Το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Δώρος Λοϊζου. Το γάζωσαν με σφαίρες οι δολοφόνοι του. Φωτογραφία από το αρχείο του Κώστα Βενιζέλου
Τα εγκλήματα δεν παραγράφονται. Οι δολοφόνοι κυκλοφορούν ελεύθεροι: Και οι δράστες, εκείνοι που ανέλαβαν την αποστολή της δολοφονίας αλλά και εκείνοι που έδωσαν την εντολή.
Ο Δώρος Λοΐζου δολοφονήθηκε λίγες ημέρες μετά τη δεύτερη φάση της τουρκικής εισβολής. Εκείνες τις ημέρες, η Κύπρος μάζευε τα κομμάτια της: Νεκροί, αγνοούμενοι, πρόσφυγες.
Ήταν 30 Αυγούστου 1974. Εκείνη την ημέρα, η Λευκωσία είχε συγκλονιστεί από τη δολοφονία του Δώρου. Στο κέντρο της κυπριακής πρωτεύουσας, το αυτοκίνητο στην οποίο επέβαιναν ο πρόεδρος της ΕΔΕΚ, Βάσος Λυσσαρίδης, ο Δώρος Λοίζου και η σύζυγός του, Βαρβάρα Μπελ Λοΐζου, σταμάτησε από τα πυρά των δραστών, επί της γέφυρας Κάννιγγος.
Ήταν πρωί, σε μια πολυσύχναστη περιοχή οι δράστες, γνωστοί στις Αρχές, εκτέλεσαν τη διαταγή, άδειασαν τα καλασνίκοφ στο γαλάζιο Ντατσούν. Μια αδέσποτη σφαίρα έπληξε και σκότωσε τον Χρυσήλιο Μαυρομμάτη από το Ακάκι, ο οποίος κατά την ώρα των πυροβολισμών βρισκόταν σε απέναντι κατάστημα. Ο Βάσος Λυσσαρίδης, ο βασικός στόχος των δολοφόνων, και η Βαρβάρα Λοΐζου τραυματίσθηκαν από την επίθεση.
Η δολοφονία του Δώρου Λοΐζου, στις 30 Αυγούστου 1974, παραμένει ένα ανεξιχνίαστο πολιτικό έγκλημα. Οι δολοφόνοι, γνωστοί, δεν πήραν τις παραμικρές προφυλάξεις. Tο κράτος δεν προχώρησε ποτέ να τους παρουσιάσει ενώπιον δικαστηρίου. Οι δολοφόνοι κυκλοφορούν ελεύθεροι!
Τρεις τουλάχιστον έχουν κατονομαστεί. Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι μια άλλη ομάδα είχε στήσει καρτέρι έξω από το ταχυδρομείο της πλατείας Μεταξά, σήμερα Ελευθερίας.
Το πόρισμα του θανατικού ανακριτή, Αντώνη Ιωαννίδη, είναι αρκούντως διαφωτιστικό.
Οδοκαθαριστής στο Δημαρχείο Λευκωσίας, ο οποίος εκείνο το πρωί εργαζόταν στην περιοχή του περιπτέρου «ΟΧΙ» και στη γέφυρα Κάνιγγος, ανέφερε στο δικαστήριο ότι είχε προσέξει πως ένα αυτοκίνητο ήταν σταθμευμένο με κατεύθυνση τη λεωφόρο Στασίνου. Εντός του αυτοκινήτου βρίσκονταν τρία πρόσωπα. Ο οδηγός και δυο που καθόντουσαν στο πίσω μέρος του.
Από τη μαρτυρία αυτή προκύπτει πως ο οδοκαθαριστής είδε όλο το σκηνικό της απόπειρας και τους δράστες. Πώς αξιοποιήθηκε η μαρτυρία αυτή; Όπως και γυναίκας που είχε κατονομάσει έναν από τους δράστες;
Ο ηγέτης της ΕΔΕΚ, Βάσος Λυσσαρίδης, ο οποίος ήταν στόχος των δολοφόνων, σε ομιλία του στην ολομέλεια της Βουλής, στις 4 Μαρτίου 1976, κατά τη συζήτηση του θέματος, ανέφερε, μεταξύ άλλων, τα εξής:
«Το άλλοθι ενός υπόπτου στηρίχθηκε στη μαρτυρία του άλλου, που κατονόμασα ως ύποπτο. Και για άλλους δυο υπόπτους και πάλιν ο ίδιος υποψήφιος έδωσε μαρτυρία για το άλλοθί τους και η Αστυνομία εδέχθη. Ο ένας ύποπτος να στηρίξει το άλλοθι του άλλου υπόπτου!
Κάποιος άλλος ύποπτος ισχυρίσθηκε πώς ήταν άρρωστος στο χωριό του και παρουσίασε ως μάρτυρες τους συγγενείς του την ημέρα της δολοφονίας. Υπήρξε σαφής μαρτυρία από άλλους ότι την ίδια ημέρα της δολοφονίας βρισκόταν στη Λευκωσία. Τι έκανε η Αστυνομία; Τον συνέλαβε; Όχι. Πήρε νέα κατάθεση από τον ύποπτο που είπε ότι λυπάται γιατί έκανε λάθος και παραδέχθηκε ότι βρισκόταν στη Λευκωσία. Και οι μαρτυρίες των συγγενών πως ήταν άρρωστος στο χωριό του; Μικρολεπτομέρειες για τους αρμοδίους. Ο ύποπτος δεν ξαναενοχλήθηκε.
Για κάποιον υπάρχει σαφής μαρτυρία ότι εθεάθη να παραλαμβάνει όπλο στην περιοχή του εγκλήματος και την ώρα του εγκλήματος, τον Γ.Π. Τι έγινε; Είπαν: «Μια και δεν βρήκαμε το όπλο πώς μπορούμε να τον συνδέσουμε με το έγκλημα;» Έτσι ο οπλοφόρος που θεάθηκε με όπλο αμέσως μετά το έγκλημα στον τόπο του εγκλήματος δεν συνελήφθη παρά για λίγες ώρες, όπως είπα πριν.
Μια και ήταν στρατιωτικός τού εζητήθη να δείξει το όπλο του, το οποίον του είχε παραδώσει το κράτος. Θα μπορούσε να ερευνηθεί εάν οι κάλυκες είχαν σχέση με το όπλο του. Ο ύποπτος έχει χάσει το όπλο του και εγώ διερωτώμαι πότε ο λαός θα χάσει την ψυχραιμία του. Η μαρτυρία για την ενοχή του δόθηκε τρεις ημέρες μετά την απόλυσή του. Και ο δικαστής σημειώνει:
«Και όμως, ουδεμία ενέργεια εκ μέρους της Αστυνομίας εγένετο σχετικά με τον Π». Και περαιτέρω ερωτά: «Διατί ο διευθύνων εξεταστής δεν έλαβε γνώσιν της καταθέσεως, δεν γνωρίζω, ουδεμία εξήγησις μού εδόθη».
Κάποιος άλλος φίλος του Γ.Π., ο Φ.Δ., για τον οποίον υπήρχαν σαφέστατες και πάλιν υποψίες, δεν συνελήφθη και υπάρχει έκθεση ανώτατου στελέχους της Αστυνομίας εκ των υστέρων, η οποία ψέγει την Αστυνομία διότι πρώτο δεν εζητήθη η κράτηση του Π., δεύτερο διότι δεν συνελήφθη και δεν κρατήθηκε ο Φ.Δ. και τρίτο διότι δεν κρατήθηκε κάποιος άλλος, ο Α.Χ., για τον οποίο σύμφωνα και πάλιν με την άποψη αυτού του ανώτατου στελέχους υπήρχαν και πάλιν αρκετές ενδείξεις τουλάχιστον για σύλληψη.
Όταν δε έδωσε άλλοθι ο Χ., το άλλοθί του εξετάζετο ενώ ήταν ελεύθερος. Λες και επρόκειτο για μια μικροδιάρρηξη ή για μια μικροκλοπή. Αλλά και τότε ακόμα, όπως ξέρουν οι νομικοί, το άλλοθι εξετάζεται αφού συλληφθεί ο ύποπτος για να μην επηρεάσει οποιονδήποτε για το άλλοθι…»
(Σημειώνεται πως αν και τα ονόματα αναφέρθηκαν στη Βουλή, επιλέγεται να μη δημοσιευθούν).
Στον Γενικό Εισαγγελέα
Πέρα από όσα είχαν λεχθεί στο δικαστήριο, στοιχεία προέκυψαν και αργότερα, τα οποία είδαν και το φως της δημοσιότητας. Μεταξύ αυτών και ο θάνατος μιας γυναίκας, που θεωρήθηκε «ατύχημα», ηλεκτροπληξία. Η γυναίκα είχε σχέση με έναν από τους δολοφόνους και ήταν έτοιμη να μιλήσει.
Στην πρόσφατη έρευνα, που έχει κυκλοφορήσει σε βιβλίο με τίτλο «ΔΩΡΟΣ ΛΟΪΖΟΥ: Οι δολοφόνοι κυκλοφορούν ελεύθεροι» (εκδόσεις Hippasus), επιβεβαιώνονται μια σειρά από ζητήματα σε σχέση με σκοπιμότητες γύρω από τη διερεύνηση της υπόθεσης από την Αστυνομία.
Από την έρευνα προκύπτει πως οι ανακριτικές Αρχές, η Αστυνομία τότε (Αύγουστος 1974), δεν είχαν κάνει όσα έπρεπε για τη διαλεύκανση της δολοφονίας. Από τα πρακτικά του δικαστηρίου, τα οποία περιλαμβάνονται στην έρευνα, προκύπτει πως δεν αξιοποιήθηκαν ως έπρεπε μαρτυρίες.
Τον περασμένο Ιανουάριο απέστειλα στον τότε Γενικό Εισαγγελέα επιστολή για να αξιοποιηθούν τα νέα στοιχεία για τη δολοφονία του Δώρου, που περιλαμβάνονται στο βιβλίο, και να συνεχιστεί η έρευνα. Η επιστολή στάλθηκε και τον Φεβρουάριο, για υπενθύμιση. Ενόψει της αφυπηρέτησής του και πίεσης άλλων υποθέσεων, ο τέως Γενικός Εισαγγελέας δεν πρόλαβε, όπως εξήγησε, να εξετάσει το θέμα. Πρόθεση είναι να σταλεί η επιστολή και στον νέο Εισαγγελέα.
Το προηγούμενο βράδυ της δολοφονίας, 29 Αυγούστου, για λόγους ασφαλείας ο Βάσος Λυσσαρίδης διανυκτέρευσε στο σπίτι του Δώρου και της Βαρβάρας. Μαζί τους και μια δημοσιογράφος της βρετανικής εφημερίδας Γκάρντιαν, η Λίνσκοτ, που βρισκόταν στην Κύπρο για ρεπορτάζ.
Ο Δώρος, θα πει η Βαρβάρα, ήταν ανήσυχος όλο το βράδυ. Έβλεπε ύποπτες κινήσεις στον δρόμο. Αυτοκίνητα πηγαινο-έρχονταν στον δρόμο κάτω από το διαμέρισμα και κοίταζαν προς το μέρος τους. Ήταν, όπως ανέφερε, έντονη η ανησυχία του Δώρου, ο οποίος της ανέφερε πως «κάτι κακό θα συμβεί αύριο». Το διαισθανόταν και το έλεγε συνεχώς στη Βαρβάρα. Άλλωστε με τον θάνατο είχε αναμετρηθεί πολλές φορές. Και στην αντίσταση και μέσα από τους στίχους του.
Την επόμενη ημέρα, το πρωί, ξεκίνησαν με το αυτοκίνητο του Δώρου προς τα γραφεία της ΕΔΕΚ, στην Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, στη Λευκωσία. Πρώτα μετέφεραν τη δημοσιογράφο στο ξενοδοχείο Χίλτον, όπου διέμενε. Το αυτοκίνητο, Ντατσούν DE 223, οδηγούσε ο Δώρος, συνοδηγός η Βαρβάρα και στο πίσω κάθισμα ο Βάσος Λυσσαρίδης.
Όταν το αυτοκίνητο εισήλθε στη γέφυρα Κάνιγγος και έφθασε στον κυκλικό κόμβο, τρεις οπλοφόροι της ΕΟΚΑ Β, που τους είχαν στήσει καρτέρι, άρχισαν να το γαζώνουν. Το αυτοκίνητο ανέπτυξε ταχύτητα και στη συνέχεια ακινητοποιήθηκε. Ο Δώρος δολοφονήθηκε, ο Βάσος Λυσσαρίδης τραυματίσθηκε από τα σπασμένα γυαλιά του αυτοκινήτου και είχε αιμορραγία. Η Βαρβάρα τραυματίσθηκε στο χέρι και στο κεφάλι.
Η ίδια θυμάται πως δεν αντιλήφτηκε εκείνη τη στιγμή πως ο Δώρος είχε πεθάνει. Το αίμα του, θυμάται, είχε κυλήσει πάνω της, γέμισαν τα ρούχα της. Ο Δώρος και ο Λυσσαρίδης μεταφέρθηκαν στο Νοσοκομείο. Στο Νοσοκομείο Λευκωσίας διαπιστώθηκε ο θάνατος του Δώρου. Σημειώνεται πως από τις ριπές των αυτομάτων όπλων, τρεις περαστικοί τραυματίστηκαν και ο ένας από αυτούς, ο Χρυσήλιος Μαυρομάτης, υπέκυψε αργότερα στα τραύματά του.
ΟΛΕΣ ΟΙ ΓΝΩΜΕΣ, ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ ΕΔΩ ΚΑΙ ΕΔΩ
Ανάβει φωτιές ο Ερντογαν, το θέμα να μην καούμε εμείς: Δεν αρκεί η επίκληση του διεθνούς δικαίου