File Photo: ΑΠΕ/ΜΠΕ
Τα προβιοτικά, είτε λαμβάνονται μόνα τους είτε σε συνδυασμό με πρεβιοτικά, μπορούν να βοηθήσουν στον μετριασμό της κατάθλιψης, σύμφωνα με μία νέα επιστημονική μελέτη που αξιολόγησε όλα τα έως τώρα επιστημονικά δεδομένα.
Από την άλλη, η θετική επίπτωσή τους στο άγχος δεν είναι εξίσου σαφής.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τη δρα Κάθι Μάρτιν της Σχολής Επιστημών Υγείας του βρετανικού Πανεπιστημίου του Μπράιτον, έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο βρετανικό ιατρικό περιοδικό «BMJ Nutrition Prevention & Health».
Είναι γνωστό, πλέον, στους επιστήμονες ότι υπάρχει αμφίδρομη σχέση ανάμεσα στον εγκέφαλο και στο πεπτικό σύστημα (ο λεγόμενος «άξονας εγκεφάλου-εντέρου»). Ολοένα περισσότεροι ερευνητές και γιατροί εστιάζουν στην πιθανότητα το μικροβίωμα (το οικοσύστημα μικροοργανισμών του εντέρου) να βοηθά στην αντιμετώπιση των ψυχικών διαταραχών.
Η νέα μελέτη (μετα-ανάλυση) αξιολόγησε επτά μελέτες πάνω στη σχέση προβιοτικών/πρεβιοτικών και ψυχικής υγείας. Οι μελέτες εξέτασαν συνολικά 12 προβιοτικά στελέχη (Lactobacillus acidophilus, Lactobacillus casei, Bifidobacterium bifidium κ.ά.).
Επειδή, όμως, όλες οι μελέτες που εξετάσθηκαν διήρκησαν σχετικά μικρό χρονικό διάστημα και σε αυτές συμμετείχαν λίγοι άνθρωποι, οι ερευνητές ανέφεραν ότι είναι δύσκολο να εξαχθούν οριστικά συμπεράσματα κατά πόσο τα οφέλη των προβιοτικών/πρεβιοτικών διαρκούν πολύ και αν σε βάθος χρόνου υπάρχουν κάποιες ανεπιθύμητες παρενέργειες λόγω της παρατεταμένης χρήσης.
Τα προβιοτικά πιθανώς μειώνουν την παραγωγή χημικών ουσιών που προκαλούν φλεγμονή, όπως οι κυτταροκίνες (π.χ. στην περίπτωση της φλεγμονώδους νόσου του εντέρου).
Από την άλλη, με δεδομένο ότι τόσο οι διαταραχές του άγχους όσο και η κατάθλιψη επηρεάζουν τους ανθρώπους με διαφορετικό τρόπο, είναι αναμενόμενο ότι τα προβιοτικά/πρεβιοτικά δεν θα δράσουν με τον ίδιο τρόπο σε όλους, όσον αφορά τις επιπτώσεις στον ψυχισμό τους.
Εξάλλου, σύμφωνα με τους ερευνητές, οι άνθρωποι με κατάθλιψη και αγχώδεις διαταραχές συχνά έχουν άλλα υποκείμενα προβλήματα, όπως η ανεπαρκής παραγωγή ινσουλίνης και το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου.
Με πληροφορίες από ΑΠΕ – ΜΠΕ/Παύλος Δρακόπουλος
Αθήνα, Ελλάδα