File Photo Ο ηθοποιός Ντίνος Ηλιόπουλος Screenshot via YouTube video ert
Ήταν ένας από τους πιο χαρισματικούς ηθοποιούς της μεταπολεμικής εποχής, μίας θαυμαστής γενιάς που έφτιαξε τον μύθο του παλιού ελληνικού κινηματογράφου.
Αυτό παρότι τα μέσα ήταν ελάχιστα, τα σενάρια λειψά, οι περισσότεροι σκηνοθέτες χωρίς την απαραίτητη επάρκεια, αλλά και μιας σημαντικής περιόδου που γέμιζαν τα θέατρα καθημερινά, με γέλια και συγκίνηση.
Ο Ντίνος Ηλιόπουλος, αυτός ο μπριλάντε κωμικός, που είχε τη μοναδική στην εποχή του ικανότητα, να παίζει, να χορεύει, να σιγοτραγουδά, συνδύαζε το ευρωπαϊκό με την ελληνική λαϊκή παράδοση, την κομέντια ντελ άρτε με την ελληνική ηθογραφία. Θα γίνει ένας από τους πιο αγαπημένους ηθοποιούς του κοινού, θα λατρευτεί από το γυναικείο πληθυσμό, όσο και αν σήμερα φαίνεται παράξενο, και θα αφήσει πίσω του μερικές αξιομνημόνευτες ερμηνείες, κυρίως μέσω των δεκάδων ταινιών που γύρισε από το 1948 έως το 1997.
Συμπληρώνοντας 20 χρόνια από το θάνατό του (4 Ιουνίου 2001) θα θυμηθούμε τα πρώτα του βήματα, τις σημαντικότερες στιγμές της σταδιοδρομίας του, αλλά και τους λόγους για τους οποίους κατάφερε να τον αγαπήσουμε.
Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια στις 12 Ιουνίου του 1913 από πατέρα Πελοποννήσιο και μητέρα Ελληνίδα από την Υεμένη, μεγάλωσε στη Μασσαλία, όπου οι εμπορικές δουλειές του πατέρα του έφεραν εκεί όλη την οικογένεια. Στη Μασσαλία μαθαίνει γαλλικά και τελειώνει το σχολείο. Στην Αθήνα θα έρθει το 1935, μαζί με την οικογένειά του, εξοικειώνεται με τα ελληνικά και μπαίνει για εμπορικές σπουδές στην Berkshire High Commercial School που υπήρχε τότε στην Ελλάδα. Στην αρχή θα δουλέψει σε μία αντιπροσωπεία, αφού ακόμη δεν του είχε μπει το μικρόβιο της υποκριτικής.
Θα κάνει τη μακρά στρατιωτική θητεία του, λόγω του πολέμου, ως ασυρματιστής, και μετά από μια σειρά από δουλειές, θα του έρθει η ιδέα του ηθοποιού. Κάτι οι παιδικοί ήρωές του στη Μασσαλία, όπου χάζευε Μπάστερ Κίτον και Τσάρλι Τσάπλιν, κάτι το χάρισμα να προσφέρει το κέφι στην παρέα θα πάρει την απόφαση. Θα του πουν ότι πρέπει να βγάλει πρώτα μία δραματική σχολή- του Εθνικού, που ήταν η πιο έγκυρη. Όταν θα πάει να δώσει εξετάσεις με ένα ποίημα του Καβάφη, δεν πρόλαβε να πει τον δεύτερο στίχο και θα του πουν «φτάνει, ο επόμενος». Πίκρα. Όπως λέει ο ίδιος στη βιογραφία του “Ένας Ηλιόπουλος, ονόματι Ντίνος”, που επιμελήθηκε ο στενός συνεργάτης και φίλος του Φρίξος Ηλιάδης: «Μπορεί να μην είχαν άδικο. Είχαν να εξετάσουν 300 σε μία ημέρα… Τα προσόντα που ζητούσαν από πριν ήταν ξεκαθαρισμένα: παράστημα και φωνή. Εγώ δεν διακρινόμουν για το πρώτο και η φωνούλα μου ήταν λίγη…».
Ο Ντίνος Ηλιόπουλος δεν θα το βάλει κάτω και θα βρεθεί στη δραματική σχολή που είχε ιδρύσει ο Γιαννούλης Σαραντίδης, μεγάλο όνομα του ευρωπαϊκού θεάτρου, που βρέθηκε στην Αθήνα μετά από πρόσκληση της Μαρίκας Κοτοπούλη. Σύντομα θα βρεθεί στο θερινό θέατρο της Κατερίνας Ανδρεάδη, στο έργο “Κυρία σας αγαπώ”. Το 1944 θα παίξει με την Μελίνα Μερκούρη στο έργο “Το πένθος δεν ταιριάζει στην Ηλέκτρα”, όπου λέει και ένα τραγουδάκι του πρωτοεμφανιζόμενου Μάνου Χατζιδάκι. Στη συνέχεια θα παίξει στους θιάσους των Μαρίκα Κοτοπούλη, Δημήτρη Χορν, Μαίρη Αρώνη, το 1948 γίνεται πρώτο όνομα, ενώ ο Βασίλης Λογοθετίδης, όταν θα τον δει στο σανίδι θα πει: «Τι σπουδαίος! Τι φανταστικός κλόουν! Αυτό θα πει θέατρο!».
Το 1948 θα κάνει το ντεμπούτο του στο σινεμά, που λάτρευε, με δυο ταινίες. Την περίφημη “Μαντάμ Σουσού” του Δημήτρη Ψαθά, σε σκηνοθεσία τού σημαντικού θεατράνθρωπου Τάκη Μουζενίδη και δίπλα στον Λογοθετίδη και στην κωμωδία “Εκατό Χιλιάδες Λίρες” σε σκηνοθεσία Αλέκου Λειβαδίτη και σενάριο Μίμη Τσιφόρου, έχοντας δίπλα του τον παντοτινό φίλο του Μίμη Φωτόπουλο.
Η πορεία του στο θέατρο θριαμβευτική. Άλλωστε το θέατρο εκείνη την εποχή είναι το διαβατήριο για τον κινηματογράφο, καθώς στο σανίδι έδιναν τις εξετάσεις, εισέπρατταν το χειροκρότημα και την αγάπη του κοινού, ενώ ταυτόχρονα δοκίμαζαν και τα έργα, πριν διασκευαστούν και μεταφερθούν στη μεγάλη οθόνη- κάτι εξαιρετικά διαδεδομένο εκείνη την εποχή. Το 1952 θα κάνει ένα χαρακτηριστικό ρόλο ενός γέροντα στο κλασικό μελόδραμα “Ο Γρουσούζης” του Γιώργου Τζαβέλλα με τον Ορέστη Μακρή, ενώ το 1954 θα έρθει η πρώτη του μεγάλη επιτυχία με την ηθογραφία “Θανασάκης, ο Πολιτευόμενος”, του Αλέκου Σακελλάριου.
Ο Ηλιόπουλος, “βαμμένος” δεξιός, δεν δίστασε ποτέ να παίξει σε ταινίες που καυτηρίαζαν τα κακώς κείμενα, μιλώντας για τα λαϊκά βάσανα, να τολμήσει παρακινδυνευμένα βήματα για την καριέρα του. Σε συνδυασμό με το πηγαίο χιούμορ και τη γλυκύτητα που διέθετε, ακόμη και στα γεράματά του, αυτό τον βοήθησε να γίνει ο μοναδικός αγαπημένος “Ντίνος”, “Ντινάρα” ή “Ντινάκος” του ελληνικού λαού. Κάτι που λάτρευε να ακούει ο Ηλιόπουλος και χαρακτήριζε την «πιο γλυκιά μουσική».
Έτσι, ο τολμηρός Ηλιόπουλος, θα βρεθεί πρωταγωνιστής στον περίφημο “Δράκο” του Κούνδουρου, σε έναν κόντρα ρόλο για τον κωμικό, για το παρουσιαστικό του, τις ιδέες του. Μια υπερεκτιμημένη ταινία, σύμφωνα με τον ίδιο και για πολλούς άλλους, αλλά σίγουρα άκρως ενδιαφέρουσα και κυρίως ένα πεδίο στο οποίο απέδειξε ο Ηλιόπουλος ότι μπορεί να ερμηνεύσει εξαιρετικά κάτι εντελώς διαφορετικό απ’ τα συνηθισμένα. Για να κατανοήσουμε το πόσο γλυκός άνθρωπος ήταν θα πρέπει να αναφερθεί ότι αυτό που θυμάται κυρίως από τα γυρίσματα του “Δράκου” ήταν η επιλογή του Κούνδουρου να πάρει για ρολάκια άνεργους ηθοποιούς, τους οποίους πρόσεχε λες και ήταν βασικοί συντελεστές της ταινίας, εξασφαλίζοντάς τους και ένα καλό μεροκάματο…
Τη δεκαετία του ’60, όταν θα κάνει και το δικό του θίασο (1963) θα γνωρίσει τεράστια επιτυχία στον κινηματογράφο. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς. Τους “Μακρυκωσταίους και Κωντογιώργηδες”, το “Ζητείται Ψεύτης”, το “Φωνάζει ο Κλέφτης”, τον “Ατσίδα”, το “Κοροϊδάκι της Δεσποινίδας” ή τα πετυχημένα μιούζικαλ του Δαλιανίδη “Μερικοί το Προτιμούν Κρύο” και “Κάτι να Καίει”; Αλλά και πόσες άλλες ακόμη. Είναι αξιοθαύμαστο, ότι ο Ηλιόπουλος δεν έπεσε ποτέ θύμα της δημιουργικής εμπνευσμένης μανιέρας του, την οποία μπορούσε να προσαρμόσει σε κάθε είδος, σε κάθε χαρακτήρα, εν αντιθέσει με σπουδαίους συναδέλφους του.
Ο Ντίνος Ηλιόπουλος θα είναι ένας ακόμη πρωταγωνιστής που θα πέσει θύμα της παρακμής του παλιού εμπορικού σινεμά. Τα σενάρια έγιναν ανόητα, η σκηνοθεσία θα ξεπέσει στην άρπα κόλα, οι παραγωγές του Τζέιμς Πάρις θα σκεπάσουν σαν ταφόπλακα τις τελευταίες ψευδαισθήσεις του παλιού ελληνικού σινεμά. Παρόλα αυτά, ο χαλκέντερος πρωταγωνιστής θα συνεχίσει μέχρι τα τελευταία του να παίζει, σε ταινίες της πλάκας ή βιντεοταινίες, αλλά και σε φιλμ μίας άλλης νοοτροπίας, όπως “Ο Μελισσοκόμος” του Θόδωρου Αγγελόπουλου ή το “Ράδιο Μόσχα” του Νίκου Τριανταφυλλίδη.
Ωστόσο, στο θεατρικό σανίδι θα συνεχίσει να παραδίδει μαθήματα υποκριτικής, με κορυφαία στιγμή τη συνεργασία του με την Έλλη Λαμπέτη το 1974 στο έργο “Γλυκιά Ίρμα”, με κλασικό ρεπερτόριο και Αριστοφάνη, ενώ θα πραγματοποιήσει την μπενχουρική πραγματικά περιοδεία στις Ηνωμένες Πολιτείες, που θα κρατήσει ενάμιση χρόνο, ταξιδεύοντας σε 60 πόλεις!
Ο Ντίνος Ηλιόπουλος θα πεθάνει το 2001, αφήνοντας πίσω του την αγαπημένη του σύζυγο Χίλντεργκαρντ, τις δυο λατρευτές του κόρες Εβίτα και Χίλντα, μία υποκριτική παρακαταθήκη, αλλά και τη σεμνότητα ενός σπουδαίου ανθρώπου με σπάνιο χιούμορ, ενός άνδρα που λάτρεψε τις γυναίκες, όπως φανερώνει και η πλάκα πάνω από το μνήμα του που γράφει «Με συγχωρείτε κυρίες μου, που δεν μπορώ να σηκωθώ».
Mε πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ, Χάρης Αναγνωστάκης, Mηχανή του Χρόνου
Αθήνα, Ελλάδα
«’Εάλω η Πόλις»: Tο άπαρτο κάστρο της Κωνσταντινούπολης, από μέσα έπεσε!