Ο πρέσβης της Ελλάδας στην Ουάσιγκτον Θεοχάρης Λαλάκος. Φωτογραφία ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ
Του ΚΩΣΤΑ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ, Φιλελεύθερος
-Θεοχάρης Λαλάκος: «Άκρως σημαντικό να επεκτείνεις τα διπλωματικά σου ερείσματα, περιφερειακά και διεθνή»
-«Είναι εντελώς αβάσιμο να νομίζει κανείς ότι η μετά-Ερντογάν εποχή, με όποιον ηγέτη και αν τον διαδεχθεί, θα σημάνει αυτόματα βελτίωση των σχέσεων της Τουρκίας με Κύπρο και Ελλάδα»
Η Άγκυρα προφανώς θεωρεί ότι είναι πια σε θέση να αμφισβητήσει ανοικτά τα δεδομένα και τα διεθνώς παραδεκτά στο Κυπριακό. Αυτό δηλώνει ο πρέσβης της Ελλάδος στην Κυπριακή Δημοκρατία, Θεοχάρης Λαλάκος, λίγες ώρες πριν την αναχώρησή του από την Κύπρο για να αναλάβει νέο πόστο στο υπουργείο Εξωτερικών, στην Αθήνα, αυτό του πολιτικού διευθυντή.
Ο κ. Λαλάκος, έμπειρος διπλωμάτης με θητείες μεταξύ άλλων σε Άγκυρα και Ουάσινγκτον, επισημαίνει πως «πολύ πριν την εποχή Ερντογάν, η Άγκυρα ακολουθεί, με μεθοδικότητα και υπομονή, μια συνειδητά αναθεωρητική πολιτική, αποσκοπώντας στην αλλαγή του διεθνούς status quo στην περιοχή μας, είτε με την άσκηση πίεσης εκεί που αυτή αρκεί είτε με την απροκάλυπτη χρήση βίας».
Σύμφωνα με τον Έλληνα πρέσβη, εκείνο που επιδιώκει η τουρκική ηγεσία είναι «προσαρμογή στις νέες συνθήκες και στα νέα δεδομένα επί του εδάφους», όπως ακούμε με όλο και μεγαλύτερη συχνότητα τελευταία.
Σε ό,τι αφορά τη διεθνή κοινότητα σαφώς και η αντίδρασή της δεν είναι ικανοποιητική. Ο κ. Λαλάκος σημειώνει πως «όταν έχεις έναν επεκτατικό γείτονα, είναι θεμιτό και απαραίτητο να διαθέτεις ικανή αποτρεπτική ισχύ. Παράλληλα, είναι άκρως σημαντικό να επεκτείνεις τα διπλωματικά σου ερείσματα, περιφερειακά και διεθνή».
-Ένα ερώτημα που ενδεχομένως να καλείστε να απαντήσετε, τόσο δημόσια όσο και εσωτερικά, είναι πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί από Αθήνα και Λευκωσία η τουρκική επιθετικότητα και επεκτατικότητα. Υπάρχουν δυνατότητες;
-Καθόσον αφορά στην Κύπρο και την Ελλάδα, η τουρκική επιθετικότητα δεν είναι κάτι το καινούργιο. Εδώ και καιρό, πολύ πριν την εποχή Ερντογάν, η Άγκυρα ακολουθεί, με μεθοδικότητα και υπομονή, μια συνειδητά αναθεωρητική πολιτική, αποσκοπώντας στην αλλαγή του διεθνούς status quo στην περιοχή μας, είτε με την άσκηση πίεσης εκεί που αυτή αρκεί είτε με την απροκάλυπτη χρήση βίας. Μάλιστα, η τουρκική ηγεσία δεν διστάζει να διαλαλεί ότι πρέπει να αναθεωρηθούν διεθνείς συνθήκες, κατά το δοκούν βεβαίως, που αποτελούν τα θεμέλια της διεθνούς έννομης τάξης. Με άλλα λόγια, «προσαρμογή στις νέες συνθήκες και στα νέα δεδομένα επί του εδάφους», όπως ακούμε με όλο και μεγαλύτερη συχνότητα τελευταία.
Χώρες όπως η Ελλάδα και η Κύπρος διαθέτουν ένα ισχυρό διπλωματικό όπλο –το Διεθνές Δίκαιο. Είναι υποχρέωσή μας, αλλά είναι και προς το συμφέρον μας, να προτάσσουμε το Διεθνές Δίκαιο όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μονομερείς παράνομες ενέργειες, όπως αυτές που εκδηλώνονται συνεχώς από την πλευρά της Τουρκίας στη στεριά, στον αέρα και στη θάλασσα.
Το εύλογο ερώτημα που ανακύπτει είναι αν η πρόταξη του Διεθνούς Δικαίου είναι αρκετή. Μας είναι επώδυνα γνωστό ότι η απάντηση είναι δυστυχώς αρνητική, αφού δεν υπάρχει διεθνής μηχανισμός έτοιμος να επιβάλει τη διεθνή νομιμότητα κάθε φορά που εκδηλώνεται κραυγαλέα παρανομία, όπως το 1974 στην Κύπρο. Συνεπώς απαιτούνται συμπληρωματικές ενέργειες από μέρους μας, οι οποίες συνεχώς εξελίσσονται. Όταν έχεις έναν επεκτατικό γείτονα, είναι θεμιτό και απαραίτητο να διαθέτεις ικανή αποτρεπτική ισχύ. Παράλληλα, είναι άκρως σημαντικό να επεκτείνεις τα διπλωματικά σου ερείσματα, περιφερειακά και διεθνή. Οι δύο μας χώρες έχουν δείξει ότι το αντιλαμβάνονται αυτό. Έχουν οικοδομήσει και συνεχίζουν να αναπτύσσουν ένα εκτεταμένο δίκτυο περιφερειακών συνεργασιών, σε τριμερές ή πολυμερές επίπεδο, το οποίο έχει προσελκύσει το ενεργό ενδιαφέρον όχι μόνο γειτονικών χωρών, αλλά και μεγάλων δυνάμεων του πλανήτη.
Σε κάθε περίπτωση, όπως είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω από πρώτο χέρι, ο συντονισμός Αθήνας και Λευκωσίας, σε όλα τα επίπεδα, είναι συνεχής. Οι αδελφικοί μας δεσμοί μας διευκολύνουν πολύ σε αυτό. Η εντυπωσιακή συχνότητα ανταλλαγής επισκέψεων υψηλού επιπέδου, παρά τους περιορισμούς λόγω κορωνοϊού, τονίζει ανάγλυφα αυτή την πραγματικότητα.
-Οι τελευταίες εξελίξεις με την Αμμόχωστο δείχνουν ξεκάθαρες προθέσεις των Τούρκων. Θεωρείτε ότι οι διεθνείς αντιδράσεις είναι ικανές να ανατρέψουν τα τετελεσμένα;
-Η Άγκυρα προφανώς θεωρεί ότι είναι πια σε θέση να αμφισβητήσει ανοικτά τα δεδομένα και τα διεθνώς παραδεκτά στο Κυπριακό. Όπως είχε προαναγγείλει ήδη από τα μέσα του 2017, επιζητεί επίλυση του Κυπριακού εκτός πλαισίου και παραμέτρων των Ηνωμένων Εθνών. Το γεγονός ότι σε αυτή της την προσέγγιση είναι διεθνώς απομονωμένη δεν φαίνεται να την πτοεί. Και τούτο διότι εκτιμά, όπως φαίνεται, ότι οι αντιδράσεις της διεθνούς κοινότητας θα είναι διαχειρίσιμες εκ μέρους της.
Ειδικά όσον αφορά στην απαρχή αλλαγής του καθεστώτος της περίκλειστης περιοχής της Αμμοχώστου, η παραβίαση των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας είναι τόσο εξόφθαλμη και προκλητική που προκάλεσε μια ξεκάθαρη καταδικαστική τοποθέτηση από τον διεθνή παράγοντα. Νομίζω ότι οι πάντες αντιλαμβάνονται ότι χωρίς την πλήρη επιστροφή των Βαρωσίων λύση στο Κυπριακό δεν μπορεί να υπάρξει. Και για τον λόγο αυτό οι αντιδράσεις τους ήταν τόσο αυστηρές και τόσο σαφείς.
Για να επιτευχθεί αυτό, χρειάστηκε να γίνει πολλή διπλωματική δουλειά από τη Λευκωσία και την Αθήνα. Πάντα σε συνεργασία και πάντα σε κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης και υπευθυνότητας. Ωστόσο αυτή ήταν μόνο η αρχή. Θα χρειαστεί μεγάλη προσπάθεια ακόμη για κρατηθεί το θέμα των Βαρωσίων στο διεθνές προσκήνιο, έως ότου καταστεί δυνατόν να ανακαλέσει η Τουρκία, ρητά ή σιωπηρά, τους σχεδιασμούς της για την περίκλειστη Αμμόχωστο.
-Έχετε υπηρετήσει στην Ουάσινγκτον. Ήταν το τελευταίο σας πόστο πριν την Κύπρο. Μπορούμε σήμερα να μιλάμε για αλλαγή στάσης της Ουάσινγκτον έναντι Ελλάδος και Κύπρου, αλλά και έναντι της Τουρκίας;
-Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια εντυπωσιακή ανάπτυξη των σχέσεων των ΗΠΑ τόσο με την Ελλάδα όσο και με την Κύπρο. Οι περιπτώσεις των δύο χωρών μας είναι διαφορετικές, καθώς το πλέγμα των διμερών σχέσεων της καθεμιάς με τις ΗΠΑ παρουσιάζει ουσιώδεις διαφορές. Για παράδειγμα η Ελλάδα έχει επίσημη συμμαχική σχέση με τις ΗΠΑ μέσω του ΝΑΤΟ, ενώ επίσης οι δύο συνδέονται επί δεκαετίες με αμυντική συμφωνία που, μεταξύ άλλων, προβλέπει τη λειτουργία αμερικανικών στρατιωτικών εγκαταστάσεων σε ελληνικό έδαφος. Συνεπώς, το εύρος της προϋπάρχουσας συνεργασίας ήταν διαφορετικό. Ωστόσο αυτό που κατάφεραν τόσο η Αθήνα όσο και η Λευκωσία ήταν να θέσουν τη συνολική διμερή τους σχέση με την Ουάσινγκτον σε στερεότερη βάση και σε ανώτερο επίπεδο.
Αυτό έγινε ακολουθώντας μια θετική προσέγγιση: παρουσιάζοντας πειστικά τις χώρες μας ως δύο από τις ελάχιστες στην περιοχή μας που αποτελούν σταθερούς και αξιόπιστους εταίρους. Τούτο δε σε μια περίοδο αυξημένης έντασης και αβεβαιότητας στη γειτονιά μας.
Πολύ χρήσιμη αποδείχθηκε η επιτυχημένη μας προσπάθεια, με την πολύτιμη βοήθεια φίλων μας, να αναδείξουμε στους διπλωματικούς και ερευνητικούς κύκλους της Αμερικής την Ανατολική Μεσόγειο ως μια περιοχή μεγάλης στρατηγικής σημασίας για τα συμφέροντα των ΗΠΑ, αλλά και της Ευρώπης. Ο λόγος ήταν απλός. Όσο πιο σημαντική λογίζεται μια περιοχή τόσο πιο σημαντικός είναι ο ρόλος των αξιόπιστων τοπικών εταίρων.
Η προσπάθειά μας συνεχίζεται. Η αλλαγή αντιλήψεων παγιωμένων επί δεκαετίες δεν θα γίνει από τη μια στιγμή στην άλλη. Χρειάζεται συνεχής δουλειά, με πρόγραμμα και υπομονή. Είναι ο μόνος ρεαλιστικός δρόμος που μπορούμε να ακολουθήσουμε όταν ζούμε στη γειτονιά που βρεθήκαμε, με τους γείτονες που έχουμε. Βλέπουμε όμως ότι η πορεία αυτή αποδίδει καρπούς.
-Υπηρετήσετε και στην Άγκυρα. Αυτό σημαίνει ότι γνωρίζετε καλά την τουρκική πολιτική, νοοτροπία και πρακτικές. Βλέπετε τη μετά Ερντογάν εποχή; Θα φθάσει η Τουρκία σε αυτή την εποχή και πώς θα είναι;
Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχει επιφέρει μεγάλες δομικές αλλαγές στην Τουρκία. Αλλαγές πολιτικές, οικονομικές και –κυρίως, ίσως– κοινωνικές. Ο Ερντογάν άνοιξε την οικονομία, βελτίωσε τις υποδομές και δημιούργησε τις συνθήκες για τη μεγέθυνση της τουρκικής μεσαίας τάξης. Άλλαξε το σύστημα διακυβέρνησης της χώρας, ισχυροποιώντας την Εκτελεστική Εξουσία. Έφερε το στράτευμα υπό τον έλεγχό του. Νομιμοποίησε πολιτικές δυνάμεις εκτός του παλαιού θεσμικού τόξου, αλλάζοντας ριζικά τη φυσιογνωμία του πολιτικού σκηνικού στη χώρα του.
Το ερώτημα είναι αν οι αλλαγές αυτές είναι αναστρέψιμες. Κατά τη γνώμη πολλών παρατηρητών, είναι αδύνατον να επιστρέψει η Τουρκία στην εποχή του άκρατου Κεμαλισμού, ακόμη και αν τον Ερντογάν διαδεχθεί κάποιος ηγέτης προερχόμενος από τον χώρο της σημερινής κοσμικής αντιπολίτευσης. Επιπλέον είναι εντελώς αβάσιμο να νομίζει κανείς ότι η μετά-Ερντογάν εποχή, με όποιον ηγέτη και αν τον διαδεχθεί, θα σημάνει αυτόματα βελτίωση των σχέσεων της Τουρκίας με Κύπρο και Ελλάδα.
-Μέχρι πού μπορεί να τραβήξει η ψυχρότητα των σχέσεων Τουρκίας και ΗΠΑ και πώς μπορούμε να αξιοποιήσουμε αυτό το δεδομένο;
-Εδώ και τουλάχιστον μια δεκαετία, η Τουρκία ακολουθεί μια ηγεμονική πολιτική, που δεν περιορίζεται στην άμεση περιφέρειά της, αλλά φιλοδοξεί να έχει δεσπόζουσα θέση σε παγκόσμιο επίπεδο. Το αν θα το κατορθώσει είναι αβέβαιο. Το βέβαιο, όμως, είναι ότι αυτή η πορεία την απομακρύνει από την ΕΕ, το ΝΑΤΟ, τις ΗΠΑ, το Ισραήλ –από τη «δυτική οικογένεια» γενικότερα.
Έχοντας υπηρετήσει στην Ουάσινγκτον πρόσφατα, πιστεύω ότι οι ΗΠΑ, ανεξαρτήτως Προέδρου και Κυβέρνησης, επιθυμούν να κρατήσουν την Τουρκία όσο πιο κοντά στη Δύση γίνεται και για όσο το δυνατό μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Παράλληλα, έχει αρχίσει μια προεργασία, όχι κατ’ ανάγκη σε επίσημο κυβερνητικό επίπεδο, για την «επόμενη μέρα». Στο σημείο αυτό, έχουμε τη δυνατότητα να προβάλουμε τις δυνατότητες των χωρών μας, είτε αυτοτελώς είτε στο πλαίσιο της στενής συνεργασίας που έχουμε αναπτύξει με χώρες της περιοχής όπως η Αίγυπτος και το Ισραήλ.
Οι δυνατότητες υπάρχουν για μια σταδιακή εξέλιξη των γεωστρατηγικών δεδομένων υπέρ μας στον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου. Αυτό όμως δεν θα συμβεί από τη μια μέρα στην άλλη, ούτε θα επιτευχθεί από μόνο του. Απαιτείται αδιάλειπτη και μεθοδική προσπάθεια, η οποία έχει ήδη αρχίσει και ευτυχώς συνεχίζεται.
-Ήταν λίγο ξαφνικό το γεγονός ότι μετατίθεστε από τη Λευκωσία στην Αθήνα. Θα αναλάβετε ένα σημαντικό πόστο, αυτό του πολιτικού διευθυντή, αλλά προφανώς φεύγετε πολύ γρήγορα από την Κύπρο…
-Οι διπλωματικοί υπάλληλοι όλων των χωρών είναι συνηθισμένοι στις αιφνίδιες αλλαγές. Στην περίπτωσή μου, η μετάθεση στην Κεντρική Υπηρεσία, δηλαδή στο υπουργείο Εξωτερικών στην Αθήνα, θα γίνει μετά θητεία 19 μηνών στη Λευκωσία. Και μάλιστα, με το μεγαλύτερο κομμάτι αυτού του χρονικού διαστήματος να διέπεται από τους περιορισμούς κινήσεων και συναντήσεων λόγω της πανδημίας. Παραμονή μικρή σε ένα τόσο ωραίο και αγαπητό μέρος, αλλά διάστημα αρκετό για επιτόπια, άμεση πρόσληψη όλων εκείνων των στοιχείων που καθιστούν την Κύπρο αναπόσπαστο, αλλά και ξεχωριστό συνάμα, τμήμα του ενιαίου εθνικού μας χώρου.
-Τι κρατάτε από τη θητεία σας στην Κύπρο;
-Πολλά, πάρα πολλά. Πάνω απ’ όλα όμως θα έβαζα τη συγκινητική αγάπη των Ελλήνων της Κύπρου για τη γαλανόλευκη.