Ο υπουργός Εξωτερικών της κατοχικής Τουρκίας, Μεβλούτ Τσαβούσογλου με τον κατοχικό ηγέτη Ερσείν Τατάρ στην κατεχόμενη Λευκωσία. Φωτογραφία via Twitter, @MevlutCavusoglu
Εν όψει της Πενταμερούς Διάσκεψης τίθεται εκ των πραγμάτων ένα ερώτημα στρατηγικής: Πως θα μπορούσε η ελληνική πλευρά να αποκομίσει πολιτικό όφελος ή διπλωματικό πλεονέκτημα μέσα από τη διαδικασία της νέας, έστω και άτυπης πρωτοβουλίας του ΟΗΕ;
Η Τουρκία προσέρχεται στις συζητήσεις με αυξημένη αυτοπεποίθηση ως απόρροια των γεωστρατηγικών της επιτυχιών στη Συρία και στη Λιβύη. Η γεωστρατηγική της στην Κύπρο, με έμφαση τις διεκδικήσεις της στο θαλάσσιο χώρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, δεν πρέπει να αποσυνδέονται στο σχεδιασμό μας από τις ηγεμονικές επιδιώξεις στης Άγκυρα στην Ανατολική Μεσόγειο που στοχεύουν στη διεύρυνση του στρατηγικού της βάθους.
Θα πρέπει επίσης να λάβουμε υπόψιν ότι οι αξιώσεις της Τουρκίας, ως προς τις θαλάσσιες ζώνες της Κύπρου, άρχισαν να γίνονται πιο αποδεκτές από τον διεθνή παράγοντα, παρά τις φραστικές και πρακτικώς αναποτελεσματικές καταδίκες.
Με αυτό το σκηνικό ευλόγως διερωτάται κανείς εάν υπάρχει προοπτική κέρδους από το διάλογο ή έστω προοπτική αναχαιτίσεως της τουρκικής καταναγκαστικής διπλωματίας. Συνεπώς, η όποια πρόβλεψη για ουσιαστικές πιέσεις επί της Τουρκίας από τον διεθνή παράγοντα είναι ευλόγως αρνητική.
Έχοντας εξασφαλίσει εκ των προτέρων τη διεθνή ανοχή και ενίοτε κατανόηση για τις διεκδικήσεις της, η Τουρκία προσέρχεται στην Πενταμερή Διάσκεψη στέλνοντας μήνυμα ότι είναι πιο έτοιμη από την ελληνική πλευρά για διάλογο. Έστω και αν οδηγηθούν οι συζητήσεις σε αδιέξοδο η Άγκυρα έχει ήδη καταγράψει και αναδείξει τις διεκδικήσεις της και με την ανοχή του διεθνούς παράγοντα τούς δίδει βάθος χρόνου, κάτι που στις διεθνείς σχέσεις μεταφράζεται ως σοβαρό πλεονέκτημα στην επίλυση διαφορών.
Σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο των συζητήσεων στην Πενταμερή, η Τουρκία θέλει να προχωρήσει σε περαιτέρω βήματα από εκεί που έμειναν τα πράγματα στο Κραν Μοντανά. Οι Τούρκοι θα προσέλθουν στις συνομιλίες θεωρώντας ως ήδη κεκτημένο τις δικές μας υποχωρήσεις στα έξι κεφάλαια που συζητήθηκαν στις εντατικοποιημένες συνομιλίες (2016 – 2017) απαιτώντας εκβιαστικώς από την ελληνική πλευρά υποχωρήσεις δομικού χαρακτήρος σε δύο πτυχές.
Πρώτα θα απαιτήσουν περαιτέρω κατανομή των εξουσιών στο κεφάλαιο της διακυβέρνησης και έπειτα θα προβάλουν το πολιτειακό μοντέλο της συνένωσης δύο κρατών, δηλαδή των δύο ισοτίμων συνιστώντων κρατών, στο πλαίσιο ενός ομοσπονδιακού συστήματος.
Έστω και αν η Πενταμερής οδηγηθεί σε αδιέξοδο, η τουρκική πλευρά θα καταγράψει και θα προβάλει διεθνώς τις αξιώσεις της. Η τακτική της είναι πλέον ευδιάκριτη μέσα από τη ρητορική που ανέπτυξε τον τελευταίο καιρό.
Συνεπώς, επαναλαμβάνοντας το αρχικό ερώτημα, πως θα μπορούσε η ελληνική πλευρά να αποκομίσει πολιτικό όφελος ή διπλωματικό πλεονέκτημα μέσα από τη διαδικασία της νέας, έστω και άτυπης, πρωτοβουλίας του ΟΗΕ, η απάντηση είναι προφανώς αρνητική.
Παρά το ότι η Τουρκία πανθομολογουμένως, εδώ και 47 χρόνια, δεν έχει κάνει τις όποιες κινήσεις στις συνομιλίες που να θεωρούνται καλής θελήσεως για την επίτευξη μίας τουλάχιστον λειτουργικής λύσεως, εντούτοις εντός της ελληνικής πλευράς υπάρχει προ πολλού μία ευδιάκριτη ομάδα, η οποία δεν χάνει την ευκαιρία να επαναλαμβάνει διαρκώς ότι θα πρέπει να προβούμε και σε άλλες υποχωρήσεις γιατί φέρει ευθύνη (sic) και η δική μας πλευρά για την μη επίτευξη λύσεως.
Όταν η ιδεολογία ως συνειδητή ή ασυνείδητη φαντασίωση δομεί την πραγματικότητα τότε στο κυπριακό έχουμε το σύνδρομο των ηττημένων μυαλών, μέσω του οποίου αναπαράγεται η γλωσσοπλασία της ρεαλιστικής (sic) υποταγής.