ΣΚΙΤΣΟ ΤΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ ΓΚΟΥΜΑ
Σαράντα επτά ολόκληρα χρόνια μετά το 1974, θεωρώ ότι η μέγιστη πηγή των διαφωνιών μας στο εσωτερικό μέτωπο τόσον για τις δυνατότητες μιας λύσης, όσον και το περιεχόμενο της, είναι η διαφορά άποψης ως προς το εξής, θεμελιακό ζήτημα:
Την ύπαρξη καλής θέλησης ή έστω πρόθεσης της Τουρκίας, να λύσει το κυπριακό εντός της βασικής αρχής των αποφάσεων των Διεθνών Οργανισμών, του Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Δικαίου. Εδώ είναι η πεμπτουσία των διαφορών στο εσωτερικό μέτωπο αναφορικά με τους χειρισμούς του κυπριακού.
Με ένα τρόπο προσεγγίζει κάποιος ο οποίος αναγνωρίζει πρόθεση της Τουρκίας να λύσει το κυπριακό εντός αυτών των παραμέτρων και με άλλο κάποιος που θεωρεί ότι η Τουρκία δεν έχει αυτή την πρόθεση.
Η άρνηση της ότι η λύση που θα προκύψει θα αποδώσει τελικά ένα Κράτος και ένα Λαό “βασική θέση για δεκαετίες των προοδευτικών τ/κ” και βασική θέση της κυπριακής Αριστεράς από το 1926 -“95 χρόνια”.
Μα άλλα λόγια η Τουρκία αρνείται ότι το ένα και μοναδικό ομόσπονδο, δικοινοτικό, δύο περιοχών <ζωνών>, Κράτος της Κύπρου, θα είναι το Κράτος του ενός και μόνου Κυπριακού Λαού, των δύο κοινοτήτων και όλων των άλλων νόμιμων κατοίκων του χρυσοπράσινου φύλλου. Ενός Λαού όπου αυτοί που τον αποτελούν δεν θα ζουν πλάϊ – πλάϊ και χώρια αλλά από κοινού θα συνδημιουργούν και θα προχωρούν μπροστά με ειρήνη και ασφάλεια. Χωρίς προστάτες, κηδεμόνες και επικυρίαρχους. Δηλαδή θα λειτουργούμε όλοι μαζί απρόσκοπτα <άρα λειτουργική λύση> σε ένα κανονικό, φυσιολογικό Κράτος, όπως είναι και η θέση του Ο.Η.Ε.
Από αυτή τη θεμελιακή διαφορά στην αντίληψη της Τουρκίας περί λύσης από τη μια, και την αντίληψη όσων κυπρίων <ε/κ , τ/κ, λατίνων, αρμένιδων, μαρωνιτών> επιθυμούν λύση από την άλλη πηγάζει το πρόβλημα της προώθησης λύσης του κυπριακού στις γνωστές παραμέτρους.
Από την ανάγνωση και την ερμηνεία των προθέσεων τη Τουρκίας, πηγάζουν και οι εσωτερικές διαφορές. Φυσικά στο εσωτερικό διαφορές προκύπτουν και λόγω της άρνησης μερίδας των ε/κ και μερίδας των τ/κ, να αποδεχτούν την ιδέα της συνύπαρξης.
Την ιδέα δηλαδή ότι η ιστορική πορεία μας έταξε να είμαστε ένα ξεχωριστό από Ελλάδα και Τουρκία, Κράτος το οποίο για να ζήσει και να προοδεύσει θα πρέπει να είναι ανεξάρτητο, κυρίαρχο, εδαφικά ακέραιο σε συνθήκες ασφάλειας για όλους. Ένα κράτος στο οποίο η δημοκρατία θα εδραιώνεται σταθερά, οι πολιτιστικές και εθνικές κληρονομιές θα είναι σεβαστές και θα καλλιεργούνται ως στοιχεία διαφορετικότητας και όχι σύγκρουσης και αντιπαράθεσης.
Ένα Κράτος το οποίο θα είναι νησί σταθερότητας και ειρήνης. Όλα αυτά σε καμμιά περίπτωση δεν συνάδουν ούτε με εθνικιστικές περιχαρακώσεις, αλλά ούτε με ισοπεδωτικές κοσμοπολίτικες αντιλήψεις. Ούτε βέβαια με τη βασική τουρκική θέση και αντίληψη, είτε περί δύο κρατών, είτε περί συνομοσπονδίας ή προσάρτησης.
Ούτε με τις βρετανικές, «καινοτόμες» τάχα ιδέες περί κυριαρχικής ισότητας. Καινοτόμες δηλαδή, παλαιολιθικές, γιατί προωθούνται από το Ηνωμένο Βασίλειο από τη δεκαετία του 1950.
Η αγγλική προσέγγιση στο κυπριακό και η προώθηση της στην κυπριακή κοινωνία είναι ένα άλλο αγκάθι στην προσπάθεια να οικοδομηθεί μια στέρεη ενότητα τόσον εντός της ε/κ κοινότητας όσον και μεταξύ των δύο κοινοτήτων.
Κατά την γνώμη μου η κατανόηση αυτών των προσεγγίσεων είναι απαραίτητη, όταν καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε εξελίξεις στο κυπριακό, και τις διάφορες ιδέες και προτάσεις που ρίχνονται στο τραπέζι των διαβουλεύσεων.
Εμείς οι κύπριοι πρέπει να θέλουμε, μια Κύπρο με όλα τα στοιχεία ενός ενωμένου, σύγχρονου, φυσιολογικού Κράτους και ενός Λαού, όπου όλοι όσοι τον συναποτελούμε θα ζούμε και θα δημιουργούμε ισότιμα, ειρηνικά και ασφαλείς.