Ο Αμερικανός Γερουσιαστής και Πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας των ΗΠΑ Robert Menendez, μιλάει κατά τη διάρκεια της τελετής απονομής του Παρασήμου του Μεγαλόσταυρου του Τάγματος της Τιμής από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου, στο Προεδρικό Μέγαρο, Αθήνα, Παρασκευή 27 Αυγούστου 2021. Φωτογραφία μέσω του γραφείου του γερουσιαστή
Μπορεί από τον Αύγουστο του 2017 να ισχύει ο ομοσπονδιακός νόμος CAATSA (Νόμος για την Αντιμετώπιση των Αντιπάλων της Αμερικής Μέσω Κυρώσεων),
μπορεί ο Ταγίπ Ερντογάν να θεωρείται πια επικίνδυνος για τα συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών και γενικότερα της Δύσης,
μπορεί οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες να έχουν παρουσιάσει εκθέσεις που αφορούν τη συνεργασία της Άγκυρας με εξτρεμιστικές ισλαμιστικές οργανώσεις και ειδικότερα με το Ισλαμικό Κράτος,
μπορεί οι Τούρκοι να έχουν διαπράξει εγκλήματα πολέμου κατά των Κούρδων της Συρίας, των «πολυτιμότερων συμμάχων» των ΗΠΑ στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας, όπως έχουν χαρακτηριστεί από την αμερικανική ηγεσία,
μπορεί επίσης να υπάρχει το «κακό προηγούμενο» στις σχέσεις των δυο χωρών όταν το 2003 η Άγκυρα απέρριψε το αίτημα της κυβέρνησης Μπους για τη διέλευση των αμερικανικών δυνάμεων από το τουρκικό έδαφος κατά την εισβολή στο Ιράκ,
μπορεί λοιπόν να συμβαίνουν όλα αυτά και αρκετά άλλα, με τα οποία διαπιστώνεται περίτρανα ότι πρόκειται πλέον για μια εχθρική χώρα, αλλά η Ουάσιγκτον εξακολουθεί να πιστεύει σε μια πιθανή επιστροφή της Τουρκίας στο «δυτικό στρατόπεδο», γιατί απλούστατα δεν θέλει να την χάσει. Τα οικονομικά και στρατηγικά συμφέροντα που παίζονται είναι τεράστια.
Μάλλον είναι μια ακόμα ψευδαίσθηση, γιατί ορισμένοι παράγοντες στις ΗΠΑ δεν έχουν συνειδητοποιήσει το μέγεθος της διάστασης των συνεπειών σε βάθος χρόνου που έχει επιφέρει η νεοσουλτανική πολιτική πρακτική του Ερντογάν.
Αυτή την περίοδο και λαμβάνοντας υπόψη τα προαναφερόμενα, αν δεν ήταν, κατά κύριο λόγο, ο γερουσιαστής Ρόμπερτ Μενέντεζ και ορισμένα άλλα μέλη της Γερουσίας και της Βουλής (και των δυο κομμάτων), οι παράνομες ενέργειες της Τουρκίας στην περιοχή και οι τουρκικές εισβολές σε άλλες χώρες, ενδεχομένως να περνούσαν σχεδόν «απαρατήρητες» στην Ουάσιγκτον.
Για ορισμένα δήθεν συμμαχικά κράτη των ΗΠΑ διαπιστώνεται ότι από μέρους των αμερικανικών ηγεσιών υπάρχει μία «διαχρονική επιπολαιότητα» έως και «καταστροφική συμπεριφορά» στον τρόπο αντιμετώπισής τους, που, στο τέλος της ημέρας προκαλεί τραγικές συνέπειες σε μεγάλη μερίδα του Αμερικανικού λαού.
Εκτός από την Τουρκία, ενδεικτική είναι και η περίπτωση της Σαουδικής Αραβίας.
Ο ηγέτης και τα περισσότερα στελέχη της Αλ Κάιντα ήταν Σαουδάραβες. Οι 15 από τους 19 δράστες των τρομοκρατικών επιθέσεων κατά των ΗΠΑ στις 11 Σεπτεμβρίου 2001 είχαν σαουδαραβική υπηκοότητα.
Με αφορμή την 20η επέτειο από τα τρομοκρατικά χτυπήματα, το FBI έδωσε στη δημοσιότητα ένα νέο αποχαρακτηρισμένο έγγραφο της έρευνάς του για τον σχεδιασμό των επιθέσεων και τον ρόλο που διαδραμάτισε το Βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας. Οι συγγενείς των θυμάτων ζητούν να αποχαρακτηριστούν και τα πιο «επίμαχα τμήματα» της έκθεσης, που, ίσως καταδεικνύουν την άμεση εμπλοκή Σαουδαράβων αξιωματούχων.
Αμέσως μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, η Ουάσιγκτον επεδίωξε να καλύψει την όποια ενοχή του Ριάντ. Οι νεοσυντηρητικοί Τσέινι, Ράμσφελντ, Γούλφοβιτς και Περλ, υπό την προεδρία του Τζορτζ Μπους (του νεότερου), που είχαν χαράξει τη «νέα τάξη πραγμάτων», φρόντισαν για να μην ασχοληθούν οι ΗΠΑ με τη Σαουδική Αραβία. Έτσι, μετά την εισβολή στο Αφγανιστάν, πραγματοποιήθηκε εισβολή στο Ιράκ, προβάλλοντας ψεύτικα στοιχεία περί όπλων μαζικής καταστροφής.
Αντί λοιπόν να σταθούν με αποφασιστικότητα απέναντι στους πραγματικούς ένοχους της αμερικανικής τραγωδίας, τους προστάτευσαν και στην ουσία τους «αθώωσαν».
Ο σημερινός ένοικος του Λευκού Οίκου, προεκλογικά και κατά τους πρώτους μήνες της προεδρίας του, είχε προειδοποιήσει τον πρίγκιπα διάδοχο της Σαουδικής Αραβίας, Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν, ότι «θα λογοδοτήσει» για τη δολοφονία του Σαουδάραβα δημοσιογράφου, Τζαμάλ Κασόγκι, καθώς και για τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όσο θα λογοδοτήσει ο ισλαμοφασίστας Ερντογάν για τα εγκλήματά του, εντός και εκτός της χώρας του, καθώς και για τις αντιαμερικανικές ενέργειές του, άλλο τόσο θα λογοδοτήσει ο φερόμενος ως δράστης της εξόντωσης ενός δημοσιογράφου και αρκετών άλλων συμπατριωτών του.
Την ίδια στιγμή, ο πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας, Ρόμπερτ Μενέντεζ, πρωτοστατεί και πάλι για την τιμωρία της Τουρκίας, τονίζοντας ότι ο Ερντογάν «δεν είναι φίλος» των ΗΠΑ και ότι «είναι επικίνδυνος για την ασφάλεια της χώρας μας και των συμμάχων μας στην περιοχή». Μιλώντας στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών είχε επισημάνει ενδεικτικά ότι «οι δημοσιογράφοι στις τουρκικές φυλακές είναι περισσότεροι από οπουδήποτε στον κόσμο και αυτό λέει κάτι».
Στην αμερικανική πρωτεύουσα βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη μια «εσωτερική μάχη» για τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις. Η έκβασή της αναμένεται να έχει καθοριστικές επιπτώσεις στην περιοχή, καθώς και για την ασφάλεια της Ελλάδας και της Κύπρου.
Η Αθήνα και η Λευκωσία το λιγότερο που θα μπορούσαν να κάνουν τώρα είναι να σταματήσουν να προσφέρουν οποιοδήποτε άλλοθι στο καθεστώς Ερντογάν με πολιτικές καλοπιάσματος και εξευμενισμού.
Αυτή η τακτική δοκιμάστηκε και απέτυχε οικτρά!
Ακολουθήστε τη HELLAS JOURNAL στη NEWS GOOGLE