Αστυνομικοί έξω από τα γραφεία εταιρείας που ασχολείται με το Χρηματιστήριο στο Τόκιο. EPA, FRANCK ROBICHON
Στη σκιά του κορονοιού, οι παγκόσμιοι οικονομικοί κερδοσκόποι προετοιμάζονται για την τελευταία και μεγαλύτερη επίθεσή τους.
Αυτή τη στιγμή είμαστε μάρτυρες της τελικής και αμετάκλητης κατάρρευσης του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος που υπάρχει από το 1944.
Δύο φορές έχει ήδη φτάσει στα πρόθυρα της καταστροφής:
Το 1998, το hedge fund Long Term Capital Management (LTCM) της Νέας Υόρκης έκανε „παιχνίδια“ στον τομέα των διεθνών νομισμάτων και απείλησε να σύρει το σύστημα στον γκρεμό. Εκείνη την εποχή, αρκετές μεγάλες διεθνείς τράπεζες ένωσαν τις δυνάμεις τους, αγοράζοντας το LTCM για περίπου 4 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ, εμποδίζοντας έτσι την καταστροφή.
Το 2007/08, η κατάρρευση της αγοράς ακινήτων των ΗΠΑ μετέτρεψε τους τίτλους σε όλο τον κόσμο σε τοξικά χαρτιά, δηλαδή άνευ αξίας. Αυτή τη φορά, τα σχετικά ποσά ήταν τόσο μεγάλα που τα ενδιαφερόμενα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δεν ήταν σε θέση να τα συγκεντρώσουν.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η πολιτική δήλωσε ότι είναι ” too big to fail ” και διατήρησε το σύστημα μέσω της μεγαλύτερης αναδιανομής περιουσιακών στοιχείων μέχρι σήμερα.
Καθώς το πακέτο διάσωσης κατέκλυσε τους προϋπολογισμούς των περισσότερων κρατών, οι κεντρικές τράπεζες παρενέβησαν στη συνέχεια. Εξασφάλισαν τη συνέχιση της ύπαρξης του συστήματος ακολουθώντας μια «επεκτατική νομισματική πολιτική», δηλαδή δημιουργούσαν όλο και μεγαλύτερα χρηματικά ποσά από το πουθενά και τα δάνειζαν με ολοένα χαμηλότερα επιτόκια.
Ωστόσο, αυτά τα χρήματα δεν διατέθηκαν στο ευρύ κοινό, αλλά σε μια μικρή μειοψηφία μεγάλων επενδυτών που τα χρησιμοποίησαν για να κάνουν κερδοσκοπηκές ενέργειες στις χρηματοπιστωτικές αγορές , με αποτέλεσμα να σχηματίζονται εκεί όλο και μεγαλύτερες φούσκες. Για να αποτρέψουν τις αναμενόμενες „εκρήξεις“, οι κεντρικές τράπεζες επεδίωξαν να «σφίξουν» έστω και λίγο την επεκτατική νομισματική πολιτική τους από το 2015 και μετά, δηλαδή να δημιουργήσουν λιγότερο νέο χρήμα και να αυξήσουν εκ νέου τα επιτόκια.
Ωστόσο, η προσπάθεια ομαλοποίησης του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος με αυτόν τον τρόπο απέτυχε. Όταν η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) αύξησε τα επιτόκια για τέταρτη φορά μέσα σε ένα χρόνο τον Δεκέμβριο του 2018, τα χρηματιστήρια αντέδρασαν με τη μεγαλύτερη πτώση τα τελευταία εβδομήντα χρόνια.
Η Fed – μακράν η σημαντικότερη κεντρική τράπεζα του κόσμου λόγω της ισχύος του αμερικανικού δολαρίου – άλλαξε αμέσως πορεία και επέστρεψε στην επεκτατική νομισματική πολιτική, ακολουθούμενη από τις άλλες κεντρικές τράπεζες. Έτσι, ήταν μόνο θέμα χρόνου ώσπου το σύστημα τελικά να καταρρεύσει.
Το πρώτο σημάδι της επικείμενης κατάρρευσης ήρθε τον Σεπτέμβριο του 2019, όταν η αγορά repo των ΗΠΑ ήταν σε αναταραχή. Σε αυτή την αγορά, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της Wall Street δανείζουν μεγάλα χρηματικά ποσά το ένα στο άλλο έναντι εξασφαλίσεων με τη μορφή τίτλων, προκειμένου να καταστούν έτοιμοι να καλύψουν οφειλόμενες πληρωμές.
Δεδομένου ότι ένα ή περισσότερα από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που εμπλέκονται στη συναλλαγή αυτή φαίνεται πως αντιμετωπίζαν σοβαρές δυσκολίες πληρωμής, οι συμμετέχοντες στην αγορά repo φοβήθηκαν μην πέσουν όλα σαν τουβλάκια του ντόμινο λόγω της στενής δικτύωσης όλων των εμπλεκομένων μερών. Προκειμένου να περιορίσουν τον δικό τους κίνδυνο, απαίτησαν όλο και υψηλότερα επιτόκια. Καθώς αυξήθηκαν άνω των 10 τοις εκατό, η αγορά απείλησε να καταρρεύσει. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Fed παρενέβη και παρείχε ρευστότητα, δηλαδή τη διατήρηση της ροής των χρημάτων.
Στην αντίληψη του κοινού, οι χρηματοπιστωτικές αγορές αποτελούνται κυρίως από αγορές μετοχών, ομολόγων και ακινήτων. Στην πραγματικότητα, το μακράν μεγαλύτερο φάσμα είναι αυτό των παραγώγων. Τα παράγωγα, όπως τα swaps, τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης (Futures) και τα δικαιώματα προαίρεσης (Options), είναι στοιχήματα για μελλοντικές τιμές ή επιτόκια. Χρησιμοποιούνται όχι μόνο για κερδοσκοπία, αλλά και για αντιστάθμιση κινδύνων όπως σε μεγάλες αναταράξεις της αγοράς.
Δεδομένου ότι ένα μεγάλο μέρος των παραγώγων δεν χρειάζεται να εμφανίζεται στους ισολογισμούς των εταιρειών ως εξωχρηματιστηριακή συναλλαγή (OTC), αυτός ο τομέας του χρηματοπιστωτικού συστήματος είναι ένα είδος μαύρης τρύπας, η έκταση της οποίας κανείς δεν γνωρίζει.
Η ευρεία χρήση παραγώγων για την αντιστάθμιση κινδύνων αναγκάζει τις κεντρικές τράπεζες να προστατεύουν τις χρηματοπιστωτικές αγορές από μεγάλες διακυμάνσεις. Αυτό ακριβώς ήταν σε θέση να κάνουν οι κεντρικές τράπεζες εδώ και έντεκα χρόνια. Τους τελευταίους δύο μήνες, ωστόσο, δύο γεγονότα κατέστησαν αδύνατη τη συνέχιση αυτής της νομισματικής πολιτικής και εγκαινίασαν το αμετάκλητο τέλος του συστήματος: η πτώση της τιμής του πετρελαίου και o πανικός με τον κορονοιό.
Το πετρέλαιο είναι το πιο διαπραγματεύσιμο εμπόρευμα στον κόσμο. Με εξαίρεση την ασφάλιση, δεν υπάρχει άλλος εμπορικός ή οικονομικός τομέας στον οποίο τα παράγωγα αντιστάθμισης κινδύνου διαδραματίζουν τόσο μεγάλο ρόλο.
Στις αρχές Μαρτίου του 2020, η Σαουδική Αραβία αποφάσισε να σταματήσει να κρατά τεχνητά υψηλή την τιμή του πετρελαίου σε συνεργασία με τον Οργανισμό Πετρελαιοεξαγωγικών Χωρών (ΟΠΕΚ) περιορίζοντας την παραγωγή, αλλά να την αυξήσει επ’ αόριστον από εδώ και πέρα. Το αποτέλεσμα ήταν μια πτώση της τιμής του πετρελαίου άνω του 50 τοις εκατό, η οποία πρέπει να προκάλεσε ανεπανόρθωτη ζημία στον τομέα των παραγώγων
Δεδομένου ότι η συνέχιση της ύπαρξης ολόκληρου του συστήματος εξαρτάται από την επιβίωση κάθε τμήματός του λόγω της στενής διεθνούς αλληλεξάρτησης των μεγάλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, ο κλυδωνισμός των τιμών του πετρελαίου αναγκάζει τις κεντρικές τράπεζες να σταθεροποιήσουν το σύστημα σε πρωτοφανή βαθμό.
Κανείς δεν μπορεί να πει πέρα από κάθε αμφιβολία αυτή τη στιγμή, από που αυτός ο ιός προήλθε, πώς προήλθε, αν η εξάπλωσή του έχει χειραγωγηθεί ή όχι. Υπάρχει μόνο ένα πράγμα που μπορεί να ειπωθεί με βεβαιότητα:
Ο παροπλισμός της παγκόσμιας οικονομίας, ο οποίος συνδέεται με την καταπολέμηση του ιού, προσφέρει επί του παρόντος εξαιρετικές υπηρεσίες σε όσους επωφελήθηκαν περισσότερο από το τρέχον χρηματοπιστωτικό σύστημα την τελευταία δεκαετία.
Προσελκύει όλη την προσοχή του κοινού και δίνει στους κερδοσκόπους την ευκαιρία να καταστρέψουν το υπάρχον και καταδικασμένο χρηματοπιστωτικό σύστημα με έναν σε μεγάλο βαθμό ελεγχόμενο τρόπο, εμπλουτίζοντας έτσι τους εαυτούς τους για μια τελευταία φορά με έναν αδιανόητο βαθμό.
Πολλοί άνθρωποι ελπίζουν ότι η τρέχουσα κατάσταση θα τελειώσει σύντομα και ότι το σύστημα θα σωθεί και πάλι, όπως έκανε μετά την κρίση του 2007/08. Αλλά αυτό σχεδόν αποκλείεται, διότι η κατάσταση σήμερα είναι θεμελιωδώς διαφορετική από την κατάσταση εκείνη την εποχή. Ο λόγος για αυτό είναι ο μεταβαλλόμενος ρόλος που διαδραματίζουν τα hedge funds — και μερικοί πολυεκατομμυριούχοι — στην εποχή μας.
Το 2007-08, οι μεγάλες τράπεζες της Wall Street ήταν ακόμα τα μεγαλύτερα και ισχυρότερα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στον κόσμο. Ωστόσο, είχαν ήδη μετατρέψει μεγάλο μέρος των δραστηριοτήτων τους σε Hedge funds εκείνη την εποχή.
Σήμερα, αυτά τα Hedge funds είναι μακράν τα πιο ισχυρά ιδρύματα στον κόσμο λόγω της οικονομικής τους ισχύος. Δεν κατέχουν μόνο τεράστια πακέτα μετοχών σε διεθνείς εταιρείες, αλλά και στις μεγάλες τράπεζες, και έχουν γίνει ουσιαστικά η μεγάλη δύναμη πίσω από τις τράπεζες. Επί του παρόντος, έχουν μόνο ένα θεμελιώδες πρόβλημα: τα περισσότερα από αυτά είναι εκ των πραγμάτων χρεοκοπημένα.
Δεδομένου ότι στον τομέα των παραγώγων μια μόχλευση της τάξεως 3000/5000% χρησιμοποιείται συχνά, οι πιθανότητες κέρδους αύξανει σημαντικά. Ωστόσο, και οι κίνδυνοι αυξάνονται επίσης: εάν δε τα Hedge funds δέχονται πιέσεις λόγω της πτώσης των αποδόσεων, δεν „τζογάρουν“ λιγότερο, αλλά περισσότερο, και έτσι αυξάνουν ακόμη περισσότερο τους κινδύνους. Ετσι το σύστημα είναι εκτός ελέγχου και κινδυνεύει η πτώχευση, διότι ξεκίνησε μια αλυσιδωτή αντίδραση που μεταπηδά και στα άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Ενώ οι αμερικανικές τράπεζες και τα Hedge funds έχουν ήδη λάβει τεράστια ποσά μέσω της αγοράς repo, οι μεγάλες εταιρείες λαμβάνουν τώρα δεκάδες τρισεκατομμύρια δολάρια από την κυβέρνηση, τα οποία επίσης καταλήγουν στα ταμεία των Hedge funds, στα οποία ανοίκουν οι εταιρείες αυτές.
Επιπλέον, τα Hedge funds εκμεταλλεύονται επίσης την κατάρρευση του συστήματος στοιχηματίζοντας στην πτώση των τιμών με ακάλυπτες πωλήσεις – χωρίς οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής να τα εμποδίζουν να το πράξουν. Οι εξαιρέσεις είναι η Ιταλία και η Ισπανία εδώ και λίγες ημέρες.
Ο ρόλος της πολιτικής σε αυτό το παιχνίδι είναι να προσποιείται στους πολίτες ότι οι τεράστιες πληρωμές είναι “πακέτα βοήθειας” , παρόμοια με εκείνα της κρίσης του ευρώ, και οτι χρησιμεύει στη διατήρηση της οικονομίας και του μέλλοντος των θέσεων εργασίας. Δυστοιχώς η αλήθεια είναι άλλη: η οικονομία θα καταρρεύσει, οι θέσεις εργασίας θα χαθούν, και το βιοτικό επίπεδο της πλειοψηφίας των ανθρώπων θα μειωθεί δραματικά.
Η πολιτική δίνει σήμερα στα Hedge funds και τους ιδιοκτήτες τους, μια μικρή ομάδα εξαιρετικά πλούσιων δισεκατομμυριούχων, μια τελευταία ευκαιρία να λεηλατήσουν το σύστημα, ενώ θέτουν τους εαυτούς τους στη θέση της επανεκκίνησης του συστήματος.
Πώς θα μοιάζει αυτή την επανεκκίνηση είναι ήδη σαφές: ένας μεγάλος αριθμός μικρών και μεσέων επιχειρήσεων δεν θα επιβιώσουν από το σημερινό σοκ και θα τις αναλάβουν οι μεγάλες.
Ο ρόλος της WHO
Το τέλος του τρέχοντος χρηματοπιστωτικού συστήματος θα είχε ξεκινήσει ούτως ή άλλως με την πτώση της τιμής του πετρελαίου, αλλά έχει επιταχυνθεί σημαντικά από την πανδημία covid-19. Εάν πρόκειται για σύμπτωση ή υπήρχε σχέδιο;
Αυτή η ερώτηση δεν μπορεί να απαντηθεί σοβαρά. Ωστόσο, μπορεί να ειπωθεί ότι, σε αντίθεση με τη λαϊκή πεποίθηση, η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας (ΠΟΥ) δεν είναι ανεξάρτητος οργανισμός που δεσμεύεται μόνο για την ευημερία των ανθρώπων.
Ιδρύματα εισήχθησαν στις ΗΠΑ περίπου εκατό χρόνια πριν μαζί με το φόρο εισοδήματος, επιτρέποντας στους εξαιρετικά πλούσιους να εξοικονομήσουν φόρους. Οι φαρμακευτικές εταιρείες, από την άλλη πλευρά, είναι οι περισσότερες Α.Ε. των οποίων οι μεγαλύτεροι μέτοχοι είναι αυτοί που έχουν τον λόγο και πρόκειται για Hedge funds.
Όποιος πιστεύει ότι μπορεί κανείς να κάνει κέρδη στο χρηματιστήριο μόνο όταν οι τιμές αυξάνονται δεν έχει ακόμη ακούσει για τις βραχυπρόθεσμες πωλήσεις (short). Με αυτό το χρηματοπιστωτικό μέσο, το οποίο εξακολουθεί να επιτρέπεται παρά τη συνεχή κριτική, οι κερδοσκόποι στοιχηματίζουν επίσης και στην πτώση των τιμών και κάνουν το μεγάλα κέρδοι σε περίπτωση κατάρρευσης εις βάρος των ιδιωτών επενδυτών.
Στην πρώτη γραμμή αυτού είναι για άλλη μια φορά τα Hedge Funds όπως η BlackRock. Ο “διαχειριστής περιουσιακών στοιχείων” BlackRock εμφανίζεται σε ακάλυπτες πωλήσεις σε κάθε πλευρά της κερδοσκοπικής αλυσίδας. Αυτό κατέστη δυνατό κυρίως από το γεγονός ότι η BlackRock διαχειρίζεται τρισεκατομμύρια ευρώ που προορίζονται για τις ιδιωτικές συντάξεις των ανθρώπων. Έτσι, η ιδιωτική δεκάρα απο τις αποταμιεύσεις τους γίνεται εικονικό χρήμα στο οικονομικό καζίνο και οι πολιτικοί για άλλη μια φορά αρνούνται να σταματήσουν αυτή τη φάρσα.
Ο Covid-19 έχει κλονίσει τα χρηματιστήρια τις τελευταίες εβδομάδες. Ειδικότερα, οι τιμές των εταιρειών, οι οποίες πλήττονται ιδιαίτερα από τις πολιτικές για τον περιορισμό της νόσου, βρίσκονται σε παρακμή εδώ και μέρες. Στη Γερμανία, για παράδειγμα, αυτό περιλαμβάνει τη μετοχή της Lufthansa (μείον 50%), τον πάροχο εισιτηρίων CTS Eventim (μείον 60%), την Fraport (μείον 64%), τον τουριστικό όμιλο TUI (μείον 78%). Εκείνοι που στοιχηματίσαν τον Ιανουάριο ή τον Φεβρουάριο ότι αυτές οι μετοχές θα έχαναν την αξία τους θα μπορούσαν να κάνουν έναν μεγάλο κέρδος.
Αλλά πώς λειτουργεί ένα στοίχημα για την πτώση των τιμών;
Όποιος κάνει εικασίες για την πτώση των τιμών συνήθως το κάνει μέσω των λεγόμενων βραχυπρόθεσμων πωλήσεων (short). Και αυτό έχει ως εξής:
Στις 19 Φεβρουαρίου, οι μετοχές της Lufthansa εξακολουθούσαν να διαπραγματεύονται στα 15,40 ευρώ.
Εάν θέλατε να κερδοσκοπείσετε σε μια πτώση της τιμής, θα μπορούσατε εύκολα να δανειστείτε τη μετοχή. Ας υποθέσουμε ότι η “τράπεζα ΧΥ” έχει αρκετές μετοχές της Lufthansa στη δαχείρησή της και δανείζει στον κερδοσκόπο μία μετοχή έναντι αμοιβής 20 λεπτών για δύο μήνες. Η τράπεζα ΧΥ μεταφέρει τώρα το μερίδιο στον κερδοσκόπο, το οποίο θα πρέπει στη συνέχεια να επιστρέψει στην τράπεζα ΧΥ στις 19 Απριλίου.
Τώρα ο κερδοσκόπος μπορεί να πωλήσει τη μετοχή στις 19 Φεβρουαρίου στην τιμή της αγοράς των 15,40 ευρώ και να περιμένει να δεί πώς θα εξελιχθεί η τιμή. Έχει τώρα μέχρι την ημερομηνία επιστροφής χρόνο για να αγοράσει πίσω τη μετοχή. Για παράδειγμα, αν την αγόραζε πίσω στις 24 Μαρτίου, θα έπρεπε να καταβάλει 9,13 ευρώ στο χρηματιστήριο.
Είναι τόσο εύκολο να επωφεληθούν από την πτώση των τιμών και είναι απολύτως νόμιμο…
Αυτό είναι δυνατό μόνο επειδή παίκτες στην αγορά όπως η τράπεζα ΧΥ επιτρέπεται να δανείζουν μετοχές έναντι αμοιβής. Και εδώ είναι που γίνεται ενδιαφέρον.
Ο παίκτης, ο οποίος στο παράδειγμά μας ονομάζεται τράπεζα ΧΥ, συνήθως δεν είναι τράπεζα, αλλά διαχειριστής περιουσιακών στοιχείων ή μια εταιρεία αμοιβαίων κεφαλαίων που δεν κατέχει τις μετοχές η ίδια, αλλά τις διαχειρίζεται εμπιστευτηκά για τους πελάτες της, οι οποίοι δεν γνωρίζουν το όλο συμβάν.
Μακράν οι πιο σημαντικοί “δανειστές” τέτοιων πακέτων μετοχών είναι τα μεγάλα Hedge funds όπως BlackRock, Vanguard και StateStreet. Πάνω από το 80% των μετοχών των μεγάλων εισηγμένων εταιρειών κατέχονται από αυτους τους χρηματοπιστωτικούς ομίλους, και οι τρεις μεγαλύτεροι όμιλοι που αναφέρονται παραπάνω κατέχουν κατά μέσο όρο πάνω από το 20% των μετοχών.
Αλλά το πράγμα χειροτερεύει.
Είναι ενδιαφέρον ότι το όνομα BlackRock εμφανίζεται όχι μόνο στους “διανομείς”, αλλά και στους κερδοσκόπους ταυτόχρονα. Για παράδειγμα, αν κοιτάξετε τις τρέχουσες “καθαρές θέσεις” της Lufthansa για τις ακάλυπτες πωλήσεις, πίσω από τρία σχετικά αμοιβαία κεφάλαια κινδύνου στη θέση τέσσερα με όγκο 1,31% (σε σχέση με το συνολικό κεφάλαιο της Lufthansa), εμφανίζεται η BlackRock. Έτσι, η BlackRock δανείζει στον εαυτό της τις μετοχέςτης Lufthansa, μετοχές των πελατών της, προκειμένου να κάνει εικασίες κατά της Lufthansa και, εν τέλει, κατά των πελατών της.
Και σε μεγάλη κλίμακα. Σύμφωνα με τις καθαρές αρνητικές θέσεις πώλησης στην Ομοσπονδιακή Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, η BlackRock είναι μακράν ο μεγαλύτερος κερδοσκόπος για την πτώση των τιμών αυτή τη στιγμή.
Με όλα αυτά λοιπόν καταλήγουμε σε ένα ερώτημα: πού βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή; Ας αναλύσουμε την κατάσταση, όπως έλεγαν οι παλιοί Λατίνοι, “Sine ira et studio”.
Έχουμε ένα έναυσμα που κανείς δεν έχει προβλέψει. Ενώ ήταν σαφές ότι το σύστημα είναι τόσο αποσταθεροποιημένο ότι ένα απλό εξωτερικό σοκ, είτε πρόκειται για μια κρίση ακινήτων στην Κίνα ή την Αμερική ή μια μεγάλη ύφεση, θα έθετε το σύστημα σε μεγάλο κίνδυνο.
Ο κοροναϊός είναι ένα τέτοιο εξωτερικό σοκ που κάνει ακριβώς αυτό τώρα. Χτυπάει ένα σώμα ασθενή, τρόπος του λέγειν, και αυτό κάνει αυτή την κρίση πολύ βαθύτερη, πολύ πιο δύσκολη και μεγαλύτερη… Αυτό που βλέπουμε τώρα, ωστόσο, είναι ότι οι πολιτικοί είναι εντελώς σε κατάσταση πανικού. Αυτή η έξαρση αντικατοπτρίζεται κυρίως στην ακόλουθη εξέλιξη:
Η Γερμανία σχεδιάζει π.χ. ένα πρόγραμμα 1,2 τρισεκατομμυρίων με χρήματα που δεν έχουν, η Ισπανία βασίζεται σε ένα πρόγραμμα 200 δισεκατομμυρίων με χρήματα που δεν έχει, η Ιταλία μιλάει για ένα πρόγραμμα 500 δισεκατομμυρίων με χρήματα που αυτή η κυβέρνηση δεν έχει. Και το καλύτερο από όλα? δεν θα είναι αρκετό. Αυτή είναι η αρχή ενός καταρράκτη στο τέλος του οποίου δεν θα μιλάμε για δισεκατομμύρια, αλλά για τρισεκατομμύρια.
Ωστόσο, αυτή η τεράστια επέκταση της προσφοράς χρήματος αντισταθμίζεται από τη μείωση της προσφοράς αγαθών και, ως εκ τούτου, αυτά τα χρήματα θα είναι εντελώς αναποτελεσματικά.
Το ζήτημα θα οδηγήσει στη αναμφίβολα στην διάλυση του ευρώ. Η ΕΕ είναι ήδη υπό διάλυση εκ των πραγμάτων. Αυτό δεν είναι ακόμη σαφές σε όλους. Μέχρι την τελευταία στιγμή η μπάντα έπαιζε στο πάνω κατάστρωμα του Τιτανικού και όλοι χόρευαν…
„είμαστε ελεύθεροι να αγνοήσουμε τον γκρεμό, αλλά δεν είμαστε ελεύθεροι να αποφύγουμε τον γκρεμό που αρνούμαστε να δούμε.“ (Άυν Ραντ)