Πως ξύπνησε η Αθήνα την επομένη του χουντικού πραξικοπήματος: Ένα διδακτικό κείμενο της Ελένης Βλάχου

Τανκς έχουν κατακλύσει τους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας την 21η Απριλίου 1967. Φωτογραφία via youtube από την εκπομπή του Σκάι Ιστορίες.




Είναι απαραίτητο κάθε χρόνο, τέτοια μέρα να θυμόμαστε. Όχι επειδή το επιβάλλει κάποια υποχρέωση να διεκπεραιώσουμε την μαύρη επέτειο της 21ης Απριλίου. Αλλά επειδή το απαιτεί η δημοκρατική μας ιδιοσυστασία.

Η Hellas Journal  επέλεξε σήμερα ένα μάλλον ενοχλητικό κείμενο για να μνημονεύσει τη μαύρη επέτειο: Περιγράφει τον μακάριο τρόπο που ξύπνησε η Αθήνα, την επομένη του χουντικού πραξικοπήματος.

Και είναι γι αυτόν ακριβώς τον λόγο διδακτικό. Επειδή η Δημοκρατία και οι αξίες της, είναι ζήτημα και ατομικό και συλλογικό, αλλά πάνω από όλα είναι ζήτημα καθημερινής εγρήγορσης

Η πένα πίσω από τις αράδες που θα διαβάσετε ανήκει στην αείμνηστη Ελένη Βλάχου.

«Πόσο εύκολο είχαν βρει οι στρατιωτικοί τον δρόμο τους, το καταλάβαμε όσο περνούσε ο καιρός.

Η χειρότερη μέρα που είχε χαραχθεί στη βαθιά στη μνήμη μου δεν είναι ούτε της Κατοχής, ούτε του Πολέμου, ούτε του Δεκεμβρίου, αλλά η επαύριο του Πραξικοπήματος το Σάββατο 22 Απριλίου, όταν η Αθήνα ξύπνησε αιχμάλωτη και αδιάφορη, αθέατα νικημένη σε έναν ξαφνικό πόλεμο, από τον δικό της στρατό που έμοιαζε φίλος και σύμμαχος πριν εξελιχθεί σε εχθρό και τύραννο.

Άργησαν να μας τρομάξουν οι άγνωστοι και ασήμαντοι  συνταγματάρχες και ο περισσότερος κόσμος τους δέχθηκε μένα «Ωχ αδερφέ! Δικά μας παιδιά είναι! Αφήστε να δοκιμάσουν να κυβερνήσουν τη χώρα –μπορεί να μην είναι χειρότεροι από τους πολιτικούς…». Όταν φάνηκε ότι ήταν  πολύ χειρότεροι, ήταν αργά.

Η βαθιά αγωνία μας έπνιξε, εμάς τους λίγους, η θλίψη για τον τόπο, ο φόβος για το μέλλον και για το άγνωστο αύριο στα χέρια αυτών των φανατικών. Πόσο εύκολα είχαμε παραδώσει την ελευθερία μας, την ανεξαρτησία μας, το σπίτι μας τον δρόμο μας, τον αέρα που αναπνέαμε…

Βγήκαμε έξω – όταν άνοιξαν οι πόρτες, που τις κρατούσαν κλειστές οπλισμένοι στρατιώτες- και βγήκαμε στους δρόμους γεμάτους κοσμάκη, και τα καταστήματα πνιγμένα από νοικοκυραίους που είχαν χάσει τη χθεσινή μέρα με τα γεγονότα και ψώνιζαν αμέριμνοι. Μικρές ομάδες συζητούσαν, με κύριο θέμα: «Ποιοι ήταν;  Τους ξέρει κανείς; Πως τους λένε; Είναι ‘δικοί μας’;». Η παρουσία του Στρατού τους είχε καθησυχάσει – δεν ήταν πάντως κομμουνιστές.

Αναζητήσαμε το δράμα, την επανάσταση, αλλά δεν την βρήκαμε. Οι στρατιωτικοί είχαν συλλάβει τους εχθρούς, κομμουνιστές, αριστερούς, οργανωμένους, εύκολα, καθώς τους είχαν βρει όλους άοπλους στα σπίτια τους. (….)

Στις εφημερίδες οι δημοσιογράφοι είχαν μουδιάσει και άργησαν αν συνέλθουν , να τολμήσουν , να σκεφτούν, να εκφρασθούν να γράψουν.

Από μακριά περιμέναμε… Του κάκου! Βουβή και μελαγχολική η χώρα μας φαινόταν όλο και πιο ξένη, κατοικημένη από έναν πληθυσμό αδιάφορο που μας έστελνε ελάχιστα μηνύματα.

Κάποια στιγμή στις αρχές της δεκαετίας του ‘70, η Ελένη Βλάχου που βρίσκεται πλέον μακριά από την Ελλάδα, αφηγείται και μια πρόσκληση που δέχθηκε να επιστρέψει. Αντι επωδού, παραθέτουμε τον διάλογό της όπως τον κατέγραψε η ίδια:

–        Τι περιμένετε; Γιατί δεν γυρίζετε πίσω; Δεν θα σας πειράξουν.. Πόσα χρόνια θα είσαστε  μακριά.. Αυτοί δεν πέφτουν

–        – Θα πέσουν… Στην Ελλάδα όλοι οι δικτάτορες πέφτουν…

 

Πηγή: Ελένης Βλάχου, Δημοσιογραφικά χρόνια: Πενήντα και Κάτι, Τόμος Γ΄ «Ο Αγώνας των Ανθελλήνων», Ελευθερουδάκης 2008

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: