Τα «αρχαία» γκράφιτι στα μνημεία του ιερού βράχου που διέσωσαν την τιμή της Αθήνας…

Η Ακρόπολη επί τουρκοκρατίας. Via ΑΠΕ – ΜΠΕ




Ο όρος «γκράφιτο» (πληθ. graffiti) είναι παμπάλαιος και ιδιαίτερα δημοφιλής στους αρχαιολόγους (τουλάχιστον τους μη Έλληνες, διότι στην ακριβή ελληνική γλώσσα οι λέξεις «χάραγμα» ή «σκαρίφημα» ή «ακιδογράφημα» είναι ικανές να αποδώσουν την ουσία και με το παραπάνω…).

Η λέξη, πάντως, συνήθως αναφέρεται σε σημάδι, σε σκάλισμα επάνω σε σκληρή επιφάνεια (πέτρα, μάρμαρο κ.λ.π). Τα σημάδια αυτά (graffiti) μπορεί να είναι ζωγραφιές (ζωγραφική των σπηλαίων της Παλαιολιθικής Περιόδου) ή γράμματα, μεταγενέστερα έως σήμερα. Γκράφιτι, με ιστορική αξία, έχουν εντοπισθεί κατά κόρον στην Αρχαία Αίγυπτο, σε περιοχές της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, και ασφαλώς στην αρχαία Ελλάδα (χαράγματα μαρτυρικά ιδιοκτησιών, σημειώσεις εμπόρων, μηνύματα, λίστες κ.α.) από τον 8ο αι. π.Χ.

Ένα εντυπωσιακό «βιβλίο» χαραγμένο στα μάρμαρα των Προπυλαίων και του Παρθενώνα, φιλοξενεί και ο βράχος της Ακροπόλεως. Παρά την αρχική αποστροφή των κλασικών αρχαιολόγων, οι οποίοι έκαναν λόγο για «βεβήλωση των ιερών μαρμάρων της αρχαιότητας», τα «χρονογραφικά χαράγματα» στους δυτικούς κυρίως κίονες του ναού, αποτελούν περίτρανες αποδείξεις του αδιάσπαστου βίου της Αθήνας από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες έως την απελευθέρωση του έθνους από τον τουρκικό ζυγό. «Ας δεχθούμε τα χαράγματα των Προπυλαίου της Ακροπόλεως των Αθηνών ως αποσπάσματα έναρθρου λόγου, μαρτυρίες ανθρώπινης παρουσίας και δράσης, που ως ψίθυροι ευλαβείας τιμούν τους απόντες που στοιχειώνουν αυτόν τον χώρο» είχε σημειώσει σε ομιλία του, το 2014, ο αρχιτέκτων καθηγητής του ΕΜΠ, Τάσος Τανούλας, ο οποίος με περίσσια υπομονή αναζήτησε, εντόπισε στους αρχαίους κίονες των Προπυλαίων και κατέγραψε περισσότερα από 100 ακιδογραφήματα.

«Στρατιωτικοί, αξιωματούχοι – σπαθάριοι και δρουγγάριοι – προσωπικότητες με πολιτικά αξιώματα – σχολάριοι, οψικιανοί, χαρτουλάριοι και νοτάριοι – ή και εκκλησιαστικοί παράγοντες, όπως πρεσβύτεροι και πρωτοψάλτες, , αλλά και απλοί πολίτες, όπως ο “Ιωάννης Ταπηνός κε αμαρτολός”, έχουν αφήσει το στίγμα τους πάνω στους κίονες, δίπλα σε απλούς σταυρούς, επικλήσεις, ιδεογράμματα πλοίου – σύμβολα της Εκκλησίας. Κάποια είναι σύντομα αφηρημένα αποτυπώματα περαστικών που τα χάραξαν μόνοι τους με ευκολία. Άλλα – κυρίως αυτά με μνείες θανάτων που ήταν και τα μεγαλύτερα σε μέγεθος – χαράχθηκαν από επαγγελματίες».

Όσο για τα ακιδογραφήματα του Παρθενώνα, είναι 235, εκ των οποίων πέντε σε λατινική γλώσσα. Τα υπόλοιπα είναι: 104 επικλήσεις προς τον τριαδικό θεό και την υπεραγία Θεοτόκο, 64 αναφορές θανάτων, 32 αναγραφές ονομάτων, 20 φράσεις εκκλησιαστικών κειμένων, 12 ποικίλα θέματα και έξι παραστάσεις. Σημειώνεται δε ότι ο μεγαλύτερος όγκος εξ αυτών βρίσκονται στο δυτικό τμήμα του Παρθενώνα, όπου ήταν και η θύρα του χριστιανικού ναού, οπότε κληρικοί και λαϊκοί επισκέπτες αναπαύονταν πριν ή μετά την είσοδό τους.

Τα προπύλαια επί Τουρκοκρατίας

Ωστόσο, σε αντίθεση με άλλους, σύγχρονους ναούς της Αθήνας, τα «χρονογραφικά χαράγματα» των μνημείων της Ακρόπολης σταματούν με την κατάληψη της πόλης και του βράχου από τους Τούρκους, γεγονός ερμηνεύσιμο μιας και ο ναός δεν λειτουργεί πλέον ως τόπος χριστιανικής λατρείας, αλλά ως τζαμί, και η κυκλοφορία των Ρωμιών στον βράχο δεν… ενδείκνυται. Όπως γράφει, δε, χαρακτηριστικά ο Καμπούρογλου, «… αφ΄ ότου οι Τούρκοι κατέλαβον τας Αθήνας και η στρατιωτική αυτών αρχή ήδρευεν εν Ακροπόλει (και) έπαυσε ο Παρθενών να είναι εκκλησία –έστω και Δυτική- μεταβληθείς εις Τζαμί, δεν είχον λόγον να επισκέπτωνται οι Αθηναίοι το Κάστρο, και επί τη υποθέσει ότι επετρέπετο, εις τινας τουλάχιστον εξ αυτών, η είσοδος, αφού η έξοδός των δεν ήτο τόσον βεβαία…».

Τα «χρονογραφικά χαράγματα» επανέρχονται μετά τη φυγή των Τούρκων, με μία πρώτη ακιδογραφία τον Απρίλιο του 1827 στον Γεώργιο Θωμόπουλο, που υπογράφει ως «αγωνιστής του 1821», και ο οποίος, ενώ χάραζε το όνομά του στην εσωτερική επιφάνεια του βόρειου τοίχου, κατά τον καθηγητή Τανούλα «πατούσε επάνω στις τουρκικές καμάρες του 18ου αι. όπου ήταν τοποθετημένη πυροβολαρχία».

Σημειώνεται ότι η πρώτη ανακοίνωση για τα χαράγματα των μνημείων του ιερού βράχου είχε γίνει το 1944 στην Ακαδημία Αθηνών από τον σπουδαίο ερευνητή της ελληνικής αρχιτεκτονικής και έναν από τους θεμελιωτές της βυζαντινολογίας στην Ελλάδα, τον ακαδημαϊκό αρχιτέκτονα και αρχαιολόγο Αναστάσιο Ορλάνδο. Ο ίδιος μάλιστα είχε αποδώσει σχεδιαστικά και αρκετά από αυτά. Τα σκίτσα του, καθώς κάποια από τα επιλεχθέντα ακιδογραφήματα κρύβονται στην αχλή του χρόνου και της ρύπανσης, αποτελούν παρακαταθήκη για την ιστορία.

Αλλά χρονογραφικά χαράγματα, αναγόμενα στην περίοδο του Τουρκοκρατίας, βρέθηκαν πολλά στο Θησείο, αρκετά στη Στοά του Γυμνασίου του Αδριανού και αλλού, καθώς και σε κάποιες εκκλησίες, όπως στου Αγίου Νικολάου Νικοδήμου (η λεγόμενη ρωσική) και στην «Όμορφη Εκκλησία» κοντά στα Πατήσια.

Από τα ευρήματα των ειδικών μελετητών, προκύπτει ότι προσφιλές πεδίο καταγραφής γεγονότων την περίοδο της υποδούλωσης των Ρωμιών της Αθήνας, υπήρξαν και οι κίονες του Ολυμπίου Διός. Το 1881 σε διατριβή του με τίτλο «Πρόχειρά τινα περί των Πηγών της Αθηναϊκής Ιστορίας κατά τους μέσους αιώνας και επί Τουρκοκρατίας», ο Σπυρίδων Λάμπρος σημειώνει: «στύλός τις των του Ολυμπιείου περιέχει εν υψηλώ τυμπάνω και οιονεί εν αποκρύφω μονονού πλήρη τον κατάλογον των υπό του Χασεκή απαγχονιζομένων». Εξηγώντας την αξία των συγκεκριμένων χαραγμάτων, ο Λάμπρος τονίζει ότι υπάρχουν και πολλές άλλες επιγραφές, χαραγμένες σε αρχαία μνημεία «κατά τους μέσους αιώνας και χρόνους της Τουρκοκρατίας».

Χάραγμα του Ορλάνδου

Όπως σημειώνουν οι ιστορικοί ερευνητές, σε μία εποχή κατά την οποία φουντώνουν οι φήμες περί εκσλαβισμού, το λίθινο χρονικό έρχεται να σώσει την τιμή της πόλης, κρατώντας χαραγμένες, αναλλοίωτες στον χρόνο, ιστορικές αναφορές σε ελληνική γλώσσα. Με το λίθινο χρονικό οι επιστήμονες καταλήγουν να επαληθεύσουν και όποια γραμμένη σε χαρτί πληροφορία. Ως παράδειγμα, φέρεται η πληροφορία του Lincoln College ότι το έτος 1554 ταξιδιώτης από την Κωνσταντινούπολη φέρνει στην Αθήνα τον λοιμό (πανώλη), ο οποίος μεταδίδεται ραγδαία, διαρκεί τρία ολόκληρα χρόνια και γίνεται η αιτία για τον θάνατο 10.000 Αθηναίων πολιτών. Οι κατοπινοί ιστορικοί θεωρούν τον αριθμό υπερβολικό, ώσπου χάραγμα στον 12ο στύλο της νότιας πλευράς του Θησείου επιβεβαιώνει το σαρωτικό πέρασμα του λοιμού από την Αθήνα κάνοντας λόγο για «μέγα θανατικόν υπό χρονολογίαν 1555, εξ ου απέθανον χιλιάδες λαού και καστριώται (Τούρκοι κατοικούντες στην Ακρόπολη)».

Με πληροφορίες από ΑΠΕ – ΜΠΕ, 
Αθήνα, Ελλάδα

Ακολουθήστε το HELLAS JOURNAL στο ΝΕWS GOOGLE

Η Google τιμά τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: