Κορωναϊός και ΜΜΕ: 3 πανεπιστημιακοί από την Ελλάδα και την Κύπρο νετάρουν στο νέο τοπίο

File Photo: Iranian laborers work in a face mask factory during the inauguration ceremony at the Eshtehard industrial complex in city of Eshtehard, Alborz province, Iran, EPA, STRINGER




Καθημερινά, στις 6 το απόγευμα, οι πολίτες «καρφώνονται» στην κυριολεξία μπροστά από τους τηλεοπτικούς τους δέκτες.

Με αγωνία περιμένουν να ενημερωθούν από τους επικεφαλής της Επιδημιολογικής Ομάδας για την πορεία εξάπλωσης του κορωνοϊού στη χώρα μας και για το αν τα σκληρά μέτρα, που εφαρμόζονται με στόχο την αναχαίτιση της πανδημίας, με δικές τους θυσίες και περιορισμό βασικών τους ελευθεριών, αποδίδουν καρπούς.

Τα ΜΜΕ στην Κύπρο και οι λειτουργοί τους, από την πρώτη στιγμή που ξέσπασε η νέα, υγειονομική αυτή τη φορά, κρίση που πλήττει σχεδόν ολόκληρο τον πλανήτη, κάτω από πρωτόγνωρες και δύσκολες συνθήκες λόγω των περιορισμών, ρίχτηκαν στη μάχη της ενημέρωσης του κοινού, προσφέροντας του αδιάλειπτη πληροφόρηση για όλα όσα χρειάζεται να γνωρίζει για την προστασία του πολυτιμότερου αγαθού για τον άνθρωπο, αυτού της υγείας.

Η συνεχής ροή ειδήσεων σε πραγματικό χρόνο, οι έκτακτες ζωντανές εκπομπές με φιλοξενούμενους λοιμωξιολόγους, επιδημιολόγους, ιολόγους και άλλους επαγγελματίες υγείας και φορείς από όλο το φάσμα των επιστημών και της κοινωνίας και οι ατέλειωτες ώρες εργασίας μπροστά από την οθόνη του ηλεκτρονικού υπολογιστή με το πληκτρολόγιο να γίνεται πλέον προέκταση του χεριού του δημοσιογράφου, είναι μόνο μερικά από τα στοιχεία που συνθέτουν το δημοσιογραφικό και μιντιακό σκηνικό των τελευταίων εβδομάδων.

File Photo: Από αριστερά, ο Καθηγητής και Διευθυντής του Εργαστηρίου Κοινωνικής Έρευνας στα ΜΜΕ του Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Γιώργος Πλειός, η Λέκτορας Δημοσιογραφίας, στο Πρόγραμμα Δημοσιογραφίας, Τμήμα Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Κύπρου Θεοδώρα Α. Μάνιου και ο Αναπληρωτής Καθηγητής στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Νίκος Παναγιώτου. ΚΥΠΕ

Το Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων συνομίλησε με τρεις καταξιωμένους ακαδημαϊκούς ΜΜΕ και Δημοσιογραφίας, από Πανεπιστήμια της Κύπρου και της Ελλάδας, από τους οποίους ζητήσαμε να σκιαγραφήσουν το υπό διαμόρφωση, εν μέσω πανδημίας, μιντιακό περιβάλλον, μέσα στο οποίο λειτουργούν οι δημοσιογράφοι και από όπου οι πολίτες αντλούν καθημερινά πληροφόρηση για το πως εξελίσσεται η κατάσταση με τον ιό, ως επίσης να αναλύσουν τις προοπτικές και τις προκλήσεις που καλούνται να αντιμετωπίσουν τα ΜΜΕ.

Οι καθηγητές δίνουν απαντήσεις σε μια σειρά από ερωτήματα, όπως σε ποια Μέσα στρέφονται οι πολίτες για την ενημέρωσή τους και γιατί, ποιο Μέσο αναδεικνύεται ως ο πρωταγωνιστής της ενημέρωσης των πολιτών και ποίου Μέσου η οικονομική επιβίωση κινδυνεύει περισσότερο ως επίσης και τι αλλάζει στον τρόπο άσκησης του δημοσιογραφικού λειτουργήματος και κατά πόσον θα πρέπει να περιοριστεί ο ελεγκτικός ρόλος των ΜΜΕ λόγω της κρίσης.

Σχολιάζουν, επίσης, τη παγκόσμια μάστιγα που ακούει στον αγγλικό όρο «fake news» και πώς μπορούν και σε ποιο βαθμό μπορούν να προστατευθούν οι πολίτες, ενώ απαντούν και στο ερώτημα ως προς το σε ποια Μέσα είναι πιο επικίνδυνα τα fake news. Σχολιάζουν, επίσης, την κριτική προς τα ΜΜΕ για τον δραματοποιημένο και εντυπωσιοθηριακό τρόπο που παρουσιάζουν τις ειδήσεις ως επίσης τη λεγόμενη «δημοσιογραφία της εξαίρεσης».

  • Γ. Πλειός: Στροφή προς τα παραδοσιακά ΜΜΕ και τα λεγόμενα hard news

Ο Καθηγητής και Διευθυντής του Εργαστηρίου Κοινωνικής Έρευνας στα ΜΜΕ του Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Γιώργος Πλειός, σε συνέντευξή του στο ΚΥΠΕ, είπε ότι η κρίση προσφέρει στα λεγόμενα παραδοσιακά ΜΜΕ (τηλεόραση, ραδιόφωνο και εφημερίδα) την ευκαιρία να ξανακερδίσουν το κοινό που έχουν χάσει τα τελευταία χρόνια και να επανακτήσουν την χαμένη εμπιστοσύνη του αλλά και την αξιοπιστία τους.

Σημείωσε ότι τα τελευταία χρόνια, τα παραδοσιακά ΜΜΕ, στον δυτικό κόσμο, διένυαν μια περίοδο απαξίωσης και μείωσης της αξιοπιστίας τους, ενώ με το ξέσπασμα της κρίσης, βλέπουμε τους πολίτες να στρέφονται κυρίως προς αυτά τα Μέσα για την ενημέρωσή τους και κυρίως προς την τηλεόραση.

Την ίδια στιγμή, τα ΜΜΕ θα αντιμετωπίσουν σοβαρό πρόβλημα επιβίωσης ως αποτέλεσμα των συνεπειών της υγειονομικής κρίσης και της μείωσης των διαφημιστικών εσόδων λόγω της μείωσης της κατανάλωσης. Ανέφερε ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα θα το αντιμετωπίσουν οι εφημερίδες για τις οποίες είναι μια δύσκολη περίοδος λόγω του ότι ο κόσμος είναι κλεισμένος στα σπίτια του και δεν κυκλοφορεί έξω. Είπε, επίσης, ότι πολίτες επιζητούν την άμεση ενημέρωση για τις εξελίξεις την οποία προσφέρει η τηλεόραση. Η επιβίωση των ΜΜΕ θα εξαρτηθεί πλέον και από την κρατική στήριξη που αυτά θα τύχουν η οποία με τη σειρά της θα δημιουργήσει αναπόφευκτα και μια μεγαλύτερη σχέση εξάρτησης.

Βλέπουμε, ταυτόχρονα, να αυξάνεται η πληροφοριακή εξάρτηση των δημοσιογράφων των παραδοσιακών ΜΜΕ από τις κυβερνητικές και κρατικές πηγές για άντληση επίσημης ενημέρωσης, λόγω και της προυπάρχουσας σχέσης που διατηρούν με αυτές τις πηγές με αποτέλεσμα να υπάρχει μια μεγαλύτερη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ τους. Από την άλλη, οι αρχές επιλέγουν τα παραδοσιακά ΜΜΕ για άμεση και απρόσκοπτη διοχεύτευση των πληροφοριών που θέλουν να περάσουν στους πολίτες, καθώς θεωρούνται πιο προσβάσιμα και απευθύνονται σε μεγαλύτερο ακροατήριο.

Την ίδια στιγμή, περιορίζεται η δυνατότητα άσκηση ερευνητικής δημοσιογραφίας, κυρίως λόγω των περιορισμών που επιβάλλονται στις μετακινήσεις, σημειώνοντας ότι σ’ αυτές τις συνθήκες απαιτείται από τους δημοσιογράφους να έχουν υψηλού επιπέδου εκπαίδευση και επαγγελματική κατάρτιση.

Είπε ότι λόγω της κρίσης, τα ΜΜΕ παράγουν ένα μεγάλο όγκο πληροφοριών προκειμένου να καλύψουν τη ζήτηση του κοινού για ολοένα να περισσότερες πληροφορίες, σημειώνοντας ωστόσο ότι η αλλαγή στην πληροφορία δεν είναι τόσο ποσοτική όσο ποιοτική. Όπως εξήγησε, παρατηρείται μια στροφή από τις λεγόμενες ελαφριές ειδήσεις (soft news) σε πιο σοβαρές ειδήσεις (hard news).

Σημείωσε ότι η κρίση έχει ως αποτέλεσμα τη βίαιη προσαρμογή των κοινωνιών μας σε αυτό το νέο πρότυπο ενημέρωσης, «το οποίο εγώ αποκαλώ κοινωνία της ενημέρωσης», προσθέτοντας ότι οι πολίτες “καταναλώνουν” πλέον πολύ περισσότερες πληροφορίες που αφορούν σοβαρά γεγονότα και ειδήσεις που τρέχουν και όχι πληροφορίες που αφορούν ψυχαγωγία και διασκέδαση.

Το κοινό δέχεται καταιγισμό πληροφοριών, τις οποίες πολλές φορές είναι δύσκολο να διαχειριστεί με τον σωστό τρόπο και να διακρίνει την αλήθεια από το ψέμα, ενώ την ίδια ώρα κυκλοφορούν στα ΜΜΕ και στο διαδίκτυο διάφορες θεωρίες συνωμοσίας, όπως για παράδειγμα ότι τον κορωνοϊό τον κατασκεύασαν οι Κινέζοι ή οι Αμερικανοί, ότι είναι βιολογικό όπλο, ότι δημιουργήθηκε για την εξάλειψη του υπέργηρου πληθυσμού λόγω του υπερπληθυσμού στον πλανήτη, ή ότι για την πανδημία ευθύνεται η τεχνολογία 5G.

Είπε επίσης ότι τα ΜΜΕ, ως η τέταρτη εξουσία, ελέγχουν από την μια τις άλλες τρεις εξουσίες στο όνομα των πολιτών, αν δηλαδή ενεργούν σωστά και σύμφωνα με το σύνταγμα και τους νόμους, από την άλλη τα ΜΜΕ ελέγχουν και τους πολίτες στο όνομα των εξουσιών.

Τα ΜΜΕ, σε περιόδους κρίσεων, συστρατεύονται πάντα με τις ηγεσίες τους

Σε περιόδους κρίσεων και μιας κοινής απειλής, όπως είναι η παρούσα απειλή εναντίον του ανθρωπίνου είδους, τα ΜΜΕ πάντα συστρατεύονται με τις ηγεσίες τους και αυτό αποτελεί τον κανόνα και είναι κάτι που βλέπουμε να συμβαίνει σε όλες τις χώρες. Είπε ότι το ίδιο κάνουν και τα πολιτικά κόμματα και βλέπουμε να υποχωρεί ο αντιπολιτευτικός τόνος των προηγούμενων περιόδων και να καταγράφεται μια ελάχιστη συναίνεση με στόχο να αντιμετωπιστεί ο κοινός κίνδυνος. «Μπορεί τώρα να βλέπουμε μια συναίνεση αλλά πιστεύω, εικάζω, ότι μετά την κρίση ο κομματικός ανταγωνισμός θα είναι οξύτατος», είπε.

Για το φαινόμενο των fake news, ο κ. Πλειός είπε ότι δεν μπορεί να υπάρξει 100% προστασία από τα fake news «και κυρίως όταν τα γεγονότα τρέχουν με μεγάλη ταχύτητα και θα πρέπει ο δημοσιογράφος θα ενημερώσει το κοινό, είτε από αίσθηση καθήκοντος, είτε επειδή κυνηγάει τα κλικς (clickbait) και τα διαφημιστικά κέρδη που αυτά αποφέρουν», σημειώνοντας ότι «κανείς δεν μπορεί να είναι απόλυτα προστατευμένος».

Ανέφερε, ωστόσο, ότι υπάρχουν κάποια χαρακτηριστικά των ψευδών ειδήσεων τα οποία θα πρέπει οι πολίτες να μάθουν να τα αναγνωρίζουν για να μπορούν να ξεχωρίσουν πότε μια είδηση είναι αληθής και πότε ψευδής.

Τα χαρακτηριστικά των Fake news, πιο επικίνδυνα αυτά που μεταδίδονται από τα παραδοσιακά ΜΜΕ

Το πρώτο και το βασικό, είπε, είναι ότι πρέπει να είμαστε υποψιασμένοι όταν μια είδηση είναι πάρα πολύ στερεοτυπική και εμπεριέχει έντονα το στοιχείο της προκατάληψης. Το δεύτερο, είπε, όταν μέσα σε μια είδηση δεν αναφέρονται πηγές, τότε αυτό το στοιχείο θα πρέπει να μας κάνει να υποψιαστούμε ότι ενδεχομένως η είδηση να είναι ψευδής. Το τρίτο, είπε, είναι πόσο σχετική και αξιόπιστη είναι η πηγή που επικαλείται μια είδηση. Ανέφερε, επίσης ότι θα πρέπει οι πολίτες να προσέχουν και τα πραγματολογικά στοιχεία μιας φωτογραφίας ή ενός βίντεο.

Ανέφερε, επίσης, ότι τα fake news μπορεί να προκύψουν και από άγνοια του συντάκτη της είδησης και όχι από πρόθεση. Είπε, επίσης, ότι υπάρχει και κόσμος που δεν τον ενδιαφέρει η αλήθεια και τα πραγματικά γεγονότα αλλά η επιβεβαίωση των προκαταλήψεων και των στερεοτυπικών πεποιθήσεων που έχει.

Πρόσθεσε ότι τα fake news που μπορεί να παραχθούν από τα παραδοσιακά ΜΜΕ είναι πιο επικίνδυνα από αυτά που μπορεί να παραχθούν από μια σχετικά άγνωστη ειδησεογραφική ιστοσελίδα ακριβώς λόγω του ότι τα παραδοσιακά ΜΜΕ έχουν πολύ μεγαλύτερο ακροατήριο και περισσότερη αξιοπιστία γεγονός που εύκολα μπορεί να κάνει μια είδηση περισσότερο πιστευτή.

Είπε ότι η παρουσίαση των ειδήσεων με ένα δραματοποιημένο τρόπο γίνεται στο πλαίσιο του ανταγωνισμού που υπάρχει ανάμεσα στα ΜΜΕ και στον αγώνα που δίνουν για να κερδίσουν ή να κρατήσουν το κοινό τους που αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την επιβίωσή τους. Αυτός ο ανταγωνισμός είναι που τα σπρώχνει στην εντυπωσιοθηρία, πρόσθεσε.

Ερωτηθείς σχετικά με τη λεγόμενη δημοσιογραφία της εξαίρεσης, είπε ότι όταν ένα μεμονωμένο γεγονός γίνεται κύρια είδηση αυτό εκ των πραγμάτων αποκτά ένα γενικευμένο χαρακτήρα. «Αυτό είναι δομικό στοιχείο της γλώσσας της τηλεόρασης», είπε και πρόσθεσε ότι .η είδηση είναι κάτι το καινούργιο και το ασυνήθιστο και σε αυτό είναι που εστιάζουν τα ΜΜΕ.

Σημείωσε ότι «έχουμε μια επιδείνωση της ελευθερίας του Τύπου σε πάρα πολλές χώρες», φέροντας ως παράδειγμα την Ουγγαρία όπου κάποιος μπορεί να τιμωρηθεί με πένταετή φυλάκιση για διάδοση fake news. «Και το ερώτημα είναι ποιος αποφασίζει κάτι τέτοιο και με ποια κριτήρια; Ένα πράγμα είναι η κριτική στα fake news και άλλο να βάζουμε ανθρώπους στη φυλακή για αυτά με ασαφή κριτήρια», είπε.

«Τέτοιες συμπεριφορές μπορεί να μείνουν μετά» – Η κρίση επιτάχυνε τις αλλαγές στα ΜΜΕ

Σε άλλες χώρες, είπε, απαγορεύτηκε ή περιορίστηκε η προσέλευση δημοσιογράφων σε δημοσιογραφικές διασκέψεις ή καθιερώθηκε ένα σύστημα κατά οποίο ο δημοσιογράφος υποβάλλει ερωτήσεις μέσω κάποιου άλλου, όπως γίνεται σε Ελλάδα και Κύπρο. «Σίγουρα είναι κάτι που μας ξενίζει και είναι κάτι που πρέπει να γίνεται με πολύ μεγάλη φειδώ και με πολύ μεγάλη τεκμηρίωση και όχι έτσι αβασάνιστα γιατί μπορεί τέτοιες συμπεριφορές να μείνουν μετά. Δεν είναι αυτονόητο ότι θα υποχωρήσουν με τον ίδιο τρόπο που ήρθαν», είπε.

Για τις αλλαγές που θα επιφέρει η κρίση στο μιντιακό περιβάλλον, ο κ. Πλειός είπε ότι «συνήθως οι κρίσεις δεν γεννούν τις αλλαγές τις επιταχύνουν και λειτουργούν καταλυτικά. Πολλές από αυτές τις αλλαγές έχουν ξεκινήσει από πιο πριν και απλώς τώρα επιταχύνθηκαν».

Είπε ότι η μείωση της κυκλοφορίας των εφημερίδων στην Ελλάδα είναι κάτι το οποίο συμβαίνει αδιαλείπτως από τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Επίσης, τo φαινόμενο των fake news δεν το δημιούργησε η κρίση, απλά η κρίση το έκανε ακόμα πιο έντονο. Θα έχουμε, κατέληξε, μια στροφή σε σοβαρές ειδήσεις, τα παραδοσιακά ΜΜΕ θα έχουν αυξημένη παρουσία, όπως η τηλεόραση και το ραδιόφωνο, με τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης να έχουν ένα επικουρικό ρόλο.

  • Ν. Παναγιώτου: Η «δημοσιογραφία της εξαίρεσης» υπονομεύει τον ρόλο του δημοσιογράφου

Ο Αναπληρωτής Καθηγητής στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Νίκος Παναγιώτου, σε συνέντευξη του στο ΚΥΠΕ, ανέφερε ότι ο ρόλος των ΜΜΕ σε μια κρίση, όπως αυτή που αντιμετωπίζουμε, είναι σημαντικός, σημειώνοντας ότι «οι δημοσιογράφοι είναι στην πρώτη γραμμή όλο αυτό το διάστημα και πρέπει να αναγνωριστεί ο ρόλος τους που είναι καίριος για την ενημέρωση των πολιτών».

Επεσήμανε ότι «οι πολίτες στρέφονται ειδικά προς τα παραδοσιακά ΜΜΕ, καθώς καταφεύγουν σε πηγές που εμπιστεύονται. Αυτό δημιουργεί άλλες ευθύνες για τα ΜΜΕ προκειμένου να κερδίσουν το στοίχημα αυτό. Δημιουργεί όμως ζητήματα και για τα υπόλοιπα και ειδικά τα εξειδικευμένα και τα μικρότερα, ζητήματα που σχετίζονται με την επιβίωση τους. Θα πρέπει δηλαδή στη σχετική συζήτηση να διαχωρίσουμε τους ειδησεογραφικούς οργανισμούς για το περιεχόμενο των οποίων ή λόγω του Μέσου, καταγράφεται μεγαλύτερη ζήτηση από τους μικρότερους/εξειδικευμένους με διαφορετικά χαρακτηριστικά».

Ερωτηθείς σχετικά με την υπερπληροφόρηση, ο κ. Παναγιώτου είπε ότι «αυτό το φαινόμενο συνιστά το φαινόμενο που ονομάζω ο κύκλος ενημέρωσης κατά τη διάρκεια κρίσεων, στην αρχή υπάρχει μεγάλη ζήτηση για πληροφόρηση, στην οποία ανταποκρίνονται αυξητικά τα ΜΜΕ και συνεχίζουν να την αυξάνουν, ενώ η άλλη πλευρά είτε έχει μετακινηθεί, ζητά δηλαδή κάτι άλλο ή έχει κορεστεί και απορρίπτει αυτή την υπερπληροφόρηση. Το φαινόμενο αυτό πρέπει να ληφθεί υπόψη από τους αρχισυντάκτες και τους υπεύθυνους των δημοσιογραφικών οργανισμών καθώς είναι κρίσιμο στοιχείο που επηρεάζει καθοριστικά τις σχέσεις μεταξύ ΜΜΕ και κοινού, δηλαδή η ισορροπία μεταξύ της πληροφόρησης από την υπερπληφόρηση». Ο κ. Παναγιώτου χαρακτήρισε, επίσης, λάθος να προτρέπεται το κοινό να μην παρακολουθεί ειδήσεις.

Κληθείς να σχολιάσει την άποψη ότι ο ελεγκτικός ρόλος των ΜΜΕ θα πρέπει να περιορίζεται σε περιόδους κρίσεων και τα Μέσα να είναι περισσότερο υποστηρικτικά προς τις προσπάθειες της πολιτείας για αντιμετώπιση μιας κατάστασης εκτάκτου ανάγκης, ο κ. Παναγιώτου είπε ότι «νομίζω ότι αυτή η προσέγγιση υποκρύπτει πολλούς κινδύνους και ειδικά μπορεί να υπονομεύσει την απαραίτητη λογοδοσία και έλεγχο. Αντίθετα θεωρώ ότι σε τέτοιες κρίσιμες στιγμές θα πρέπει να τηρούνται και να εφαρμόζονται οι κώδικες των δημοσιογραφικών ενώσεων, είναι αυτοί που μπορούν να εγγυηθούν και την τήρηση των κανόνων αλλά και να αποτρέψουν καταστάσεις ελέγχου που μπορεί να επιβληθούν σε τέτοιες καταστάσεις».

Κληθείς να σχολιάσει την κριτική προς τα ΜΜΕ ότι δεν υπηρετούν την αλήθεια, η οποία είναι- κατά μια άποψη – και το πρώτο θύμα ενός πολέμου ή μιας κρίσης, ο κ. Παναγιώτου είπε ότι «η παρούσα κρίση μας διδάσκει ότι πιθανώς θα πρέπει να εγκαταλείψουμε αυτή τη διαπίστωση γιατί στην εν λόγω κρίση ήταν τα ΜΜΕ που έφεραν στην επιφάνεια την κατάσταση στην Κίνα κατά το ξέσπασμα της επιδημίας ενώ συνέβαλαν κατά πολύ στο να ενημερωθεί ο κόσμος».

Αναφορικά με τα fake news κι αν υπάρχει 100% αποτελεσματικός τρόπος προστασίας των πολιτών από αυτό το φαινόμενο, είπε ότι «100% δεν υπάρχει , γιατί είναι σε κάποιο βαθμό θέμα προσωπικών στάσεων αντιλήψεων κ.λπ. Επίσης έχει αποδειχθεί ότι απαιτείται μια συνδυαστική παρέμβαση του κράτους προκειμένου να περιοριστούν τα φαινόμενα αυτά, των Δημοσιογραφικών Ενώσεων για την τήρηση του κώδικα, των δημοσιογράφων για να προστατέψουν τη δουλειά τους και των πολιτών για να περιφρουρήσουν την ενημέρωσή τους».

Ερωτηθείς κατά πόσο είναι δίκαιη η κριτική προς τα ΜΜΕ ότι εμπορευματοποιούν τον πανικό και το φόβο των πολιτών με την παρουσίαση των ειδήσεων με ένα δραματοποιημένο και εντυπωσηθηριακό τρόπο, είπε ότι «είναι δίκαιη σε ένα βαθμό και συνδέεται με τη δημοσιογραφία της εξαίρεσης. Όμως, είναι άδικη όταν γενικεύει και δεν αναγνωρίζει ότι υπάρχει και ένα άλλο μοντέλο».

Κληθείς να επεκταθεί στο θέμα της λεγόμενης δημοσιογραφία της εξαίρεσης, ένα όρο που διατύπωσε ο ίδιος, είπε ότι περιγράφει μια δημοσιογραφική λειτουργία που επικεντρώνεται στο θορυβώδες, την εξαίρεση και χάνει την ευρύτερη εικόνα. Θεωρώ ότι ως μοντέλο υπονομεύει τη δημοσιογραφία και το ρόλο του δημοσιογράφου, καθώς πλήττει την αξιοπιστία του και είναι αυτό που πρέπει να περιφρουρείται. Ταυτόχρονα, η επιλογή αυτή μπορεί να επιφέρει πρόσκαιρα οφέλη αλλά μακροπρόθεσμα υπονομεύει την αξιοπιστία του μέσου και του δημοσιογράφου».

Δεν θα πρέπει να περιοριστεί η δημόσια λογοδοσία με αφορμή την κρίση

Απαντώντας σε άλλη ερώτηση, ο κ. Παναγιώτου είπε ότι «με αφορμή την κρίση δεν θα πρέπει να περιοριστεί η δημόσια λογοδοσία και να επιβληθούν μηχανισμοί δυνατοτήτων παρακολούθησης/καταγραφής ατομικών συμπεριφορών. Ήδη συζητείται να δίνονται μαζί με τα προσωπικά στοιχεία των επιβατών των πτήσεων και ο υγειονομικός τους φάκελος που υπογραμμίζει την εξέλιξη αυτή. Αυτή είναι η ουσία της δημοκρατίας μας δεν πρέπει να την απωλέσουμε».

Ερωτηθείς για την επόμενη μέρα στο χώρο των ΜΜΕ και ποιες θα είναι οι αλλαγές στο μιντιακό περιβάλλον, είπε ότι «θα αλλάξουν πολλά ειδικά οι μικροί ειδησεογραφικοί οργανισμοί θα αντιμετωπίσουν μεγάλες δυσκολίες, όπως και οι εφημερίδες. θα πρέπει να αποφευχθεί η επικράτηση ολιγοπωλίων λόγων της οικονομικής κατάστασης και των αντίστοιχων δυσκολιών. Η τάση θα είναι ψηφιακή, θα ενισχυθεί δηλαδή αυτό που ξεκίνησε, και εν μέρη επιβλήθηκε, λόγω της κρίσης».

  • Θ. Μάνιου: Σαφώς πιο επικίνδυνα τα fake news των παραδοσιακών ΜΜΕ

Η Λέκτορας Δημοσιογραφίας, στο Πρόγραμμα Δημοσιογραφίας, Τμήμα Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Κύπρου Θεοδώρα Α. Μάνιου, μιλώντας στο ΚΥΠΕ, είπε ότι «η κρίση που βιώνουμε είναι πρωτόγνωρη για όλο τον πλανήτη και, χρονικά, πολύ κοντά στην προηγούμενη κρίση που κληθήκαμε να διαχειριστούμε μετά το 2008, η οποία ήταν οικονομική. Ως εκ τούτου, οι συνέπειες αυτής τις κρίσης είναι ορατές σε πολλά επίπεδα, από τις διαπροσωπικές σχέσεις και την οικονομία μέχρι τον πολιτισμό».

«Οι δημοσιογράφοι σε όλο τον κόσμο καλούνται να ανταποκριθούν στις προσδοκίες των πολιτών, μεταδίδοντας πληροφορίες, οι οποίες είναι καίριες, όπως, για παράδειγμα, οι απόψεις των ειδικών σχετικά με τα μέτρα προφύλαξης, πρωτόκολλα υγείας, κλπ., αλλά και χρηστικές, όπως είναι οι τρόποι επικοινωνίας με αρμόδιες υπηρεσίες, κ.λπ.».

Με βάση τα πρώτα ενδεικτικά στοιχεία, σημείωσε, «τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις ευρωπαϊκές χώρες, δεν εντοπίζονται μεγάλες διαφορές στον τρόπο με τον οποίο καλύπτονται δημοσιογραφικά οι εξελίξεις. Σε πρώτη προτεραιότητα βρίσκονται «εθνικές» πληροφορίες, δηλαδή πληροφορίες που αφορούν στη χώρα και στη συνέχεια ακολουθούν πληροφορίες για άλλες ευρωπαϊκές χώρες, για τις ΗΠΑ και για τον υπόλοιπο πλανήτη. Βέβαια, η δημοσιογραφική κάλυψη ανά χώρα είναι σε άμεση συνάρτηση με την κατάσταση που βιώνει η κάθε χώρα. Επομένως, σε χώρες με πολλά κρούσματα και μεγάλο αριθμό νεκρών η δημοσιογραφική κάλυψη διαφοροποιείται από αυτή σε χώρες όπως είναι, για παράδειγμα, η Κύπρος και η Ελλάδα».

Η κα. Μάνιου ανέφερε επίσης ότι «σε περιόδους κρίσεων οι πολίτες στρέφονται στα παραδοσιακά Μέσα για πληροφόρηση με την τηλεόραση να παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο. Λόγω των μέτρων περιορισμού αυτή τη φορά είναι και λογικό η τηλεόραση να αποτελεί την πιο συνηθισμένη πηγή ενημέρωσής μας».

Ο ελεγκτικός ρόλος των ΜΜΕ δεν αλλάζει λόγω της κρίσης

Αναφερόμενη στο ζήτημα της κοινωνικής ευθύνης των Μέσων, η κα. Μάνιου σημειώνει ότι «ο ρόλος των Μέσων και η βασική αρχή ότι λειτουργούν «ελεγκτικά» απέναντι στις εξουσίες δεν αλλάζει, επειδή η κοινωνία βιώνει κρίση. Αν, για παράδειγμα, υπάρξει κάποια παράτυπη πράξη/ενέργεια από εκπροσώπους της εξουσίας, αυτή φυσικά και θα πρέπει να προβληθεί. Απλά οι επαγγελματίες των Μέσων καλούνται να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί σε περιόδους κρίσης, ώστε να μη δημιουργείται αχρείαστος πανικός. Ο Κώδικας Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας είναι ξεκάθαρος στο ζήτημα αυτό».

Για τα fake news, η Λέκτορας του Πανεπιστημίου Κύπρου αναφέρει ότι «οι ειδήσεις αυτού του τύπου χωρίζονται συνήθως σε δύο βασικές κατηγορίες. Είναι αυτές που ηθελημένα παραποιούνται από κάποια Μέσα και αυτές που προβάλλονται παραποιημένες, χωρίς όμως να υπάρχει πρόθεση από το Μέσο (π.χ., αναμετάδοση μιας δήλωσης που στηρίζεται σε ψεύτικες πληροφορίες). Η πρώτη κατηγορία είναι και η πιο επικίνδυνη. Γι’ αυτό και όλοι μας θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί με τις πηγές ειδήσεων, τα συνοδευτικά στοιχεία του άρθρου/ρεπορτάζ (π.χ., φωτογραφίες, γραφήματα) και την αναφορά σε συγκεκριμένα «τεκμήρια» της είδησης (π.χ., δηλώσεις ειδικών, στατιστικά στοιχεία, κ.λπ.)».

Σε σχετική ερώτηση, η κα. Μάνιου είπε ότι «σαφώς και είναι πιο επικίνδυνα», τα fake news που μπορεί να μεταδοθούν από τα παραδοσιακά ΜΜΕ», προσθέτοντας ότι «μια πληροφορία σε ένα προσωπικό blog ή ένα σχετικό post σε μια πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης δεν έχει την ίδια ειδησεογραφική αξία με ένα ρεπορτάζ σε δελτίο ειδήσεων ενός καναλιού ή ένα ρεπορτάζ σε μια εφημερίδα ή στην ιστοσελίδα της. Ο κίνδυνος ελλοχεύει στο γεγονός ότι συνήθως δεν περιμένουμε να συναντήσουμε ψεύτικες ειδήσεις στα παραδοσιακά Μέσα, ενώ, αντίθετα, με τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης είμαστε πιο επιφυλακτικοί».

Ερωτηθείσα κατά πόσο η δυσπιστία που καταγράφεται από κάποιες έρευνες προς τα παραδοσιακά ΜΜΕ αν ισχύει και σε περιόδους κρίσεων, είπε ότι «συνήθως όχι, αλλά αυτό διαφέρει από χώρα σε χώρα. Για παράδειγμα, πριν από μερικά χρόνια στην περίπτωση της Αραβικής Άνοιξης οι πολίτες στις εμπλεκόμενες χώρες μόνο μέσα από τα Νέα Μέσα μπορούσαν να έχουν πληροφόρηση σχετικά με τις εξελίξεις στη χώρα τους αναφορικά με πορείες, συγκρούσεις, κ.λπ.. Όμως σε αυτή την περίπτωση συνήθως μιλάμε για πολιτικά συστήματα με διαφορετικές διαβαθμίσεις στα δημοκρατικά δικαιώματα των πολιτών».

Σε πολύ καλύτερο επίπεδο η Κύπρος στο θέμα της δραματοποίησης των ειδήσεων

Όσον αφορά στην κριτική προς τα ΜΜΕ για την παρουσίαση των ειδήσεων με ένα δραματοποιημένο και εντυπωσηθηριακό τρόπο, είπε ότι «η δραματοποίηση των ειδήσεων εντάσσεται στο πλαίσιο του φαινομένου της «ενημερω-διασκέδασης» (Infotainment), το οποίο έγινε ιδιαίτερα εμφανές μετά την ίδρυση και λειτουργία ιδιωτικών καναλιών στην Ευρώπη. Δεν θα έλεγα ότι όλα τα Μέσα λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο, ωστόσο σε κάποια το φαινόμενο αυτό είναι ιδιαίτερα έντονο. Στην Κύπρο οι σχετικές μετρήσεις, με βάση τις απόψεις του κοινού, δείχνουν ότι είμαστε σε πολύ καλύτερο επίπεδο σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες».

Ερωτηθείσα για τη λεγόμενη «δημοσιογραφία της εξαίρεσης» με αφορμή την εστίαση των ΜΜΕ στην μερίδα των πολιτών που δεν πειθαρχούσαν στα περιοριστικά μέτρα, η κα. Μάνιου είπε ότι «η εξαίρεση του κανόνα αποτελεί, συνήθως, την είδηση για τα Μέσα. Στο παράδειγμα που αναφέρετε, το ότι υπήρξε μερίδα πολιτών που δεν ακολουθούσε τα μέτρα είναι γεγονός, επομένως δεν θα μπορούσαν τα Μέσα να το παραβλέψουν. Άλλο αυτό, και άλλο το να επικεντρώνονται τα Μέσα μόνο σε αυτό το ζήτημα.

Δεν περιορίζεται ο δημοσιογραφικός ρόλος, αλλά εξ ανάγκης προσαρμόζεται

Κληθείσα να σχολιάσει το γεγονός ότι λόγω των περιοριστικών μέτρων περιορίστηκε σε κάποιο βαθμό και ο δημοσιογραφικός ρόλος, είπε ότι «οι δημοσιογράφοι είναι στις κατηγορίες των εργαζομένων που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της κρίσης και, όπως και οι υπόλοιποι εργαζόμενοι πρώτης γραμμής, αντιμετωπίζουν αυξημένους κινδύνους. Αναλογιστήκαμε ποτέ πώς θα βιώναμε αυτή την κρίση αν δεν εργάζονταν οι δημοσιογράφοι; Σαφώς και οι περιορισμοί έχουν επιπτώσεις στον τρόπο με τον οποίο οι δημοσιογράφοι κάνουν ρεπορτάζ και συγκεντρώνουν τις απαραίτητες πληροφορίες. Θα έλεγα ότι δεν περιορίζεται ο δημοσιογραφικός ρόλος, αλλά εξ ανάγκης προσαρμόζεται».

Ερωτηθείσα για τις αλλαγές που θα φέρει η επόμενη μέρα της πανδημίας στα ΜΜΕ, είπε ότι «οι εφημερίδες έχουν ήδη δεχθεί μεγάλο πλήγμα, σε σχέση με τα υπόλοιπα Μέσα Ενημέρωσης, λόγω περικοπών των διαφημιστικών κονδυλίων. Η οικονομική διάσταση αυτής της κρίσης πλήττει και τα Μέσα Ενημέρωσης, όπως όλες σχεδόν τις επιχειρήσεις άμεσα ή έμμεσα. Παράλληλα, επιφέρει αλλαγές στον τρόπο εργασίας και άσκησης καθηκόντων των επαγγελματιών, οργάνωσης και διοίκησης της επιχείρησης. Το σημαντικό σε κάθε κρίση είναι να τη διαχειριζόμαστε και ως αφορμή να βελτιώσουμε τα τρωτά μας σημεία και να αλλάξουμε προς το καλύτερο».

ΚΥΠΕ – Γιώργος Μιχαήλ
Λευκωσία, Κύπρος

Απαγορεύει τη λειτουργία του Reuters το Ιράκ: “Δίνει κακή εικόνα” για την πανδημία…

 

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: