Στιγμίοτυπο από την προγραμματισμένη εθνική ανθυποβρυχιακή άσκηση “ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΗΡ”. Πηγή: ΓΕΝ
Παρακολούθησα με μεγάλο ενδιαφέρον τη συνέντευξη του καθηγητή Χρ. Ροζάκη (26.06.2020 στην εκπομπή της Κρήτη TV «Αντιθέσεις», στον εξαίρετο δημοσιογράφο Γιώργο Σαχίνη).
Νωρίς στη συζήτηση, ο κύριος καθηγητής, πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου του Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, έθεσε το πλαίσιο αναφέροντας πως στην Ελλάδα «έχουμε αναπτύξει μια μαξιμαλιστική θέση ή μια σειρά μαξιμαλιστικών θέσεων» σε σχέση με τις θαλάσσιες ζώνες, ειδικότερα όσον αφορά στην πλήρη επήρεια όλων των νησιών στον καθορισμό αυτών, αλλά και στην αύξηση των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ.
Ενώ αρχικά δήλωσε πως αντιλαμβάνεται ότι αυτές είναι «διαπραγματευτικές θέσεις», αφού «ένα κράτος ξεκινάει πάντα μια διαπραγμάτευση με μαξιμαλισμούς και κατόπιν υποχωρεί σε δεύτερες θέσεις», στη συνέχεια τόνισε πως ο (ελληνικός) μαξιμαλισμός «αποκλείει τη διαπραγμάτευση».
Σε σχέση με αυτήν την τοποθέτηση, τίθενται κάποια ερωτήματα επί της αρχής. Συγκεκριμένα:
Σε σχέση με τις δύο βασικές ελληνικές «μαξιμαλιστικές» θέσεις, θέλω να είμαι δίκαιος με τον κ. Ροζάκη.
Όντως, αν και η βασική θέση σύμφωνα με το άρθρο 121 της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας είναι πως «η χωρική θάλασσα, η συνορεύουσα ζώνη, η αποκλειστική οικονομική ζώνη και η υφαλοκρηπίδα μιας νήσου καθορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας σύμβασης που εφαρμόζονται στις άλλες ηπειρωτικές περιοχές», μέρος της νομολογίας του Διεθνούς Δικαστηρίου δεν υποστηρίζει απόλυτα τις ελληνικές θέσεις σε σχέση με την πλήρη επήρεια όλων των νησιών σε υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ.
Εν τούτοις, όπως δέχεται κι ο ίδιος, κάθε υπόθεση είναι ξεχωριστή και μοναδική.
Το ανησυχητικό όμως είναι πως σε ερώτηση του δημοσιογράφου για την αντίφαση της Τουρκίας να μην αναγνωρίζει θαλάσσιες ζώνες στα ελληνικά νησιά αλλά να ορίζει τέτοιες με το ψευδοκράτος, το σχόλιο του κ. Ροζάκη ήταν ότι αυτό είναι ένα παράδειγμα για το πώς πρέπει να οριοθετούνται οι θαλάσσιες ζώνες αφού οι ακτές της Τουρκίας είναι πολύ μεγαλύτερες από αυτές της Κύπρου!
Προσωπικά, ως ιδιώτης (πολλώ δε μάλλον αν υπηρετούσα το Υπoυργείο Εξωτερικών), θα έσπευδα να υιοθετήσω το λοιπό τμήμα της νομολογίας το οποίο δικαιώνει τις ελληνικές θέσεις. Να αναδείξω τη γεωμορφολογία της Ελλάδας ως μικτό, παράκτιο αρχιπελαγικό κράτος, το οποίο αποτελείται από ηπειρωτικό τμήμα και μία συστάδα εκατοντάδων κατοικημένων νησιών.
Αυτή η νησιωτική ενότητα στον Αιγαιακό χώρο (συμπεριλαμβανομένου του συμπλέγματος του Καστελλορίζου, το οποίο κατά τον κ. Ροζάκη «κείται μακράν») είναι σαφώς ευρύτερη αυτής που παρουσιάζει ο κ. Ροζάκης αναφερόμενος μόνο στο τμήμα μεταξύ Σουνίου και Ρόδου. Επιπροσθέτως, θα τόνιζα το συνολικά πολύ μεγαλύτερο μήκος των ελληνικών ακτών σε σχέση με τις τουρκικές, το οποίο σαφώς απαιτεί αντίστοιχα μεγαλύτερη έκταση και αναλογία σε θαλάσσιες ζώνες.
Για να γίνει ξεκάθαρο αυτό που λέω: όπως το γεγονός ότι ενώ η γεωγραφία (σε συνδυασμό με το Διεθνές Δίκαιο) δίνει περισσότερη θαλάσσια έκταση στην Ελλάδα δε σημαίνει ότι η τελευταία δύναται να διεκδικήσει νομικά χερσαίο τμήμα της Τουρκίας, αντίστοιχα το ότι η Τουρκία έχει μεγαλύτερο ηπειρωτικό χώρο δεν τη νομιμοποιεί να απαιτεί το θαλάσσιο χώρο της Ελλάδας.
Ο κ. Ροζάκης γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα ότι το Διεθνές Δίκαιο προβλέπει το δικαίωμα του πλου διέλευσης σε θαλάσσια στενά αλλά και της αβλαβούς διέλευσης στα χωρικά ύδατα όπου ασκεί κυριαρχία το δικαιούχο κράτος. Μάλιστα, ακριβώς λόγω της πιθανής δημιουργίας διεθνών στενών από την αύξηση των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. που προβλέπει η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, η τελευταία ενσωματώνει ειδικές προβλέψεις για την αποφυγή προβλημάτων στο Μέρος ΙΙΙ.
Εφ’ όσον η Ελλάδα προτίθεται να διαχειριστεί αυτό το επιπρόσθετο τμήμα πλήρους εθνικής κυριαρχίας επιδέξια, η κίνηση αυτή θα είναι κομβική για την άμυνα και την ασφάλειά της, ενώ θα αμφισβητήσει άμεσα de jure (και θα καταργήσει, εν μέρει) το παράνομο μνημόνιο Τουρκίας – Σάρατζ.
Τέλος, θα αποδειχτεί πως η συγκεκριμένη «μαξιμαλιστική θέση» της Ελλάδας, εν αντιθέσει με αυτές της Τουρκίας, είναι πλήρως εναρμονισμένη με το Διεθνές Δίκαιο και, ως εκ τούτου, δεν αποκλείει τη διαπραγμάτευση αφού δεν μπορεί να είναι καν αντικείμενο αυτής. Κάπως έτσι, αφαιρείται ένα επιχείρημα εναντίον του δήθεν «μαξιμαλισμού» των ελληνικών θέσεων ένθεν και ένθεν των συνόρων.
(*) Ο Βασίλης Αδαμίδης είναι αναπληρωτής Καθηγητής στη Νομική Σχολή του πανεπιστημίου Νόττιγχαμ Τρεντ του Ηνωμένου Βασιλείου.
ΟΛΕΣ ΟΙ ΓΝΩΜΕΣ, ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ ΕΔΩ ΚΑΙ ΕΔΩ
Οι δύο ύβρεις προς την Αγία Σοφία: Η ιδεολογία του θανάτου εκατοντάδων χιλιάδων μη Τούρκων…