File Photo: Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Νίκος Αναστασιάδης. (Δ) ΓΤΠ, Σ.ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ
Πολλές φορές οι άνθρωποι, ως πολιτικά όντα που αναζητούν διαρκώς εξηγήσεις και ερμηνείες της κοινωνικής πραγματικότητας, επιχειρούν με απλουστευτικές υποβαθμίσεις να εξηγήσουν μία σύνθετη κατάσταση.
Από αυτή την αδυναμία πάσχει και η πρόσφατη αναφορά του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας στις στρατιωτικές δυνατότητες της Κύπρου.
Έχει πει στα πλαίσια συνέντευξης ότι:
Παρομοίως, μεγάλο μέρος της κριτικής που δέχτηκε ο Πρόεδρος πάσχει από αυτή την αδυναμία. Επιπλέον, τόσο η αναφορά του Προέδρου όσο και ορισμένοι επικριτές του, σχεδόν αναπόδραστα, πέφτουν και στην παγίδα της προκρούστειας προσαρμογής των πραγματικοτήτων σε προϋπάρχουσες αντιλήψεις και ιδεολογικές προκαταλήψεις. Με αυτόν τον τρόπο, γίνονται προσεγγίσεις με μοναδικό ερμηνευτικό εργαλείο τα ιστορικά και πολιτικά αφηγήματα που ο καθ’ ένας υιοθετεί.
Δεν μπορούμε μετά απόλυτης βεβαιότητας να γνωρίζουμε τι ακριβώς ήθελε να πει ο Πρόεδρος και αν υπάρχουν παράμετροι στην αντίληψή του που δεν καλύπτονται από αυτή τη σύντομη τοποθέτηση. Ταυτόχρονα, δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι οι προθέσεις που του αποδίδονται ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.
Σε κάθε περίπτωση όμως μπορούμε να εξετάσουμε, όσο μας το επιτρέπει ο περιορισμένος συγγραφικός χώρος, τις στρατιωτικές διαστάσεις του κυπριακού προβλήματος και της δραστηριότητας της Τουρκίας στην κυπριακή ΑΟΖ.
Ξεκινώντας έναν απαγωγικό συλλογισμό, επιλέγουμε να θέσουμε τα εξής ερωτήματα:
1. Είναι μέσα στους σχεδιασμούς της Τουρκίας μια νέα στρατιωτική επίθεση κατά της Κύπρου;
Κατά τη γνώμη μου σίγουρα δεν αποτελεί προτεραιότητα, ούτε και επιθυμητό σενάριο. Τόσο το στρατιωτικό, όσο και (κυρίως) το οικονομικό, διεθνές/διπλωματικό και εσωτερικό πολιτικό κόστος είναι δυνατό να ξεφύγουν από τα πλαίσια του αποδεκτού. Όσο όμως πιο αδύναμη είναι η κυπριακή άμυνα, τόσο χαμηλώνει ο πήχης του ενδεχόμενου κόστους για την Τουρκία, με αποτέλεσμα η επιλογή αυτή να καθίσταται (ως έσχατη επιλογή πάντα) ελκυστικότερη.
2. Μπορεί η Κύπρος να αμυνθεί σε περίπτωση τουρκικής στρατιωτικής επίθεσης;
Εξαρτάται από την έκταση της στρατιωτικής επιχείρησης και από τον στόχο που καλείται να υπηρετήσει. Υπάρχει μια πληθώρα επιλογών στρατιωτικής ενέργειας. Αν π.χ. στόχος είναι η απόσπαση μικρού εδαφικού τμήματος των ελεύθερων περιοχών ή η πρόκληση μιας περιορισμένης έκτασης ζημιάς σε κρίσιμες υποδομές, τότε ενδεχομένως να μην είναι εύκολη η πρόληψη και η αποτροπή. Μπορεί όμως το κόστος για την Κυπριακή Δημοκρατία να είναι αποδεκτό και να μπορέσει να το απορροφήσει.
Στη σύνθετη διεθνή τάξη της εποχής μας, πολύ δύσκολα μπορεί ένα κράτος να κατακτήσει στρατιωτικά ολόκληρη την εδαφική περιοχή άλλου κράτους και ακόμα πιο δύσκολα να επωμιστεί το κόστος της διατήρησής της (το 1974 δεν αποτελεί παράδειγμα τέτοιας περίπτωσης διότι καταλήφθηκε μέρος της επικράτειας, όχι το σύνολό της). Δεν υπάρχει ιστορικό προηγούμενο πλήρους κατάληψης στη μεταπολεμική Ευρώπη. Και στις περιπτώσεις, πέραν της Ευρώπης, όπου αυτό επιχειρήθηκε, για διάφορους λόγους οδήγησε σε δυσβάστακτο κόστος και κατάρρευση της πολιτικής που το επέβαλε (π.χ. ΗΠΑ στην Ινδοκίνα και στο Ιράκ, ΕΣΣΔ στο Αφγανιστάν).
Αυτά βέβαια είναι δύο ακραία σενάρια. Υπάρχουν πληθώρα ενδιάμεσων επιλογών στρατιωτικής δράσης για την Τουρκία, ως επίσης και η επιλογή αποχής από αυτήν. Συνεπώς, το ερώτημα αυτό δεν έχει ουσία από μόνο του, χωρίς αντιπαραβολή με το ερώτημα κατά πόσον είναι διατεθειμένη η Τουρκία να προβεί σε μια τέτοια ενέργεια (και ποιας έκτασης ενέργεια).
3. Μπορεί η Κύπρος να σταματήσει διά της βίας την παράνομη γεωτρητική δραστηριότητα της Τουρκίας εντός της κυπριακής ΑΟΖ;
Σίγουρα όχι με στρατιωτικά μέσα. Ακόμα και αν η Κύπρος διέθετε ισχυρά πλωτά μέσα άμυνας, δεν θα μπορούσε να αναπτύξει δυνάμεις υπέρτερες της Τουρκίας. Ενώ στον κλειστό χώρο (π.χ. αστικές περιοχές, ορεινοί όγκοι) οι αμυντικές τακτικές είναι δυνατόν να περιορίσουν σημαντικά τη σημασία του μεγέθους των δυνάμεων του επιτιθέμενου (τουλάχιστον στη βραχυχρόνια περίοδο), στην ανοικτή θάλασσα το μέγεθος (πλήθος πλωτών μέσων, δύναμη πυρός, τεχνολογική επάρκεια) μετρά περισσότερο.
4. Με βάση τις τουρκικές ενέργειες και δηλώσεις, πώς μπορεί να κωδικοποιηθούν οι επιδιώξεις της Άγκυρας στην Κύπρο, αλλά και οι στρατηγικές επιλογές προς υλοποίησή τους;
Βασική υπόθεση εργασίας είναι ότι η Τουρκία επιδιώκει, σε πρώτη φάση, να εξουδετερώσει την δυνατότητα της Λευκωσίας να λαμβάνει αποφάσεις σε διεθνές επίπεδο ανεξαρτήτως των επιθυμιών της Άγκυρας. Μακροπρόθεσμα, επιδιώκει την εδραίωση τέτοιων όρων επίλυσης του κυπριακού που, στην ουσία, να «σκοτώνουν» την κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας και να εξωθούν την ελληνοκυπριακή πλευρά σε έναν αδιέξοδο συμβιβασμό που θα καταργεί τις ρυθμίσεις του 1960 (με εξαίρεση το καθεστώς εγγύησης) και που θα παρέχει στην ίδια τον πλήρη στρατιωτικό και πολιτικό έλεγχο του νησιού.
Οι επιδιώξεις αυτές υλοποιούνται σταδιακά μέσω πολιτικών εξαναγκαστικής διπλωματίας, στα πλαίσια της οποίας αξιοποιείται η τουρκική στρατιωτική υπεροπλία όχι ως ρομφαία, αλλά ως δαμόκλειος σπάθη. Η κεκαλυμμένη απειλή ενός νέου ’74 αποτελεί τον παράγοντα εκείνο που θα ανοίξει το δρόμο για τον διπλωματικό συμβιβασμό που επιδιώκει η Άγκυρα.
Προς υποστήριξη αυτού του στόχου, χρησιμοποιεί τακτικές υβριδικού πολέμου (π.χ. εποικισμός και αλλοίωση δημογραφικού χαρακτήρα των κατεχομένων, εργαλειοποίηση των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών προς τις ελεύθερες περιοχές κ.α.) προκειμένου να εδραιώσει την αντίληψη της έλλειψης εναλλακτικών επιλογών για την ελληνοκυπριακή πλευρά.
5.Με βάση τα πιο πάνω, χρειάζεται η Κύπρος αμυντική θωράκιση;
Η απάντηση είναι σαφής και μονολεκτική: απαραιτήτως.
Στο σενάριο της τουρκικής επίθεσης για μερική ή ολοκληρωτική κατάληψη της ελεύθερης Κύπρου δεν είναι σημαντική τόσο η χρήση των αμυντικών στρατιωτικών μέσων, όσο η ύπαρξη και η ετοιμότητά τους. Η τελευταία ενεργεί αποτρεπτικά για τον επιτιθέμενο όχι μόνο στο επίπεδο της λήψης αποφάσεων, αλλά και στο επίπεδο της εκτέλεσης: διαφορετική είναι η ψυχολογία του επιτιθέμενου στρατιώτη που καλείται να ολοκληρώσει το έργο της κατάληψης ξένου εδάφους αν γνωρίζει ότι δεν θα συναντήσει αντίσταση και διαφορετική αν γνωρίζει ότι θα υπάρξει αντίσταση και μάλιστα σθεναρή. Κατ’ αυτό τον τρόπο τροποποιείται όχι μόνο η αναμενόμενη αποτελεσματικότητα του επιτιθέμενου σε στρατιωτικό επίπεδο, αλλά και η βούλησή του να επιτεθεί σε επίπεδο λήψης απόφασης.
Εάν στις επιλογές κλιμάκωσης περιλαμβάνεται και σενάριο χερσαίας επίθεσης (ή εισόδου στα χωρικά ύδατα της Κυπριακής Δημοκρατίας), τότε ενεργοποιείται ο (ψυχολογικός κυρίως) μηχανισμός της αποτροπής που περιγράψαμε πιο πάνω. Κατ’ αυτό τον τρόπο, η άμυνα της κυρίαρχης περιοχής όχι μόνο διασφαλίζει το έδαφος όπου διάγει τον βίο του ο κυπριακός ελληνισμός, αλλά και περιορίζει τις επιλογές της Τουρκίας στην ανοικτή θάλασσα, φέρνοντας έτσι πιο κοντά τα λιγότερο επικίνδυνα σενάρια της ειρηνικής επίλυσης των κείμενων διαφορών.
Είναι σαφές ότι αναλύσεις όπως αυτή κινδυνεύουν, εξ υπαρχής, να πέσουν στην παγίδα την οποία περιγράψαμε στην εισαγωγή του παρόντος άρθρου. Ο κίνδυνος αυτός ελαχιστοποιείται εάν η ανάλυση διεξάγεται στη βάση εδραιωμένων θεωρητικών παραδοχών, οι οποίες έχουν γενική ερμηνευτική αξία και δεν αφορούν μόνο στην υπό μελέτη περίπτωση. Αυτή ήταν και η προσπάθειά μας.
Στα του οίκου της, η Κυπριακή Δημοκρατία οφείλει να πράττει ό,τι είναι δυνατόν προκειμένου να διασφαλίζει την άμυνα του κυρίαρχου εδάφους της. Στα διεθνή, οφείλει να μελετά και να αντιλαμβάνεται τις διεθνείς τάσεις να καλλιεργεί έναν ψηλό βαθμό διεθνούς αξιοπιστίας, προκειμένου να είναι σε θέση να τις αξιοποιεί στο μέγιστο δυνατό βαθμό.
(*) Επίκουρος Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, Πανεπιστήμιο Λευκωσίας.
ΟΛΕΣ ΟΙ ΓΝΩΜΕΣ, ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ ΕΔΩ ΚΑΙ ΕΔΩ
Προέχει η τουρκική επιδρομή και η ΑΟΖ με την Ελλάδα είναι απαραίτητη για την Κύπρο