File photo:Ο Ιταλός πρωθυπουργός, Μάριο Ντράγκι, στην Βουλή των Αντιπροσώπων για ψήφο εμπιστοσύνης για τη νέα του κυβέρνηση στη Ρώμη της Ιταλίας. EPA, ROBERTO MONALDO, POOL
Στις βουλευτικές εκλογές που έγιναν το 2018 στην Ιταλία έλαβαν μέρος δύο ευρωσκεπτικιστικά κόμματα, το Κίνημα των Πέντε Αστέρων και η Λέγκα, που συγκυβέρνησαν μέχρι το καλοκαίρι του 2019.
Από την ίδια εθνοσυνέλευση γεννιέται σήμερα μια κυβέρνηση με επικεφαλής τον Μάριο Ντράγκι, πρώην διοικητή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Η πιο ευρωσκεπτικιστική εθνοσυνέλευση στην ιστορία της Ιταλίας καταλήγει στην πιο ευρωπαϊστική κυβέρνηση. Πώς συνέβη ένας τέτοιος μετασχηματισμός; Για να δώσουμε μια απάντηση, πρέπει πρώτα να κατανοήσουμε τα εκλογικά αποτελέσματα του 2018.
Η έκρηξη του ευρωσκεπτικισμού το 2012, σε μια στιγμή που η Ιταλία είχε την τεχνοκρατική και φιλοευρωπαϊκή κυβέρνηση του Μάριο Μόντι, μπορεί να θεωρηθεί μια αντίδραση απελπισίας απέναντι σε μια Ευρώπη που θεωρούνταν ένα αξεπέραστο εμπόδιο για την ανάπτυξη και την ευημερία του πληθυσμού.
Προσοχή όμως! Η Ιταλία είναι παραδοσιακά φιλοευρωπαϊκή, έστω και μόνο επειδή η κοινή της γνώμη ήταν πάντα «ιταλοσκεπτικιστική», δεν έχει εμπιστοσύνη δηλαδή στην εθνική ηγετική τάξη. Την περίοδο εκείνη, η εχθρότητα των Ιταλών απέναντι στην ΕΕ ήταν αποτέλεσμα της απογοήτευσης από ένα πρόγραμμα στο οποίο είχαν πιστέψει και που απέβαινε διαφορετικό του αναμενομένου. Η εχθρότητα ενός προδομένου εραστή.
Η αντίδραση απέναντι στην κρίση χρέους του 2011, η λιτότητα και η κυβέρνηση Μόντι έφεραν τη μεγάλη εκλογική επιτυχία του Κινήματος των Πέντε Αστέρων το 2013. Αντίθετα με όλα τα προγνωστικά, το κόμμα αυτό επέζησε σε όλη τη διάρκεια της εθνοσυνέλευσης του 2013-2018.
Την ίδια περίοδο, επωφελούμενη από τη μεταναστευτική κρίση, άρχισε να ανεβαίνει και η Λέγκα, την οποία ο Ματέο Σαλβίνι είχε αρχίσει να μετατρέπει σε ένα εθνικιστικό κόμμα. Τελικά, το 2016, η προσπάθεια του Ματέο Ρέντσι να μεταρρυθμίσει το ιταλικό πολιτικό σύστημα απέτυχε ύστερα από ένα δημοψήφισμα. Ο Ρέντσι ήθελε να δώσει μια εποικοδομητική έξοδο στις διαμαρτυρίες των Ιταλών, εξαιτίας όμως των λαθών του οι διαμαρτυρίες αυτές στράφηκαν εναντίον του.
Πρώτον, τα δύο κόμματα είναι εντελώς διαφορετικά. Ο Σαλβίνι μετέτρεψε τη Λέγκα σε ένα δεξιό κόμμα επικεντρωμένο στην υπεράσπιση του εθνικού συμφέροντος, ενώ το Κίνημα των Πέντε Αστέρων είχε πάντα μια πιο αδύναμη πολιτική ταυτότητα και ορισμένα από τα θέματά του ανήκαν στην «εναλλακτική» Αριστερά.
Δεύτερον, μετά τη συγκρότηση της Επιτροπής υπό την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, τα φιλοευρωπαϊκά κόμματα και η κυρίαρχη τάξη, υποβοηθούμενα από τους κακούς υπολογισμούς του Σαλβίνι και την κρίση ταυτότητας του Κινήματος των Πέντε Αστέρων, έδωσαν τέλος στο λαϊκιστικό πείραμα και οδήγησαν σε μια κυβέρνηση που βρισκόταν πιο κοντά στις ευρωπαϊκές πολιτικές ισορροπίες.
Τρίτον, ξέσπασε η πανδημία, που οδήγησε την ΕΕ να αλλάξει στρατηγική και να δώσει έμφαση, έστω και προσωρινά, στις δημόσιες δαπάνες. Αυτή η αλλαγή κλίματος εξηγεί γιατί τα δύο αυτά κόμματα στηρίζουν σήμερα τον Ντράγκι.
Υπάρχει όμως ένας κίνδυνος. Αν τα πράγματα δεν πάνε καλά, αν η κυβέρνηση Ντράγκι αποδειχθεί λιγότερο αποτελεσματική του αναμενομένου, αν η χρηματοδότηση που θα έρθει από την Ευρώπη δεν έχει τα αναμενόμενα οφέλη και αν η χώρα βγει από την πανδημία πολύ θυμωμένη, η Ιταλία μπορεί να πληρώσει βαρύ τίμημα από αυτή την αναστολή της πολιτικής.
(*) Ο Τζιοβάνι Ορσίνα είναι καθηγητής Πολιτικών Συστημάτων στο Πανεπιστήμιο LUISS – (Πηγή: El Pais via ΑΠΕ-ΜΠΕ)
«Ολοι κάποτε θα πεθάνουμε»: Τα τραγικά αποτελέσματα της «γραμμής Σόιμπλε» για τον κορωναϊό