ΣΚΙΤΣΟ ΤΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ ΓΚΟΥΜΑ
Η άτυπη πενταμερής διάσκεψη για το Κυπριακό και οι διερευνητικές επαφές μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας πραγματοποιούνται χωρίς προϋποθέσεις, επειδή συναίνεσαν η Λευκωσία και η Αθήνα.
Κι όταν δεν τίθενται προϋποθέσεις και κανόνες του διεθνούς δικαίου, αναπόφευκτα η κάθε πλευρά μπορεί να βάλει στο τραπέζι κάθε αίτημα και κάθε ακραία διεκδίκηση, αποτελώντας έτσι μέρος της διαπραγμάτευσης.
Αρκετοί προβάλλουν το λογικό επιχείρημα ότι «δεν πρέπει να φοβόμαστε τον διάλογο» και ότι «αν οι Τούρκοι συνεχίσουν να ζητούν παράλογα πράγματα, δεν σημαίνει ότι θα τα αποδεχτούμε». Επίσης, ορισμένοι θεωρούν ότι «θα πρέπει να πάμε σε διάλογο με ανοιχτή ατζέντα για να φανεί ποια πλευρά είναι αδιάλλακτη».
Πόσες φορές όμως από το 1974 έγιναν προσπάθειες επίλυσης του Κυπριακού και διευθέτησης των ελληνοτουρκικών «διαφορών»;
Ειδικά οι Βρετανοί, οι οποίοι επιδιώκουν να ποδηγετήσουν και τη νέα προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού ενόψει της επικείμενης διάσκεψης, δεν εξισώνουν μόνο τον θύτη με το θύμα, αλλά υιοθετούν τις διχοτομικές επιδιώξεις της Άγκυρας.
Πόσες φορές Έλληνες πρωθυπουργοί και Κύπριοι πρόεδροι θέλησαν να κάνουν ένα και δυο και τρία βήματα παραπάνω, έχοντας την ψευδαίσθηση και την αυταπάτη ότι θα έβρισκαν ανάλογη ανταπόκριση από την τουρκική πλευρά; Με την πάροδο του χρόνου όμως διαπιστώνεται συνεχώς ότι οι Τούρκοι εκλαμβάνουν την προθυμία των Ελλήνων για «ρεαλιστικό συμβιβασμό» ως ένδειξη αδυναμίας, ζητώντας όλο και περισσότερα.
Τρανταχτά παραδείγματα αποτελούν οι περιπτώσεις των προέδρων της Κυπριακής Δημοκρατίας που αντιπροσώπευαν τον λεγόμενο «πολιτικό ρεαλισμό».
Κατά τη συνολική χρονική διάρκεια της προεδρίας τους, η οποία ήταν μεγαλύτερη σε σχέση με τη συνολική περίοδο της προεδρίας των ηγετών του λεγόμενου «απορριπτικού μετώπου», το Κυπριακό όχι μόνο δεν λύθηκε, αλλά επειδή ο καθένας τους θέλησε να κάνει κάποιες επιπλέον υποχωρήσεις με την προσδοκία για λύση, στο τέλος αυτές οι υποχωρήσεις (προσφορές προς την τουρκική πλευρά) επέφεραν τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα, συντείνοντας στην περαιτέρω εδραίωση των τετελεσμένων της τουρκικής εισβολής και κατοχής.
Επομένως, είναι ηλίου φαεινότερον πλέον ότι το Κυπριακό δεν λύθηκε παρά το γεγονός ότι οι περισσότεροι Ελληνοκύπριοι ηγέτες ήταν ιδιαίτερα απλόχεροι προς την τουρκοκυπριακή πλευρά στο ζήτημα της «πολιτικής ισότητας».
Και, είναι τραγικό, με βάση τη συνολική εμπειρία από τις συνομιλίες στο Κυπριακό, να εμφανίζονται ηγέτες στην ελληνοκυπριακή πλευρά, που, με τα λεγόμενά τους απενοχοποιούν την τουρκική πλευρά.
Μετά από κάθε αποτυχημένο κύκλο συνομιλιών, η Τουρκία είτε κερδίζει κάτι περισσότερο στη μόνιμη επιδίωξή της να σφετεριστεί κυριαρχικά δικαιώματα του Ελληνισμού σε Αιγαίο, Κύπρο και Ανατολική Μεσόγειο, είτε γίνεται ακόμη πιο επιθετική και επικίνδυνη.
Εάν μετά από κάθε γύρο διαπραγματεύσεων στο Κυπριακό και τα ελληνοτουρκικά δεν υπήρχε «ούτε γάτα ούτε ζημιά» για την ελληνική πλευρά και, τουλάχιστον, τα πράγματα έμεναν ως είχαν, σίγουρα όλοι θα λέγαμε ότι είναι πολύ καλύτερα να συνομιλείς, διατηρώντας έστω και κάποια αμυδρή ελπίδα για να περιοριστεί η πιθανότητα κρίσης ή πολέμου, παρά να αρνείσαι τον διάλογο.
Αλλά, με τέτοιες συνθήκες και με τέτοιες προθέσεις από μέρους των διαμεσολαβητών, όχι μόνο αποδυναμώνεται επικίνδυνα η προοπτική για σωστό διάλογο, αλλά διαμορφώνεται εκ των προτέρων μια κατάσταση που αναμένεται να επιφέρει σοβαρό κόστος.
Δεν πρόκειται για συνομιλίες στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου και του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Τα όσα επιχειρούνται έχουν ως αφετηρία τις παρεμβάσεις τρίτων που επιδιώκουν να εξυπηρετήσουν πρώτα τα δικά τους στρατηγικά συμφέροντα, προσφέροντας διευκολύνσεις στην Τουρκία.
Το Λονδίνο έχει αποδείξει επανειλημμένως ότι «βάζει πλάτη» στην Άγκυρα και αφού φαίνεται ξεκάθαρα ότι σε υπολογίσιμο βαθμό προσφέρει στήριξη στις τουρκικές διεκδικήσεις, τότε γιατί η Κυπριακή Δημοκρατία συνεχίζει να αποδέχεται την αυτόκλητη αποστολή του, εκτός βέβαια και εάν του έχουν αναθέσει έναν τέτοιο ρόλο.
Εφόσον λοιπόν δεν τίθενται εξαρχής προϋποθέσεις σε σχέση με την ανάγκη εφαρμογής των διεθνών κανόνων στο πλαίσιο των σχετικών ψηφισμάτων των Ηνωμένων Εθνών και εφόσον η ελληνοκυπριακή πλευρά σύρεται σε διαπραγματεύσεις, με παιχνίδια σκοπιμοτήτων και στημένων σκηνικών, τότε το αποτέλεσμα είναι και πάλι προδιαγεγραμμένο.
Αυτή τη φορά όμως, σε συνδυασμό με τα «ύποπτα σκαμπανεβάσματα» της Λευκωσίας, είναι πιο ορατό από ποτέ το ενδεχόμενο να τεθεί ασήκωτη ταφόπλακα στις ελπίδες για επανένωση της Κύπρου και των ανθρώπων της.
ΟΛΕΣ ΟΙ ΓΝΩΜΕΣ, ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ ΕΔΩ ΚΑΙ ΕΔΩ