FILE PHOTO;Μαχητικό αεροσκάφος F-16. ΑΠΕ-ΜΠΕ, ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ ΓΕΕΘΑ, STR
Του ΖΑΧΑΡΙΑ ΜΙΧΑ, Defence Point
Με τη συνδρομή του:
ΜΙΧΑΛΗ ΙΓΝΑΤΙΟΥ, Hellas Journal
Οι εξελίξεις στην περιοχή της Μεσογείου και τον κόσμο ολόκληρο, αποδεικνύουν ότι η ενεργειακή στρατηγική μιας χώρας πρέπει να είναι άρρηκτα ενσωματωμένη στην εθνική στρατηγική.
Η ενεργειακή ασφάλεια είναι προϋπόθεση οικονομικής ευημερίας, ενώ τα όποια λάθη ή παραλείψεις μπορεί στην πράξη να έχουν βαρύτατες συνέπειες στα εθνικά συμφέροντα σε πολλαπλά επίπεδα.
Η Ελλάδα έχει επιλέξει αυτό που ο πρωθυπουργός της έχει αποκαλέσει πρωταθλητισμό σε αυτό που αποκαλείται ενεργειακή μετάβαση προς καθαρότερες πηγές ενέργειας, τις γνωστές ΑΠΕ (Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας), με σκοπό τη μέγιστη δυνατή ελληνική συνεισφορά σε αυτό που διεθνώς ονομάζεται κλιματική κρίση.
Σ’ αυτή τη συγκυρία, όμως, έρχεται μια παγκόσμια ενεργειακή κρίση να αμφισβητήσει την βιωσιμότητα του εγχειρήματος, τουλάχιστον με τους εκτιμώμενους προ κρίσης ρυθμούς.
Πρέπει να ξεκαθαριστεί εξ αρχής ότι πρόθεση δεν είναι η έκφραση θέσης στο επιστημονικό επίπεδο της συζήτησης. Αποστολή του δημοσιογράφου είναι να καταγράφονται οι απόψεις και να διατυπώνεται η όποια υποκειμενική κρίση σε σχέση με τη μεγάλη εικόνα της εθνικής πολιτικής.
Τρίτο θετικό σημείο μπορεί να θεωρηθεί η απουσία ρητορικών εξάρσεων αναφορικά με τα πιθανολογούμενα πλούσια κοιτάσματα υδρογονανθράκων εντός της οριοθετημένη και δυνάμει ελληνικής ΑΟΖ. Η Ελλάδα πιστώνεται την προσπάθεια διατήρησης χαμηλής «θερμοκρασίας» στα ελληνοτουρκικά, αν και η Άγκυρα με τη στάση της δηλώνει ότι διεκδικεί τα πάντα και παντού!
Ωστόσο, οι προαναφερθείσες θετικές πτυχές πρέπει να συμβαδίζουν και με την οικονομική πραγματικότητα, όπως και με την προάσπιση των εθνικών συμφερόντων σε γεωπολιτικό και οικονομικό επίπεδο. Άρα, η αποφυγή αναφοράς σε ελληνικά κοιτάσματα υδρογονανθράκων και στην προοπτική αξιοποίησής τους, έχει νόημα μόνο αν δεν συνοδεύεται από αυτοπαραίτηση από μια δυνητικά χρυσοφόρα προοπτική.
Το φυσικό αέριο έχει αναγνωριστεί παγκοσμίως ως μεταβατικό καύσιμο στις καθαρές πηγές ενέργειας. Η εμφανιζόμενη διεθνώς μείωση ενδιαφέροντος για την αξιοποίηση κοιτασμάτων φυσικού αερίου, χωρίς πρώτα να έχει διασφαλιστεί βιώσιμη τροφοδοσία από τις ΑΠΕ, οδήγησε σε μείωση της προσφοράς σε συνθήκες αυξανόμενης ζήτησης, με αποτέλεσμα να έχουν παρατηρηθεί ελλείψεις, που με τη σειρά τους εκτόξευσαν τις τιμές.
Αυτό έχει οδηγήσει σε σοβαρή ενεργειακή και κατ’ επέκταση οικονομική κρίση, της οποίας ο προσωρινός χαρακτήρας (λόγω πανδημίας) αμφισβητείται από σοβαρούς διεθνείς αναλυτές. Πραγματική λύση για τη μεταβατική περίοδο προς τις ΑΠΕ είναι η αποκατάσταση αυτού του ενεργειακού ισοζυγίου με φυσικό αέριο.
Η Ελλάδα έχει μοναδική ευκαιρία να βοηθήσει την Ε.Ε. στον κρίσιμο τομέα της ενεργειακής ασφάλειας. Να υπενθυμιστεί ότι αυτό είναι συμβατό και με τη δυτική στρατηγική για μείωση της εξάρτησης της Ευρώπης από τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες.
Άρα, συνιστά πολιτική που χαίρει εξωτερικής νομιμοποίησης. Το ερώτημα είναι αν χαίρει και εσωτερικής. Τουλάχιστον στο κυβερνητικό επίπεδο. Ας μην ξεχνάμε ότι η Ελλάδα πάσχει από «εθισμό εισαγωγής ενέργειας» και μάλιστα σε απαράδεκτα υψηλές τιμές.
Η ελληνική κυβέρνηση έχει διακηρύξει τον στόχο μετατροπής της χώρας σε κόμβο διοχέτευσης φυσικού αερίου στην Ευρώπη. Το ερώτημα είναι για ποιον λόγο το αέριο που θα προωθεί σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες να μην είναι και ελληνικό. Το επιχείρημα περί ρύπανσης δεν αντέχει σε σοβαρή κριτική για τρεις τουλάχιστον λόγους.
Ο πρώτος είναι η θαλάσσια ρύπανση. Η απάντηση είναι ότι η σχετική τεχνολογία έχει πραγματοποιήσει άλματα. Η Ελλάδα έχει την ευκαιρία να υιοθετήσει τις πιο προωθημένες εκδοχές περιβαλλοντικής προστασίας, βάζοντας τον πήχη πολύ ψηλά για την ευαίσθητη όντως περιβαλλοντικά Μεσόγειο.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι όλες οι άλλες μεσογειακές χώρες «τρυπάνε» όπου εντοπίζονται πιθανά κοιτάσματα και θα συνεχίσουν να το κάνουν με μεγαλύτερη ένταση. Ενδεχόμενη αυτοπαραίτηση της Ελλάδας, λοιπόν, δεν θα έχει ουσιαστική θετική περιβαλλοντική επίπτωση. Από την άλλη, θα στερήσει αδικαιολόγητα πολύ μεγάλα έσοδα σε βάθος δεκαετιών από την ελληνική οικονομία που γονατίζει από το δυσβάσταχτο χρέος.
Ο τρίτος λόγος αφορά τον πρωταθλητισμό στη μείωση των εκπομπών CO2. Η συνολική επιβάρυνση που προκαλεί η Ελλάδα ισούται με το 0,15% της παγκόσμιας επιβάρυνσης, με το αντίστοιχο ποσοστό της Κίνας να υπερβαίνει το 30%! Και να μηδένιζε τις εκπομπές της η Ελλάδα, το αποτέλεσμα θα ήταν μια τρύπα στο νερό.
Όσον αφορά το μέγεθος των ελληνικών κοιτασμάτων, αρκεί κανείς να μείνει στις θεωρούμενες από πολλούς ως υπερσυντηρητικές εκτιμήσεις της ελληνικής δημόσιας αρχής υδρογονανθράκων, της ΕΔΕΥ.
Ορθώς πράττει και κινείται με τις πλέον συντηρητικές εκτιμήσεις. Η τεχνοκρατική γνώση όμως για τη δυνητική περιεκτικότητα ελληνικών κοιτασμάτων-στόχων υφίσταται, όπως και σε αμερικανικές, γαλλικές και νορβηγικές εταιρίες. Τα νούμερα ενίοτε ζαλίζουν. Οπότε ενδεχόμενη αυτοπαραίτηση δεν μπορεί καν να ερμηνευθεί με όρους ιδεολογικής εμμονής.
Ίσως δεν χρειάζεται να ειπωθούν περισσότερα. Πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι η στρατηγική φύση του φυσικού αερίου θα εξακολουθήσει για αρκετές ακόμα δεκαετίες. Η Ελλάδα οφείλει να αξιοποιήσει την ευνοϊκή από όλες τις απόψεις συγκυρία για το δικό της πολυεπίπεδο όφελος.
Η χώρα διαθέτει εξαιρετικά ικανό επιστημονικό δυναμικό. Σε κορυφαίες ενεργειακές εταιρίες δραστηριοποιούνται αρκετοί Έλληνες επιστήμονες. Η επιστροφή και στράτευσή τους σε έναν εθνικό στόχο αυτής της σημασίας δεν εμπίπτει στη ρητορική του πολιτικού κόσμου περί αναστροφής του brain drain; Υπάρχει λόγος εξαίρεσης του συγκεκριμένου τομέα;
Πρέπει επίσης να υπογραμμιστεί ότι η παγκόσμια ενεργειακή ασφάλεια είναι ζήτημα που θα ρυθμιστεί ανεξαρτήτως του όποιου ιδεολογήματος κυριαρχεί στο ελληνικό πολιτικό σύστημα. Κι αυτό, διότι διαφορετικά θα επέλθει οικονομική καταστροφή.
Εάν η Ελλάδα δεν εκμεταλλευθεί τους υδρογονάνθρακες στην ΑΟΖ της, θα το πράξει η Τουρκία, η οποία το προωθεί με πράξεις και μάλιστα ίσως την ωθήσουν και εταίροι μας που θα έχουν ζωτική ανάγκη το φυσικό αέριο. Η ιστορία δεν συγχωρεί λάθη και παραλείψεις.
Κατά συνέπεια, ας ακολουθήσουμε τον δρόμο που έχει χαράξει η Κύπρος. Μια πολιτική ηγεσία με φαντασία, θα έβλεπε ότι η άρνηση επί του πεδίου της τουρκικής προσπάθειας να βραχυκυκλώσει την αξιοποίηση κυπριακών και ελλαδικών κοιτασμάτων, συγκλίνει με τα συμφέροντα της Δύσης και άρα είναι παράγοντας ανάσχεσης του τουρκικού επεκτατισμού.
Εάν η Ελλάδα ολιγωρήσει δεν θα απωλέσει μόνο πολύτιμα κρατικά έσοδα. Θα απομειώσει και την αξία της ως συμμάχου των Δυτικών στο «περιφερειακό γεωπολιτικό χρηματιστήριο», ενώ η αξία της έχει ενισχυθεί τα τελευταία χρόνια.
Ακολουθήστε τη HELLAS JOURNAL στη NEWS GOOGLE