FILE PHOTO: Το πανέμορφο Καστελόριζο. ΑΠΕ-ΜΠΕ, ΠΡΟΕΔΡΙΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΘΟΔΩΡΗΣ ΜΑΝΩΛΟΠΟΥΛΟΣ
Στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, που έχουν βαθιές ρίζες στο παρελθόν και αναμοχλεύονται με κάθε ευκαιρία, αναφέρεται εκτενές ρεπορτάζ στη γερμανική έκδοση της Le Monde Diplomatique, το οποίο μεταφέρει στην ιστοσελίδα της η DW.
Το ρεπορτάζ υπογράφει η ανταποκρίτρια Ελιζά Περιγκέρ, η οποία ταξίδεψε στο Καστελόριζο, τη Λέσβο και την Κομοτηνή και μίλησε με πολλούς ανθρώπους από τις περιοχές αυτές. Πρώτη στάση, Καστελόριζο:
Οι κάτοικοι του νησιού είναι ήρεμοι. Σε τελική ανάλυση εν καιρώ κορωνοϊού δεν θέλουν να τρομάξουν τους ελάχιστους επισκέπτες στο νησί. Αλλά ξέρει κανείς καλά ότι πάνω από τον μικρό παράδεισο υπάρχει μια σκιά. Αν ο Τούρκος πρόεδρος Ερντογάν κάνει την απειλή του πράξη και αλλάξει τους χάρτες προς όφελος της Τουρκίας, το Καστελόριζο θα βρεθεί στην πρώτη γραμμή της σύγκρουσης.
Το ρεπορτάζ αναλύει εκτενώς το ιστορικό, πολιτικό και νομικό υπόβαθρο της διαμάχης Ελλάδας-Τουρκίας για τις θαλάσσιες ζώνες, το τουρκικό δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας» αλλά και τις συμμαχίες της Ελλάδας με την Κύπρο, τη Γαλλία και την Ιταλία στην αν. Μεσόγειο.
«Ο Μακρόν είναι ένας πολύτιμος σύμμαχος, θα τον καλούσαμε ευχαρίστως στο νησί» αναφέρει για παράδειγμα ο αντιδήμαρχος Καστελόριζου Στράτος Αμύγδαλος. Η ρεπόρτερ παρατηρεί επίσης ότι στο νησί έχουν απομείνει λίγα απομεινάρια της οθωμανικής περιόδου, όπως το τζαμί στο λιμάνι που λειτουργεί ως μουσείο εν μέσω 26 εκκλησιών.
Επόμενος σταθμός: Λέσβος. Εδώ δεν υπάρχει κανένα ερευνητικό πλοίο της Άγκυρας που κατευθύνεται στην Ελλάδα, αλλά πλαστικές βάρκες, με τις οποίες μεταφέρονται μετανάστες από τις τουρκικές ακτές που απέχουν μόλις 10 χλμ. Αυτό καθιστά το τρίτο σε μέγεθος ελληνικό νησί με τους 86.000 κατοίκους ένα επιπρόσθετο πρόβλημα για τα ελληνοτουρκικά παρατηρεί σε άλλο σημείο το ρεπορτάζ.
«Η Λέσβος έχει γίνει τα τελευταία δέκα χρόνια ένα από τα σημαντικότερα σημεία αναφοράς για τους πρόσφυγες που θέλουν να φτάσουν στην Ευρώπη».
Στο ρεπορτάζ μιλά και ο περιφερειάρχης Βορείου Αιγαίου Κώστας Μουτζούρης, ο οποίος αναφέρει:
«Όταν ο Ερντογάν θέλει να διαπραγματευτεί, στέλνει πρόσφυγες. Συμπεριφέρεται πολύ πιο επιθετικά από όλους τους Τούρκους προκατόχους του».
Το ρεπορτάζ σημειώνει ωστόσο ότι εκτός από την Τουρκία στο πεδίο του προσφυγικού «και η Αθήνα ακολουθεί σκληρή γραμμή» και αναφέρεται στα σχέδια για ανέγερση φράχτη στα χερσαία σύνορα με την Τουρκία αλλά και θαλάσσια εμπόδια, όπως και στα καταμαρτυρούμενα Pushback -παράνομες επαναπρωθήσεις- στο Αιγαίο.
Τελευταία στάση: Κομοτηνή: Στο βορειοανατολικό άκρο της Ελλάδας, στα σύνορα με την Τουρκία και τη Βουλγαρία, το οθωμανικό παρελθόν είναι ακόμη παρόν. Σε κάθε χωριό της περιοχής υπάρχει ένα καλοδιατηρημένο τζαμί.
Σύμφωνα με τις ελληνικές αρχές η μουσουλμανική μειονότητα της Δυτικής Θράκης ανέρχεται σε 90.000 άτομα, ενώ άλλοι 20.000 ζουν αλλού. Η μειονότητα αποτελείται από τρεις εθνοτικές ομάδες: Ρομά, Πομάκους και μουσουλμάνους τουρκικής καταγωγής. Oι Πομάκοι είναι βουλγαρόφωνοι Σλάβοι, που εξισλαμίστηκαν επί οθωμανικής αυτοκρατορίας» σημειώνει μεταξύ άλλων το ρεπορτάζ.
Το ρεπορτάζ αναφέρεται αναλυτικά στη Συνθήκη της Λωζάννης αλλά και στη σύγχρονη πραγματικότητα της μουσουλμανικής μειονότητας, όπως και στην «πολυπλοκότητα» του ζητήματος της ταυτότητας, που έχει γίνει «αντικείμενο του παιχνιδιού εξουσίας μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας».
Όπως αναφέρει ο μικροβιολόγος και βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Μουσταφά Μουσταφά: «Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι ζουν μαζί χωρίς προβλήματα. Αλλά οι μικτοί γάμοι δεν είναι ακόμη ανεκτοί (…) Eίμαστε χωρικοί που συνδεόμαστε με αυτή την περιοχή. Θέλουμε απλώς οι απόγονοί μας να ζήσουν εδώ ειρηνικά».
Τέλος το ρεπορτάζ αναφέρεται και σε ένα ακόμη σημείο διαφωνίας Ελλάδας-Τουρκίας: «Η Τουρκία απαιτεί την επίσημη αναγνώριση ‘τουρκικής μειονότητας’, από την άλλη η Ελλάδα απορρίπτει κάθε εθνικό χαρακτηρισμό για θρησκευτικές μειονότητες.»
Εκφάνσεις αυτής της διαμάχης εντοπίζονται τόσο στον τομέα της εκπαίδευσης όσο και της θρησκευτικής λατρείας, αναφέρει το ρεπορτάζ, και κλείνοντας θίγει μεταξύ άλλων και το ζήτημα, του ρόλου του τουρκικού προξενείου στην περιοχή.
ΠΗΓΗ: Ιστοσελίδα DW, Δήμητρα Κυρανούδη