File Photo: Εργαζόμενη μαζί με άλλα μέλη της ΠΟΕ-ΟΤΑ πραγματοποιούν συγκέντρωση διαμαρτυρίας έξω από το Υπουργείο Εσωτερικών στην πλατεία Κλαυθμώνος. ΑΠΕ- ΜΠΕ, ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΙΡΩΝΗΣ
Με την κρίση του κορονοϊού, η απειλή της μαζικής ανεργίας εμφανίστηκε παντού στο προσκήνιο, ενώ στη χώρα μας ξύπνησε τον εφιάλτη των πρώτων μνημονίων, που διατηρούσαν ακόμα το αποτύπωμα τους στο υψηλό ποσοστό της πριν το ξέσπασμα της πανδημίας (17,3% το 2019) και στο υψηλό μερίδιο των μακροχρόνιων ανέργων (70% του συνόλου).
Από τη πρώτη στιγμή λήψης των αποφάσεων για τα περιοριστικά μέτρα στην οικονομία, η κυβέρνησης της ΝΔ ήδη γνώριζε ότι η ανεργία θα τροφοδοτούσε την ύφεση και ότι αποτελεί το κρισιμότερο πεδίο στο οποίο θα δοκιμαστεί το κοινωνικό της πρόσωπο ως προς τη διαχείριση της κρίσης και η πολιτική της επιρροή στο κοινωνικό και εκλογικό σώμα.
Από τον Απρίλιο, διεθνείς και εγχώριοι φορείς και οργανισμοί, ανακοινώνουν διαφορετικές εκτιμήσεις για τις επιπτώσεις της πανδημίας στο ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα, τις οποίες περιοδικά αναθεωρούν με βάση νεότερες προβλέψεις για το ύψος της ύφεσης και τη μείωση της απασχόλησης.
Ενδεικτικά, οι τελευταίες εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ, στο σενάριο ότι δεν θα υπάρξει δεύτερο κύμα πανδημίας, προβλέπουν σχετικά μεγάλη μείωση της απασχόλησης το 2020 ύψους 3,5 έως 3,8%, που θα επιβραδυνθεί το 2021 στο 1 έως 1,8%, και αύξηση του ποσοστού ανεργίας στο 19,4% φέτος και στο 19,8% του χρόνου.
Γενικά, η μείωση του αριθμού των απασχολούμενων και των θέσεων εργασίας στην οικονομία δεν συνεπάγεται αυτόματα την αύξηση του αριθμού των ανέργων και του ποσοστού ανεργίας.
Πρώτον, οι αποχωρήσεις μισθωτών και οι ροές προς την ανεργία περιορίστηκαν δραστικά με το πάγωμα των απολύσεων στις επιχειρήσεις που έκλεισαν με δημόσια εντολή και στις πληττόμενες που έκαναν χρήση του μέτρου της αναστολής συμβάσεων εργασίας ή άλλων μέτρων οικονομικής στήριξης.
Δεύτερον, οι προσλήψεις περιορίστηκαν στο ελάχιστο, αποθαρρύνοντας τους ανέργους και τους εκτός αγοράς εργασίας να αναζητήσουν εργασία, με αποτέλεσμα τη διόγκωση του μη ενεργού πληθυσμού.
Τρίτον, οι 800 χιλιάδες εργαζόμενοι που μπήκαν σε αναστολή σύμβασης εργασίας τον Μάρτιο και εισέπραξαν, αντί μέρος του μισθού τους, ένα αυξημένο επίδομα ανεργίας ως αποζημίωση για το διάστημα εκτός εργασίας μέχρι το τέλος Απριλίου, δεν κατατάχθηκαν από την ΕΛΣΤΑΤ στους ανέργους αλλά στους απασχολούμενους.
Η δυνατότητα που έδωσε η κυβέρνηση στις επιχειρήσεις για παράταση της αναστολής ανάλογα με την ημερομηνία άρσης του lockdown και προς διευκόλυνση της επαναλειτουργίας τους συγκράτησε τις απολύσεις και κατά τη φάση της βαθμιαίας επανεκκίνησης της οικονομίας αλλά δημιουργεί φόβο για έκρηξη των απολύσεων εντός του Ιουλίου, οπότε εκπνέει το 45ήμερο απαγόρευσης καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας μετά τη λήξη της αναστολής για τους εργαζόμενους στις πληττόμενες επιχειρήσεις.
Ωστόσο, παράλληλα με τον δραστικό περιορισμό των απολύσεων, την περίοδο Μαρτίου-Ιουνίου σημειώθηκε στην οικονομία διπλάσια σε μέγεθος μείωση του αριθμού των προσλήψεων σε σύγκριση με την προηγούμενη χρονιά, με τραγική συνέπεια την απώλεια 260 χιλιάδων δυνητικών νέων θέσεων εργασίας, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΡΓΑΝΗ.
Αυτή η απώλεια, λόγω της κρίσης του κορονοϊού, αύξησε τη διάρκεια ανεργίας των εποχικών εργαζόμενων και ανέργων που προσλαμβάνονται σταθερά κάθε χρόνο τέτοια εποχή κυρίως στον επισιτισμό, στον τουρισμό και στους εξαρτώμενους από τον τελευταίο κλάδους και αποθάρρυναν ως προς την αναζήτηση εργασίας αυτούς που εντάσσονται για πρώτη φορά ή επανεντάσσονται στην αγορά εργασίας.
Σύμφωνα με αυτά, τον Απρίλιο και τον Μάιο οι εγγεγραμμένοι άνεργοι ήταν κατά 255 και 261 χιλιάδες περισσότεροι απ’ ότι τους αντίστοιχους μήνες του 2019, ως αποτέλεσμα κυρίως της καθήλωσης των ανέργων στην ανεργία και όχι τόσο της αύξησης των εγγραφών κατά τη διάρκεια του lockdown.
Σήμερα, η αναστολή συμβάσεων εργασίας, αυτή η υβριδική κατάσταση μεταξύ απασχόλησης και ανεργίας, που αποτέλεσε το προνομιακό εργαλείο της προσωρινής διατήρησης των θέσεων εργασίας κατά τη διάρκεια του lockdown και της βαθμιαίας επανεκκίνησης της οικονομίας, έχει καταστεί το προνομιακό εργαλείο στατιστικής απόκρυψης της ανεργίας του τεράστιου αριθμού των εποχικών εργαζόμενων της τουριστικής σεζόν.
Από τις αρχές Ιουνίου, οι επιχειρήσεις μπορούν όχι μόνο να παρατείνουν την αναστολή συμβάσεων αλλά, κυρίως, να προσλάβουν και να θέσουν σε αναστολή σύμβασης εργασίας εκατοντάδες χιλιάδες εργαζομένους των κλάδων του επισιτισμού, του πολιτισμού και του αθλητισμού μέχρι τέλος Ιουνίου ή Ιουλίου και των κλάδων του τουρισμού και των αεροπορικών και ακτοπλοϊκών μεταφορών μέχρι τέλος Σεπτεμβρίου, ενώ με τα τελευταία κυβερνητικά μέτρα μπορούν πλέον να μπουν σε καθεστώς αναστολής σύμβασης και να λαμβάνουν τη μηνιαία αποζημίωση των 534 ευρώ όλοι οι εποχικοί εργαζόμενοι του τουρισμού – περίπου 190 χιλιάδες, οι περισσότεροι άνεργοι – είτε οι επιχειρήσεις που αυτοί δούλεψαν το 2019 ανοίξουν είτε παραμείνουν κλειστές, είτε έχουν δικαίωμα επαναπρόσληψης είτε όχι.
Ταυτόχρονα, ο νέος μηχανισμός διατήρησης (επιδοτούμενων) θέσεων εργασίας πλήρους απασχόλησης με μειωμένο χρόνο εργασίας και αποδοχές ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ δεν έχει ακόμα βρει ανταπόκριση στις επιχειρήσεις, ενώ οι εισοδηματικές απώλειες ενός τεράστιου αριθμού εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα επί 2-3 μήνες και η καθυστερημένη, ανεπαρκής και εφάπαξ εισοδηματική στήριξη ολόκληρων κοινωνικών ομάδων που έμειναν χωρίς εισόδημα λόγω του lockdown έχουν ήδη προκαλέσει καθίζηση της εσωτερικής ζήτησης, που μειώνει κατακόρυφα το τζίρο και δυσκολεύει την επαναλειτουργία πολλών επιχειρήσεων, παρά τα οικονομικά κίνητρα που προσφέρονται από την κυβέρνηση.
Ακόμα χειρότερα, τα κίνητρα παρέχονται τμηματικά και καθυστερημένα και με διαρκείς αναπροσαρμογές στη βάση του «βλέποντας και κάνοντας».
Εν κατακλείδι, η κυβέρνηση έχει κινηθεί στον αντίποδα της πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ για γενναία στήριξης της εσωτερικής ζήτησης και της ρευστότητας των επιχειρήσεων όχι μόνο για να μείνει η κοινωνία όρθια αλλά και για να περιοριστεί η ύφεση και οι επιπτώσεις της στην απασχόληση και στην ανεργία.
Έχοντας επιλέξει τη μεταφορά του οικονομικού κόστους της κρίσης στις πλάτες των μισθωτών, των αυτοαπασχολούμενων και των μικρο-επιχειρηματιών, έχει διαχειριστεί μέχρι τώρα την ανεργία αφενός με επιδότηση της προσωρινής διατήρησης των θέσεων μισθωτής εργασίας με μεγαλύτερη ή μικρότερη μείωση αποδοχών, αφετέρου σπρώχνοντας το μεγάλο μέρος της ανεργίας που προκύπτει από τη δραματική μείωση των θέσεων εργασίας και των ευκαιριών απασχόλησης «κάτω από το χαλί».
(*) Καθ. Οικονομικών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, πρώην διοικήτρια ΟΑΕΔ
ΟΛΕΣ ΟΙ ΓΝΩΜΕΣ, ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ ΕΔΩ ΚΑΙ ΕΔΩ
Ενα παιχνίδι πόκερ για πολλά δισεκατομμύρια στη σύνοδο κορυφής της Ε.Ε.: Ο “άθλιος” Ρούτε…