισε, ἔριξε μιὰ ματιὰ στοὺς πίνακες ποὺ ὑπῆρχαν στοὺς τοίχους. Ὅλοι οἱ πίνακες ἀπεικόνιζαν ὁλόσωμους ἥρωες τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης: τὸν Μαυροκορδᾶτο, ἐπιβλητικό, μὲ τὸ κόκκινο παντελόνι τῆς στολῆς του καὶ τὰ γυαλιά του, τὸν Μιαούλη καὶ τὸν Κανάρη.[…] Ἀμέσως μετὰ ἦταν μιὰ γυναῖκα, ἐπίσης ἡρωίδα τῆς ἑλληνικῆς ἐπανάστασης, ἡ Μπουμπουλίνα». Τὸν ἡρωικὸ ἀγῶνα τῶν Ἑλλήνων ὑμνοῦν, σὲ ἕνα πνευματικὸ κλίμα νεοκλασσικισμοῦ καὶ ρομαντισμοῦ, ἐπηρεασμένοι κι ἀπὸ τὸν Μπάϋρον, ὅλοι σχεδὸν οἱ μεγάλοι ποιητὲς τῆς Ρωσσίας αὐτὴν τὴν περίοδο: Πούσκιν, Κιουχελμπέκερ, Καπνίστ, Ραγιέφσκι, Τουμάνσκι, Γκλίνκα, Ριλέγιεφ, Σόμοφ, Γκριγκόριεφ, Κοζλόφ.
Τὸ κῦμα αὐτὸ τῆς ἀλληλεγγύης θὰ ἐκφρασθεῖ, ὅμως, σὲ μιὰ ἄνευ προηγουμένου ἐκστρατεία συγκέντρωσης χρημάτων πρὸς ἐνίσχυση τῶν χιλιάδων Ἑλλήνων προσφύγων -40.000 πρόσφυγες ἀπὸ τὴν Μολδαβία καὶ 12.000 ἀπὸ ἄλλα σημεῖα εἰσόδου- καὶ τὴν ἐξαγορὰ αἰχμαλώτων. Ἐπικεφαλῆς τοῦ ἐράνου θὰ εἶναι ὁ πρίγκηπας Ἀλέξανδρος Γκολίτσιν, ὑπουργὸς Παιδείας τῆς κυβέρνησης καὶ ἀπὸ τοὺς κορυφαίους φιλέλληνες τῆς Ρωσσίας, ὁ ὁποῖος ἤδη ἀπὸ τὸν Αὔγουστο τοῦ 1821 ἔγραψε γιὰ τὴν ἐπιθυμία «νὰ συνδράμουμε τὰ τέκνα αὐτῆς τῆς χώρας ποὺ ἔθρεψε τὸν διαφωτισμὸ στὴν Εὐρώπη καὶ ἀπέναντι στὴν ὁποία ἡ Ρωσσία ἔχει ἀκόμη μεγαλύτερο χρέος, ἀφοῦ ἀπὸ αὐτὴν δανείστηκε τὸν διαφωτισμὸ τῆς πίστης, ἡ ὁποία ἑδραίωσε ἀκλόνητα τὸ σωτήριο λάβαρο τῶν Εὐαγγελίων πάνω στὰ ἐρείπια τοῦ παγανισμοῦ». Γενναιόδωρες προσφορὲς θὰ κάνουν ὁ ἴδιος ὁ τσάρος, ἡ μητέρα του, ἡ τσαρικὴ αὐλὴ καὶ ὁ στρατός. «Συνεισφορὲς ἔρχονταν ἀκόμα καὶ ἀπὸ χωρικοὺς ἀπομακρυσμένων ἀγροτικῶν κοινοτήτων, ὅπου καταγράφονταν συγκινητικὲς δωρεὲς ἀκόμα καὶ μόλις δέκα καπικίων […] στὸ τέλος τῆς δεκαετίας ἡ Ρωσσία εἶχε συγκεντρώσει ἀρκετὰ ἑκατομμύρια ρούβλια γιὰ τοὺς Ἕλληνες». Μεγάλο μέρος τοῦ ποσοῦ αὐτοῦ δόθηκε ἀργότερα στὸν Καποδίστρια, ὅταν εἶχε ἀναλάβει ὡς Κυβερνήτης τῆς Ἑλλάδος, γιὰ τὴν ἀνασυγκρότηση τῆς χώρας.
Τὸ κῦρος τοῦ Ἀλεξάνδρου, λόγῳ τῆς ἀτολμίας του ἀπέναντι στοὺς Τούρκους, εἶχε τρωθεῖ σὲ μεγάλο βαθμό. Ἡ ἐμπιστοσύνη τῆς κοινωνίας, ἀκόμη καὶ τῶν ἀνωτέρων στρωμάτων, πρὸς τὴν ἡγεσία τῆς χώρας εἶχε μειωθεῖ, ὅπως προκύπτει καὶ ἀπὸ σχετικὲς μαρτυρίες. Ὁ διπλωμάτης καὶ συγγραφέας Σεργκέϊ Μπουλγκάκωφ ἔγραφε: «Τί λέει ἡ αὐλή μας γι’ αὐτό; Ἄραγε θὰ ἀφήσουμε νὰ πέσουν θύματα οἱ φτωχοὶ Ἕλληνες; Αὐτὸ δὲν εἶναι ἱστορία τοῦ Ναπολέοντα, αὐτὸ δὲν εἶναι ραδιουργία τῶν τεσσάρων ἀπατεώνων, ἀλλὰ εἶναι πόθος ἑνὸς ὁλόκληρου λαοῦ. Καὶ τοὺς μαύρους ὑποστηρίζουν ὅλες οἱ δυνάμεις, ἆραγε οἱ Ἕλληνες εἶναι χειρότεροι ἀπὸ τοὺς μαύρους;» Ὁ δεκεμβριστὴς Ζαβαλίσιν θὰ γράψει ὅτι ἡ ἄποψη ὅλων ἦταν ὅτι ἡ ἐξωτερικὴ πολιτικὴ «ντροπιάζει τὸ λαϊκὸ αἴσθημα μὲ τὴν ταπείνωση τῆς Ρωσσίας νὰ γίνεται ἀσυνείδητα ὄργανο τοῦ Μέττερνιχ». Ὁ ἀντιστράτηγος, ὀπαδὸς τοῦ οὐτοπικοῦ σοσιαλισμοῦ, Μιχαὴλ Φονβίζιν ἔγραφε γιὰ τὴν «γενικὴ ἀγανάκτηση τῶν Ρώσσων ἐνάντια στὸν Ἀλέξανδρο A΄ γιὰ τὴν ἀπάνθρωπη ἀδιαφορία του πρὸς τοὺς ὁμόδοξους Ἕλληνες ποὺ ἔπασχαν, οἱ ὁποῖοι δικαιωματικὰ περίμεναν ἀπ’ αὐτὸν ὄχι μόνον ἐκδήλωση συμπάθειας, ἀλλὰ καὶ κρατικὴ βοήθεια, πολὺ περισσότερο ποὺ ἀπὸ τὰ παλιὰ χρόνια ἡ Ρωσσία ξεσήκωσε τοὺς Ἕλληνες ἐνάντια στοὺς καταπιεστές τους καὶ τοὺς ὑποσχέθηκε τὴν ἀνεξαρτησία».
Ἡ ἐσωτερικὴ πίεση θὰ ἀποτελέσει ἕναν ἀπὸ τοὺς λόγους ποὺ θὰ ὠθήσουν τὸν τσάρο ἀπὸ τὸ 1823 νὰ ἀλλάξει στάση ὡς πρὸς τὸ ἑλληνικὸ ζήτημα. Ἀλλὰ δὲν θὰ εἶναι ὁ μόνος. Ἡ τσαρικὴ αὐλὴ διαπιστώνει ὅτι πλέον ὑπάρχει ἐνεργότερη ἀγγλικὴ ἀνάμειξη στὰ ἑλληνικὰ πράγματα, ἡ ὁποία, μάλιστα, εἶχε βρεῖ σημαντικὰ ἐρείσματα μεταξὺ κάποιων Ἑλλήνων. Μεταξὺ αὐτῶν ποὺ στρέφονται πρὸς τὴν Ἀγγλία εἶναι καὶ μερικοὶ ποὺ ἦταν ἕως τότε ὑπὸ τὴν ρωσσικὴ εὔνοια, ὅπως ὁ Ἰγνάτιος Οὐγγροβλαχίας καὶ ὁ Ἀλέξανδρος Μαυροκορδᾶτος, οἱ ὁποῖοι τελικῶς θὰ ἡγηθοῦν τῆς προσέγγισης μὲ τὴν Ἀγγλία καὶ μάλιστα μὲ ἀντιρωσσικὴ δικαιολογητικὴ βάση. Ὁ πυρῆνας τοῦ σχεδίου τους ἦταν ἡ δημιουργία μιᾶς ἑλληνικῆς κρατικῆς ὀντότητας, ἡ ὁποία, ἐντὸς τῆς ἀγγλικῆς σφαίρας ἐπιρροῆς, θὰ συνέδραμε τὴν Ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία στὴν ἀναχαίτιση τῆς Ρωσσίας. Ὅπως ἔγραψε ὁ Ἰγνάτιος Οὐγγροβλαχίας στὶς 5/17 Δεκεμβρίου 1823 πρὸς τὸν Μαυροκορδᾶτο: «Ἡ Τουρκία δὲν ἠμπορεῖ νὰ βασταχθῆ πολὺν καιρόν, καὶ οὔτε νὰ χρησιμεύση εἰς τὸ ἑξῆς ὡς φράκτης πρὸς τὴν Ρωσσίαν, ὡς ἐπεθύμει ἡ Εὐρώπη, ἐξ ἐναντίας εἶναι φανερὸν ὅτι θέλει καταπλακωθῆ μίαν ἡμέραν ἀπὸ τὴν Ρωσσίαν, χωρὶς νὰ λάβωσι καιρὸν οἱ ἄλλοι νὰ ἀντισταθῶσι. Τὸ νὰ συστηθῆ μία νέα διοίκησις εἰς τὴν Ἑλλάδα ἀπὸ νέον λαόν, ὅστις ἔδειξε σημεῖα ἀνδρείας καὶ εἶναι καὶ θαλασσινὸς ἐν ταυτῷ λαός, ὅσον μικρὰ καὶ ἂν εἶναι αὐτὴ ἡ διοίκησις, βοηθουμένη ἐν καιρῷ ἀπὸ τοὺς Ἄγγλους καὶ ἀπὸ ἄλλας δυνάμεις, ἀρκεῖ νὰ ἐμποδίση τὸ ἐξάπλωμα τῶν Ρώσσων. Καὶ τῷ ὄντι οἱ Ἕλληνες, ὅταν γενῶσι μίαν φορὰν ἐλεύθεροι καὶ ἀνεξάρτητοι ἂν τοὺς συμφέρει νὰ βοηθήσωσιν εἰς περίστασιν καὶ τοὺς Τούρκους, διὰ νὰ τοὺς ἔχωσιν ὡς φράκτην μεταξὺ των καὶ τῆς Ρωσσίας, θέλουν τὸ κάμει…». Ἡ θέση αὐτὴ θὰ ὁδηγήσει στὰ «δάνεια τῆς ἀνεξαρτησίας» καὶ στὴν «πράξη ὑποτέλειας» τὸ 1825.
Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι τὴν ἰδέα τῆς δημιουργίας ἑνὸς φιλικοῦ πρὸς τὴν Ἀγγλία ἑλληνικοῦ κράτους εἶχε ἤδη διατυπώσει ἀπὸ τὸ 1815 ὁ ταγματάρχης τότε Ρίτσαρντ Τσώρτς, σὲ ἕνα ὑπόμνημά του πρὸς τὴν βρεταννικὴ ἀντιπροσωπεία στὴν συνδιάσκεψη τῆς Βιέννης. Σὲ αὐτὴν ἔγραφε ὅτι: «παρατήρησε ὅτι τὸ κράτος ποὺ θὰ εἶχε στὸν ἔλεγχό του τὰ νησιὰ τοῦ Ἰονίου θὰ ἐπηρέαζε τελικὰ καὶ τὴν τύχη τῆς Ἑλλάδας καὶ ὅτι, καθὼς τὸ ἑλληνικὸ ἔθνος εἶχε στὴν κατοχή του περίπου 500 πλοῖα, ἡ δύναμη ποὺ θὰ ἀσκοῦσε ἐπιρροὴ στὴν ἀνεξάρτητη Ἑλλάδα θὰ κυριαρχοῦσε τελικὰ σὲ ὁλόκληρο τὸν χῶρο τοῦ Λεβάντε. Ἄν ἡ Ἀγγλία δὲν ἀποφάσιζε νὰ παίξει τὸν ρόλο τῆς προστάτιδας τῶν Ἑλλήνων, τότε τὴ θέση της θὰ τὴν ἔπαιρνε ἡ Ρωσσία».
Ἕνας ἀκόμη λόγος ποὺ ἔκανε ἐπιτακτικὴ τὴν ἐπείγουσα ἀνάμειξη τῆς Ρωσσίας, ὥστε νὰ βρεθεῖ λύση στὴν σύγκρουση Ἑλλήνων καὶ Τούρκων, ἦταν ἡ τεράστια ζημία τοῦ ρωσσικοῦ ἐμπορίου ἀπὸ τὰ ἐμπόδια στὴν ναυσιπλοΐα στὴν Μαύρη Θάλασσα καὶ στὸ Αἰγαῖο καὶ τὴν ἀπουσία τῶν ἑλληνικῶν πλοίων καὶ ναυτικῶν ἀπὸ τὸ ρωσσικὸ ναυτικό. Οἱ ἀπώλειες ποὺ προξένησε ὁ ἑλληνο-τουρκικὸς πόλεμος στὸ ἐμπόριο τῆς Ὀδησσοῦ καὶ γενικὰ τῆς Νότιας Ρωσσίας ἦταν τεράστιες. Τὸ 1828 θὰ φθάσουν τὰ 3 ἑκατομμύρια ρούβλια. Ὅπως θὰ παραδεχθεῖ τὸ 1824 ὁ ὑπουργὸς Ἐξωτερικῶν τῆς Ρωσσίας καὶ ἕως τότε φανατικὸς ὑποστηρικτὴς τῆς ρωσσικῆς ἀποχῆς ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση, Nesselrode: «Στὰ τριάντα χρόνια ποὺ πέρασαν, οἱ Ἕλληνες ἦταν οἱ πιὸ χρήσιμοι πράκτορες γιὰ τὸ ἐμπόριό μας στὴν Μαύρη θάλασσα. Ἄν ἡ ἐπανάσταση συνεχιστεῖ, οἱ ἐμπορικές μας σχέσεις μὲ αὐτοὺς θὰ παραλύσουν καὶ θὰ διακοποῦν ἀναπόφευκτα. Ἄν οἱ Τοῦρκοι ὑποτάξουν τὴν Ἑλλάδα, τότε ὅποιος μελετήσει τ’ ἀποτελέσματα τῆς νίκης ποὺ θὰ σημειώσουν οἱ Ὀθωμανοὶ θὰ συμφωνήσει πὼς αὐτές [σσ: οἱ ἐμπορικὲς σχέσεις] θὰ ἐκμηδενιστοῦν καὶ θὰ καταστραφοῦν ὁπωσδήποτε… Ἡ Ρωσσία δὲ μπορεῖ νὰ δεχτεῖ τὶς συνέπειες μιᾶς παρόμοιας κατάστασης πραγμάτων».
Ἡ ἀλλαγὴ τῆς τσαρικῆς πολιτικῆς στὸ ἑλληνικὸ ζήτημα θὰ καταγραφεῖ ἀρχικῶς στὴν συνάντηση τοῦ Τσέρνοβιτς τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1823, ποὺ ἀποτέλεσε τὴν ἀπαρχὴ «τῆς διάλυσης τῆς Ἱερᾶς Συμμαχίας, ἐξέλιξη στὴν ὁποία ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση συνέβαλε περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο συμβάν». Τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1824 ἡ Ρωσσία ἔστειλε ἕνα ὑπόμνημα στὶς ἄλλες δυνάμεις τῆς Πενταπλῆς Συμμαχίας, μὲ τὸ ὁποῖο πρότεινε τὴν διαίρεση τῆς Ἑλλάδας σὲ τρία αὐτόνομα πριγκιπᾶτα ὑπὸ ὀθωμανικὴ ἐπικυριαρχία: ἡ Πελοπόννησος (ἴσως μαζὶ μὲ τὴν Κρήτη), ἡ ἀνατολικὴ ἠπειρωτικὴ χώρα μαζὶ μὲ τὴν Θεσσαλία καὶ τὴν δυτικὴ ἠπειρωτικὴ χώρα, ἐνῶ στὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου θὰ ἀναγνωριζόταν αὐτοδιοίκητο. Τὰ ἄλλα μέρη ἀντιλήφθηκαν τὴν ἐπιδίωξη τοῦ τσάρου νὰ δημιουργήσει ἀκόμη τρία κράτη δορυφόρους, ἐπὶ τῶν ὁποίων θὰ ἔχει διαρκῶς τὴν δυνατότητα παρεμβάσεων. Γι’ αὐτὸ ἴσως ὁ Μέττερνιχ ἢ ὁ Κάνινγκ, τὸν Μάϊο τοῦ 1824, διέρρευσαν τὸ ρωσσικὸ μνημόνιο σὲ μιὰ παρισινὴ ἐφημερίδα, μὲ σκοπὸ νὰ τὸ ἀκυρώσουν. Ὀργή, ὅμως, προκάλεσε καὶ στοὺς Ἕλληνες, ποὺ δὲν εἶχαν καμμία πρόθεση οἱ ἀγῶνες καὶ οἱ θυσίες τους νὰ καταλήξουν σὲ ἕνα καθεστὼς ὑποτέλειας στὸν σουλτᾶνο. Τὴν ἴδια περίοδο, ἡ Ἀγγλία θὰ προσπαθήσει νὰ ἐλέγξει τὰ πολιτικὰ πράγματα τῆς Ἑλλάδας, ὑποστηρίζοντας τὴν πτέρυγα τῶν «ἀγγλόφιλων» σὲ βάρος κυρίως τῶν ὁπλαρχηγῶν μὲ «φιλορωσσικὲς» τάσεις, στὶς ὀδυνηρὲς συνθῆκες τῶν ἐμφυλίων πολέμων.
Τὸν Δεκέμβριο τοῦ ἴδιου ἔτους, ὁ τσάρος μὲ ἐπιστολή του διακόπτει κάθε συνομιλία μὲ τὴν Ἀγγλία γιὰ συντονισμὸ τῶν κινήσεων σχετικὰ μὲ τὴν Ἑλλάδα. Ὁ Ἀλέξανδρος, βλέποντας ὅτι οἱ ἐξελίξεις θὰ ὁδηγοῦσαν εἴτε στὴν κατάπνιξη τῆς ἐπανάστασης καὶ τὴν ἐπικράτηση τῶν Ὀθωμανῶν εἴτε στὴν ἐνίσχυση τῆς ἐπιρροῆς τῆς Ἀγγλίας, βιαζόταν νὰ βρεῖ διέξοδο, μὲ ὅποιο κόστος. Προσπάθησε, γιὰ τελευταία φορά, στὶς ἀρχὲς τοῦ 1825, νὰ ἐκμαιεύσει τὴν συγκατάθεση τῶν ἄλλων δυνάμεων νὰ ἐπιβάλει τὸ σχέδιό του μὲ τὴν βία, σὲ ἕνα συνέδριο στὴν Ἁγία Πετρούπολη, στὸ ὁποῖο δὲν συμμετεῖχε ἡ Ἀγγλία. Ἐκεῖ ἦλθε σὲ ἀνοιχτὴ σύγκρουση μὲ τὸν Μέττερνιχ, βάζοντας ἔτσι, τὸν Αὔγουστο τοῦ ἰδίου ἔτους, καὶ ἐπισήμως τέλος στὴν Ἱερὰ Συμμαχία.
Ὁ τσάρος ἦταν πιὰ ἕτοιμος νὰ προχωρήσει στὸ βῆμα ποὺ δὲν ἀποτόλμησε τὸ 1821-22, σὲ ἕναν ρωσσο-τουρκικὸ πόλεμο. Μέχρι τέλους, ὅμως, προσπαθοῦσε στὴν προσέλκυση συμμάχων στὴν προσπάθειά του. Γιὰ νὰ πείσει τὸν Κάνινγκ σὲ μιὰ κοινὴ ἐπιχείρηση, ὁ Nesselrode ἀναθέτει στὴν σύζυγο τοῦ Ρώσσου πρέσβη στὸ Λονδῖνο πριγκίπισσα Ντὲ Λίβεν νὰ ἀναφέρει στὸν Κάννινγκ τὴν πληροφορία ὅτι ὁ Ἰμπραὴμ σχεδιάζει ἀντικατάσταση πληθυσμοῦ στὸν Μωριᾶ, ἀπομακρύνοντας «ὁλόκληρο τὸν ἑλληνικὸ πληθυσμό, μεταφέροντάς τον ὑπόδουλο στὴν Αἴγυπτο ἢ ἀλλοῦ, καὶ νὰ ἐπανεποικίσει τὴν χώρα μὲ Αἰγυπτίους καὶ ἄλλους μωαμεθανικῆς θρησκείας». Ἡ πληροφορία αὐτή, ἂν μὴ τί ἄλλο, ἔδειχνε ὅτι ὁ Ἀλέξανδρος θὰ προχωροῦσε σὲ δράση, ἐπιβάλλοντας στὴν Ἀγγλία νὰ συμμετάσχει, ἂν δὲν ἤθελε νὰ δημιουργηθοῦν ἀρνητικὰ γι’ αὐτὴν τετελεσμένα.
Ὅποιο καὶ νὰ ἦταν, ὅμως, τὸ σχέδιο τοῦ Ἀλεξάνδρου, δὲν πρόλαβε νὰ τὸ πραγματοποιήσει, γιατί ἀπεβίωσε στὸν ρωσσικὸ νότο. Λίγο πρίν, εἶχε λάβει μιὰ ἐπιστολὴ ἀπὸ κάποιον ἀξιωματικό, ποὺ τὸν πληροφοροῦσε γιὰ τὶς ἐπικίνδυνες διαθέσεις τῶν ἀξιωματικῶν καὶ τῶν στρατιωτῶν, ποὺ ἔχουν διαχυθεῖ καὶ μεταξὺ τοῦ ντόπιου πληθυσμοῦ. «Γιὰ νὰ ἀποτραπεῖ ἡ ἐκδήλωση ἀναταραχῆς, ἀνάλογης μὲ αὐτῆς ποὺ σημειώθηκαν στὴν νότια Εὐρώπη πρὶν λίγα χρόνια ὁ συγγραφέας τοῦ σημειώματος προτείνει “τὴν ἔναρξη πολέμου’’ “ποὺ θὰ ἀπαντᾶ στὶς ἐλπίδες τοῦ λαοῦ’’, πολέμου “ἐναντίον τῆς βαρβαρότητας τῶν αἱμοδιψῶν Ὀθωμανῶν”».
Οἱ διαθέσεις αὐτὲς θὰ ἐκδηλωθοῦν, τελικῶς, στὴν ἐξέγερση τῶν ἀξιωματικῶν τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1825, μὲ ἀφορμὴ τὴν μετάβαση τῆς ἐξουσίας στὸν ἀδελφὸ τοῦ Ἀλεξάνδρου, Νικόλαο, μετὰ τὴν παραίτηση τοῦ πρίγκηπα Κωνσταντίνου. Ἡ ἐπανάσταση τῶν Δεκεμβριστῶν, λόγῳ ἐσωτερικῶν ὀργανωτικῶν ἀδυναμιῶν, ἀμφιταλάντευσης κορυφαίων στελεχῶν καὶ ἔλλειψης εὐρύτερης συμμετοχῆς στὸ κίνημα, κατεστάλη καὶ οἱ συμμετέχοντες ἀξιωματικοὶ συνελήφθησαν. Ὁ Νικόλαος, ἂν καὶ ὁ ἴδιος σφοδρὸς πολέμιος κάθε ἐπαναστατικῆς κίνησης, μὲ μᾶλλον ἀρνητικὰ αἰσθήματα ἔναντι τῶν Ἑλλήνων, καὶ ἐνῶ ἀκόμη συνεχιζόταν ἡ ἀναστάτωση καὶ ἡ ἀβεβαιότητα γιὰ τὸ εὗρος τοῦ κινήματος, πῆρε ἀμέσως πρωτοβουλία γιὰ ἐνεργότερη ἐμπλοκὴ τῆς Ρωσσίας στὴν ἑλληνικὴ ὑπόθεση. Χρειαζόταν ὁπωσδήποτε τὴν ἐνίσχυση τοῦ τρωθέντος κύρους τῆς τσαρικῆς ἐξουσίας, μὲ κάποια ἐπιτυχία στὴν ἐξωτερικὴ πολιτική. Ἔτσι, τὴν δεύτερη κιόλας ἡμέρα ἀπὸ τὴν ἐνθρόνισή του, ἔδωσε τὴν συγκατάθεσή του γιὰ διαπραγματεύσεις μὲ τὴν Ἀγγλία σχετικὰ μὲ τὸ ἀνατολικὸ ζήτημα, τὶς ὁποῖες ἀπὸ ἀγγλικῆς πλευρᾶς ἀνέλαβε ὁ ἥρωας τοῦ Βατερλώ, ὁ στρατάρχης δούκας Οὐέλινγκτων.
Στὶς 23.3/4.4 ὑπογράφεται τὸ Πρωτόκολλο τῆς Πετρούπολης, μὲ τὸ ὁποῖο οἱ δύο χῶρες συμφωνοῦν γιὰ τὴν δημιουργία ἑνιαίου ἑλληνικοῦ κράτους, ὑποτελοῦς στὸν Σουλτᾶνο. Στὸ πρῶτο αὐτὸ ἐπίσημο διπλωματικὸ ἔγγραφο ἀναγνωριζόταν ἡ πολιτικὴ ὕπαρξη στοὺς Ἕλληνες. Ὁ Νικόλαος πέτυχε μὲ τὸ πρωτόκολλο αὐτὸ τὴν συγκατάθεση τῆς Ἀγγλίας γιὰ κοινὴ δράση ἔναντι τῶν Ὀθωμανῶν, καὶ ἐπιπλέον ἀπέκτησε τὴν δυνατότητα μονομεροῦς στρατιωτικῆς ἐπέμβασης. Ἐν τῷ μεταξύ, στὶς 17 Μαρτίου 1826, ἐπιδόθηκε στὴν Πύλη τελεσίγραφο μὲ τὶς ρωσσικὲς ἀξιώσεις, ποὺ ἀπαιτοῦσε τὴν ἀπόσυρση τῶν τουρκικῶν στρατευμάτων ἀπὸ τὴν Μολδαβία καὶ τὴν Βλαχία. Ἔτσι, οἱ Τοῦρκοι ἀναγκάστηκαν νὰ ὑπογράψουν τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1826 τὴν Συνθήκη τοῦ Ἄκκερμαν, ἀναστέλλοντας, ταυτόχρονα, τὴν πρόθεση τοῦ τσάρου νὰ ἐπέμβει στὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση.
Ὡστόσο, ἡ τουρκικὴ ἀδιαλλαξία καὶ ἡ ἀπειλὴ ἐξόντωσης τοῦ ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ ἀπὸ τὸν Ἰμπραὴμ δὲν ἄφηναν περιθώρια ἀδράνειας, καὶ ἐπειδὴ καμμία ἀπὸ τὶς Μεγάλες Δυνάμεις -στὸν συνασπισμὸ εἶχε ἐνταχθεῖ πλέον καὶ ἡ Γαλλία- δὲν ἤθελε νὰ ἀφήσει σὲ κάποια ἀνταγωνίστριά της τὴν ἀπόλυτη πρωτοβουλία τῶν κινήσεων, βρέθηκαν καὶ οἱ τρεῖς μέσα στὰ ἐπαναστατικὰ δρώμενα. Ἔτσι, ἡ συνθήκη τοῦ Λονδίνου στὶς 6 Ἰουλίου 1827 θὰ κάνει ἕνα βῆμα πέρα ἀπὸ τὸ πρωτόκολλο τῆς Ἁγίας Πετρούπολης, ἀλλὰ θὰ ἀποκλείσει τὶς μονομερεῖς ἐνέργειες. Ἡ ἀποστολὴ τῆς ρωσσικῆς ναυτικῆς μοίρας, μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Χέϋδεν, στὶς ἑλληνικὲς θάλασσες, ἡ ὁποία θὰ λάβει μέρος στὴν καταλυτικὴ γιὰ τὴν πορεία τῆς ἐπανάστασης ναυμαχία τοῦ Ναυαρίνου, προκάλεσε ἰδιαίτερο ἐνθουσιασμὸ μεταξὺ τοῦ ρωσσικοῦ στρατοῦ. Θὰ ἔχει προηγηθεῖ ἡ ἀνάδειξη τοῦ Καποδίστρια στὴ θέση τοῦ κυβερνήτη τῆς χώρας.
Ὁ Καποδίστριας, πρὶν κατέλθει στὴν Ἑλλάδα γιὰ νὰ ἀναλάβει τὰ καθήκοντά του, πλὴν τῆς Ρωσσίας ὅπου συνάντησε τὸν Νικόλαο Α΄, πραγματοποίησε ταξίδια μὲ τὰ ὁποῖα προσπάθησε, ἐκτὸς τῆς ἀναγκαίας βοήθειας ποὺ χρειαζόταν γιὰ τὸ τιτάνιο ἔργο ποὺ ἀνέλαβε, νὰ κερδίσει καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη ὅλων τῶν δυνάμεων πὼς δὲν εἶναι ἄνθρωπος τοῦ τσάρου. Ἐπρόκειτο γιὰ μιὰ πολὺ δύσκολη ἀποστολή, μὲ τὴν καχυποψία τῶν ἀνταγωνιστριῶν δυνάμεων γιὰ τὸ πρόσωπό του, παρὰ τὴν ἀποδεδειγμένα ἀμιγῶς πατριωτική του στάση, νὰ παραμένει μέχρι τὴν δολοφονία του.
Σύντομα, καὶ ἐνῶ ἀπὸ πλευρᾶς τῶν Ἄγγλων ὑπῆρχε ἡ σαφέστατη πρόθεση νὰ περιοριστεῖ τὸ ἑλληνικὸ κράτος στὰ ὅρια τῆς Πελοποννήσου, ἡ ἔκρηξη, μὲ καθυστέρηση ἑπτὰ χρόνων, τοῦ ρωσσο-τουρκικοῦ πολέμου τοῦ 1828-29, ποὺ θὰ λήξει μὲ τὸν θρίαμβο τῶν Ρώσσων, θὰ σφραγίσει τὴν μοῖρα τῆς Ἑλλάδος. Ἡ Βρετανία δὲν θὰ μποροῦσε πλέον, μετὰ τὴν συνθήκη τῆς Ἀδριανουπόλεως, νὰ ἐπιτρέψει τὴν δορυφοροποίηση ἑνὸς ἡμι-αυτόνομου ἑλληνικοῦ κράτους καὶ θὰ ἐπιλέξει τὴν σύναψη τοῦ Πρωτοκόλλου τοῦ Λονδίνου τὸ 1830. Γιὰ τὰ γεωστρατηγικὰ συμφέροντα τῶν Ἄγγλων ἦταν προτιμότερο αὐτὸ τὸ «κουτσουρεμένο» κράτος, ποὺ ἀναδείχθηκε μὲ τὴν θυσία δεκάδων χιλιάδων Ἑλλήνων, νὰ ἀποκτήσει μιὰ τυπικὴ ἀνεξαρτησία, ἔστω καὶ ὑπὸ τὴν κηδεμονία τῶν τριῶν προστάτιδων δυνάμεων καὶ μὲ ἕναν εἰσαγόμενο μονάρχη. Ὁ ἀνταγωνισμός, ὡστόσο, μεταξὺ τῆς Δύσεως καὶ τῆς Ρωσσίας γιὰ τὴν ἐπιρροὴ ἐπὶ τῆς Ἑλλάδος καὶ τοῦ ρόλου ποὺ καλεῖτο νὰ παίξει στὰ Βαλκάνια καὶ στὴν ἀνατολικὴ Μεσόγειο, μὲ ἀντανάκλαση συχνὰ στὶς ἐσωτερικὲς ἀντιπαραθέσεις, θὰ συνεχίζεται μέσα ἀπὸ διάφορες φάσεις καὶ μὲ ποικίλες μορφὲς γιὰ τοὺς ἑπόμενους σχεδὸν δύο αἰῶνες.
*Πτυχιοῦχος Διεθνῶν Σχέσεων Πανεπιστημίου Κιέβου, Δρ Κοινωνιολογίας Παντείου Πανεπιστημίου
*Απόσπασμα – προδημοσίευση από το ομώνυμο άρθρο που συμπεριλαμβάνεται στο επετειακό συλλεκτικό τεύχος της Νέας Κοινωνιολογίας ‘Η Επανάσταση που Άλλαξε τον Παγκόσμιο Χάρτη’, αφιέρωμα στα 200 χρόνια από το 1821, που κυκλοφορεί από τις 7 Δεκεμβρίου 2021 στα βιβλιοπωλεία (Εκδόσεις Καπόν).
Ακολουθήστε τη HELLAS JOURNAL στη NEWS GOOGLE