Μνήμη Κυριάκου Κατζουράκη: Η εικαστική, κοινωνική και ιστορική του παρακαταθήκη

Οι μεταμορφώσεις της Γκερνίκα του Πικάσο επίμονα παρούσες στο έργο του Κατζουράκη




ΚΕΙΜΕΝΟ:
ΠΕΠΗ ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ-ΓΙΑΓΚΟΣ ΑΝΔΡΕΑΔΗΣ

Έσκυβε ατέλειωτες ώρες ο Πικιώνης μαζί με τους μαστόρους και δούλευε με αφάνταστη προσοχή τα αρχαία μονοπάτια. Είχε καλή παρέα όμως. Τον Εγγονόπουλο και τον Χατζηκυριάκο Γκίκα στην Σχολή, τον Μόραλη, τον Κουν, τον Μάνο και τον Μίκη και καμιά βιασύνη, μόνο επιμονή και σιγουριά διέκρινε το έργο όλης αυτής της γενιάς.

Κείμενο του Κατζουράκη (2021)

Ο τελευταίος πίνακας: Αυτός που ζωγράφιζε ο Κυριάκος Κατζουράκης λίγες ώρες πριν το μοιραίο χειρουργείο στις 20 Σεπτεμβρίου. Τίτλος: Βιογραφία.

Και ταυτόχρονα παρακαταθήκη: Εικαστική, κοινωνική, ιστορική. Αριστερά μια γυμνή έφηβη κοπέλα με τα χέρια σε στάση ικεσίας ή προσευχής να προστατεύουν το στήθος της, καταλαμβάνει την θέση του άντρα, όπως αυτός παρουσιάζεται στο γνωστό έργο του Ντα Βίντσι Άνθρωπος σε κύκλο, με το εγγεγραμμένο στον κύκλο σώμα της να τέμνεται από τις ακτίνες του που έχουν σαν κέντρο το εφηβαίο της, την Καταγωγή του Κόσμου, φόρος τιμής στο ομότιτλο έργο του Κουρμπέ. Λίγο πιο δεξιά, σπάζοντας την περιφέρεια του κύκλου, ένα κοριτσάκι σπαράζει απλώνοντας το αριστερό χέρι.

Πιο χαμηλά, στο κέντρο σχεδόν του έργου, ο ζωγράφος, μικρό αγόρι κουρνιάζει στην αγκαλιά της μάνας του, που την έχασε νωρίς. Όμορφοι και οι δυο τους, με τα μπανιερά τους, με τα πόδια να δροσίζονται στο λουλακί νερό. Δίπλα δεξιά, το ίδιο αγόρι σε μεγαλύτερη ηλικία, εικονισμένο από την μέση και πάνω, έτοιμο να βγει από το κάδρο, και να έρθει προς το μέρος μας. (Συχνά στα έργα του τα πρόσωπα μοιάζουν έτοιμα να βγουν από το κάδρο, να σταθούν δίπλα μας.) Το αγόρι κρατάει μια νεκρή φύση με φρούτα, ένα έργο ζωγραφισμένο από την μάνα του, φυλαχτό και αποστολή του.

Λίγο πιο πίσω το ίδιο πρόσωπο, φαντάρος μιας ξεχασμένης φρουράς, με στολή παραλλαγής, κρατά στο ένα χέρι το κράνος και το τσιγάρο και στο άλλο το όπλο. Στο δεξιό, κάτω άκρο του πίνακα, δυο παράξενες μορφές. Όλες οι άλλες οργανώνουν σοφά τον χώρο. Αυτές εντελώς επίπεδες αναιρούν την προοπτική της ζωγραφικής, την προοπτική της ζωής. Η μια είναι σαν σπασμένη κούκλα με τσακισμένο λαιμό. Η άλλη θρηνεί από πάνω της, μια αδέξια Πιετά, σαν ζωγραφισμένη από ένα παιδί που πρωτοπιάνει πινέλο.

Στο κέντρο και επάνω δεξιά, μια ακατοίκητη πόλη, χωρίς φως στα παράθυρα των σπιτιών της, που την βαραίνει ένα ζοφερό μαύρο σύννεφο με κίτρινες, πορτοκαλιές, κόκκινες ανταύγειες, αυλακωμένο από μια βρώμικη βροχή. Και αριστερά ψηλά ένα αδειανό μουτζουρωμένο παραλληλόγραμμο. Εν αναμονή. Του ανθρώπινου εσωτερικού οργάνου που δεν πρόλαβε να ζωγραφίσει.

Ο κριτικός ρεαλισμός του Κατζουράκη;

Ο κριτικός ρεαλισμός του Κατζουράκη είναι η πραγματικότητα που κάποιοι κοιτούν, αλλά δεν βλέπουν. Με αυτή την έννοια είναι και πολιτική πράξη. Αλλά ποια; Καταγγελία της ωραιοποιημένης εικόνας που προβάλλει η εξουσία. Μάσκα που δεν κρύβει, αλλά αποκαλύπτει το απαγορευμένο.

Η έκθεση των πέντε ρεαλιστών το 1972 (Κατζουράκης, Μπότσογλου, Ψυχοπαίδης, Βαλαβανίδη, Δίγκα) ήταν μια απάντηση της τέχνης στην Χουντική απανθρωπία. Μέσα στην φρίκη της Χούντας ο Κατζουράκης θα συνεχίσει την παράδοση διά της ανατροπής. Θα μεταμορφώσει τους ερωτικούς εσατζήδες του Τσαρούχη στους βασανιστές του ΕΑΤ- ΕΣΑ. Έτσι, από τον δρόμο του Τσαρούχη φτάνει στα παραμορφωμένα πρόσωπα του Μπέικον.

Ο ρεαλισμός του εικονίζει μαζί την επιθυμία και το τραύμα. Το ερωτικό και το πάσχον σώμα. Σώματα αγκαλιασμένα. Σπαραγμένα σώματα με ανοιγμένα, βεβηλωμένα τα εντόσθια. Ο κόσμος του έρωτα και του πόνου όπως αρνούμαστε να τον δούμε. Το γένος των ανθρώπων, λέει ο Έλιοτ, δεν αντέχει πάρα πολλή πραγματικότητα.

Το πραγματικό. Το όνειρο, το όραμα, η παραίσθηση, το παραλήρημα είναι πραγματικά. Οι μεταμορφώσεις της Γκερνίκα του Πικάσο επίμονα παρούσες στο έργο του Κατζουράκη είναι η πραγματικότητα του ναζιστικού πολέμου ως εφιάλτης. Είναι η πραγματικότητα κάθε πολέμου. Οι μορφές του αποκτούν άλλες, εξπρεσιονιστικές, σουρεαλιστικές αναλογίες, και χρώματα. Η προοπτική μοιάζει να εξαφανίζεται. Τα περιγράμματα γίνονται σχηματικά. Τα χρώματα «αφύσικα». Γι’ αυτό πιο πραγματικά.

Το πέρασμα του Κατζουράκη από τον ρεαλισμό ως ντοκουμέντο/καταγγελία, ως αποτύπωμα του έρωτα και του θανάτου, ως πτήση και πτώση μαζί, προς τον εξπρεσιονισμό της κραυγής, δεν αποτελούν ξεχωριστές φάσεις στην δουλειά του. Τα μοτίβα βυθίζονται και αναδύονται από το σκοτάδι στο φως, ένα φως που από την μια αξιοποιεί τα διδάγματα των δασκάλων και από την άλλη πηγάζει από την ψυχή, μέσα από ένα παιχνίδι αναπάντεχων παλινδρομήσεων, αισθητικών και ψυχαναλυτικών. Και δεν αποτυπώνονται εν σειρά, σαν να ήταν κρεμασμένα στους τοίχους μιας πινακοθήκης. Έρχονται αντιμέτωπα, αναμετρώνται από απόσταση ή συγκρούονται εκ του συστάδην. Μνήμες και λάφυρα από πίνακες των μεγάλων ομότεχνων και ταυτόχρονα μορφές που συναντούμε μόλις βγούμε στο δρόμο. Πρόσωπα όλα που επιστρατεύει ο ζωγράφος/ σκηνοθέτης για να στήσει την εικαστική σκηνή του.

Περισσότερα από τα μισά έργα του Κατζουράκη είναι προτάσεις ζωγραφικής σκηνοθεσίας.

Όπως συμβαίνει στον Τσαρούχη που πέρασε από την ζωγραφική στην σκηνοθεσία των Τρωάδων και των Επτά επί Θήβας. Από νωρίς ο ζωγράφος γίνεται σκηνογράφος και ενδυματολόγος. Συνεργάζεται με τον Μίνωα Βολανάκη, τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, και επί χρόνια με τον Γιώργο Λαζάνη. Από την δικτατορία και μετά περνά σταδιακά από την σκηνή της ζωγραφικής στην σκηνή του θεάτρου, όπου κάθε λέξη, έκφραση, κίνηση, είναι και μια πινελιά. Η ενσωμάτωσή του στο συλλογικό θεατρικό σώμα συνδυάζεται ωστόσο και με άλλα βήματα.

Το Τέμπλο/ Οίκος Ενοχής του 1992, ένας πρόσφυγας/ ναός όπως λέει ο ίδιος, σήμερα μόνιμα εκτεθειμένο στην Δημοτική Βιβλιοθήκη Καλαμάτας, είναι ένα πρώτο συγκλονιστικό βήμα. Ένα ιερό και βέβηλο τέμπλο πλαισιώνει όχι αγιογραφίες, αλλά εικόνες μνήμης και οδύνης. Τα σώματα των ηθοποιών ξεκολλούν από το Τέμπλο, ζωντανεύουν, ακούγονται μαρτυρίες και τραγούδια από βασανισμένους τόπους. Το σύνολο προτείνει ένα ισοδύναμο θρησκευτικής τελετουργίας που μετουσιώνεται σε περφόρμανς και ακόμα σε εισαγωγή στο θέατρο.

Το 2001 στο Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, ο Κυριάκος Κατζουράκης μαζί με την Κάτια Γέρου, σύντροφο του, πρωταγωνίστρια του θεάτρου Τέχνης που με την συγγραφέα Μάρω Δούκα υπογράφουν τα κείμενα, κάνει καλλιτεχνική και πολιτική πράξη την συνάντηση ζωγραφικής, θεάτρου και κινηματογράφου σε ένα συνολικό έργο τέχνης. Τίτλος του: Ο δρόμος προς την Δύση. Θέμα: Τα κοπάδια των μεταναστών που ρισκάρουν την ζωή τους για να φτάσουν σε αυτό που προσδοκούν να είναι ένας κόσμος ελπίδας. Οι δημιουργοί θα συναντήσουν τους ξεριζωμένους, θα αναπτύξουν μαζί τους σχέσεις ουσίας, που θα προσδώσουν αυθεντικότητα στο μεγάλο αυτό έργο.

Δεν θα μιλήσουμε εδώ για τις υπόλοιπες κινηματογραφικές σκηνοθεσίες του, όπως η Γλυκειά μνήμη, οι Μικρές Εξεγέρσεις, το Ουσάκ. Ούτε για τα θεατρικά θεάματα όπου, με πρωταγωνίστρια πάντα την Κάτια Γέρου, αναζήτησε τολμηρά να συνεχίσει και να εξελίξει ένα δρόμο στα χνάρια του Μπρέχτ και του πολιτικού καμπαρέ. Μπορούμε να προσθέσουμε ότι η μαεστρία και η αγωνία του ζωγράφου, μεταμορφωμένη ανάλογα με το πεδίο όπου ριψοκινδύνευε κάθε φορά ως δημιουργός, υπήρξε πάντοτε το ένα κίνητρο. Το άλλο ήταν το πολιτικό, στην σκέψη και την δράση.

Ο καλλιτέχνης/πολίτης

Η πολιτική του στάση και δράση ήταν πριν και πέρα από κόμματα και ιδεολογίες. Πυρήνας του ήταν η θεμελιώδης σχέση του με τα πρόσωπα: Στην ζωγραφική και στην ζωή, σε μια εποχή όπου τα πρόσωπα συνθλίβονται από τις κυρίαρχες σε κάθε τομέα πολιτικές. Κεντρικό ο ίδιος πρόσωπο στις λαϊκές κινητοποιήσεις εναντίον της παράδοσης του Οτσαλάν και της εισβολής στην Γουγκοσλαβία, ήταν αδιάπτωτα παρών στα εθνικά και τα κοινωνικά θέματα, από την Κύπρο ως την Μακεδονία, στους αγώνες ενάντια στην καταστροφή του περιβάλλοντος στο όνομα της ανάπτυξης, και πρόσφατα στο ζήτημα της Ακρόπολης. Ζούσε το ελληνικό παρελθόν, που γι αυτόν ήταν παρόν, ακριβώς διότι ήταν επαναστάτης.

Σαν δημιουργός και σαν πολίτης ένωσε το εδώ και το σήμερα με το άλλοτε και το αλλού. Μίλησε με τον Φειδία, τον Πανσέληνο, τον Θεόφιλο, τον Πικιώνη και τον Τσαρούχη. Περπάτησε στον δρόμο του Θεοδωράκη, του Χατζηδάκη, του Ελύτη. Ταξίδεψε να συναντήσει τον Μπέικον, τον Πικάσο, τους Ρώσους πρωτοπόρους. Το έργο του -μεγάλο και σεμνό- θα μείνει. Όρθιο σαν τα όρθια ψωμιά του Θεόφιλου στην ζωγραφιά ενός φούρνου στο Μουσείο της Βαριάς στην Μυτιλήνη, όταν κάποια μεταμοντέρνα κρουασάν θα έχουν μπαγιατέψει και πάει στα σκουπίδια από καιρό. Αυτός ο άρτος της προσφοράς είναι το δώρο του που περιμένει το αντίδωρό μας.

*Για μια πληρέστερη εικόνα του έργου του Κυριάκου Κατζουράκη βλέπε https://simatakapnou.art, ένα διαδυκτιακό μουσείο με 400 πίνακες, ταινίες, θέατρο κλπ.

Ακολουθήστε τη HELLAS JOURNAL στη NEWS GOOGLE

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: