File Photo: Ο Μάικλ Μπλούμπεργκ. EPA, ETIENNE LAURENT
Αντίθετα με ό,τι πιστεύεται, το χρήμα δεν είναι το παν στην αμερικανική πολιτική. Το 2016, το επιτελείο της Χίλαρι Κλίντον ξόδεψε τα διπλά από τον Ντόναλντ Τραμπ. Η Χίλαρι κέρδισε τη λαϊκή ψήφο, αλλά έχασε τις εκλογές. Ο τεράστιος πλούτος λοιπόν του Μάικλ Μπλούμπεργκ δεν εγγυάται ότι θα κερδίσει το χρίσμα, ούτε ότι αν το κερδίσει θα νικήσει τον Τραμπ.
Το να είναι κάποιος δισεκατομμυριούχος ενδέχεται μάλιστα να αποτελεί μειονέκτημα στη φετινή μονομαχία για το χρίσμα του Δημοκρατικού Κόμματος. Το φαβορί άλλωστε στις δημοσκοπήσεις είναι ο Μπέρνι Σάντερς. Και το κλίμα μεταξύ των ακτιβιστών είναι ακόμη πιο ριζοσπαστικό απ’ ό,τι το 1972, όταν ο Τζορτζ ΜακΓκάβερν κέρδισε το χρίσμα – αν κι εκείνος ήταν περισσότερο κατά του πολέμου παρά κατά του καπιταλισμού.
Γνωρίζω τον Μάικλ Μπλούμπεργκ πολλά χρόνια. Πάντα θαύμαζα τον τρόπο με τον οποίο έχτισε την αυτοκρατορία του – και έκανε το όνομά του συνώνυμο με το βασικό του προϊόν. Ήταν πολύ καλύτερος δήμαρχος από τον διάδοχό του, τον Μπιλ ντε Μπλάζιο. Και κάνει καλή παρέα.
Ο Μπλούμπεργκ είναι πολιτικά ευέλικτος.
Για να διατηρήσει μια πιθανότητα να κερδίσει το χρίσμα, ο Μπλούμεπργκ χρειάστηκε να μετακινηθεί προς τα αριστερά. Παρόλο που διαφωνεί με το Πράσινο Νιου Ντιλ της Αλεξάντρια Οκάσιο-Κορτές – που προβλέπει μηδενισμό των αερίων του θερμοκηπίου μέχρι το 2030 – υποστηρίζει ένα σχέδιο που προβλέπει το κλείσιμο όλων των ενεργειακών σταθμών με άνθρακα μέχρι την ημερομηνία αυτή, τη σκλήρυνση των προδιαγραφών για τις εκπομπές ώστε όλα τα αυτοκίνητα να είναι «καθαρά» μέχρι το 2035 και τη χρηματοδότηση δομών που σχετίζονται με το κλίμα. Για τον ίδιο λόγο, παρόλο που αντιτίθεται στο Medicare for All – γιατί «θα μας οδηγήσει σε «μακροχρόνια χρεοκοπία» -, υποστηρίζει μια δημόσια εκδοχή για την ασφάλεια υγείας.
Το 2012, ο Μπλούμπεργκ χαρακτήρισε γελοίο το σχέδιο του ντε Μπλάζιο να αυξήσει τους φόρους στους κατοίκους της Νέας Υόρκης που κερδίζουν πάνω από 500.000 δολάρια τον χρόνο. Τώρα θέλει να αυξήσει τον ομοσπονδιακό φόρο στις επιχειρήσεις από 21% σε 28%, να επιβάλει φόρο 0,1% σε όλες τις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές, να εμποδίσει τις επιχειρήσεις να μεταφέρουν τα κέρδη τους σε φορολογικούς παραδείσους και να αποκαταστήσει το ανώτατο ποσοστό φορολογίας από 37% σε 39,6%. Αυτό είναι ένα αρκετά προοδευτικό δημοσιονομικό πρόγραμμα. Και είναι «μετριοπαθές» μόνο σε σύγκριση με τα προγράμματα του Σάντερς και της Ελίζαμπεθ Γουόρεν.
Παρόλα αυτά, ο Μπλούμπεργκ έχει ένα βουνό να ανεβεί.
Από τότε που ξεκίνησε το σύγχρονο σύστημα των προκριματικών εκλογών του Δημοκρατικού Κόμματος, το 1972, κανείς υποψήφιος που μπήκε στη μάχη καθυστερημένα δεν έχει κερδίσει το χρίσμα.
Οι τεράστιες δαπάνες του, βέβαια, αντισταθμίζουν αυτό το μειονέκτημα. Από τότε που ανακοίνωσε την υποψηφιότητά του, τον περασμένο Νοέμβριο, έχει ξοδέψει περισσότερα χρήματα από οποιονδήποτε άλλο πολιτικό στην αμερικανική ιστορία: γύρω στα 400 εκατομμύρια δολάρια, έναντι 66 εκατομμυρίων που είχε δαπανήσει ο Τραμπ το 2016. Κι έτσι εκτοξεύθηκε στη δεύτερη θέση στις δημοσκοπήσεις.
Πιστεύω όμως ότι αυτό δεν θα συμβεί για δύο λόγους.
Πρώτον, το «ποτέ Σάντερς» μου θυμίζει το «ποτέ Τραμπ». Δεν μπορώ να φανταστώ το Δημοκρατικό Κόμμα να αποκηρύσσει τον Σάντερς για χάρη ενός 78χρονου πρώην Ρεπουμπλικανού δισεκατομμυριούχου που ζει στην 79η Οδό του Μανχάταν. Δεύτερον, το καυστικό χιούμορ του Μπλούμπεργκ μπορεί να λειτουργεί στη Γουολ Στριτ, όχι όμως και στο πολιτικό πεδίο.
Σε τελευταία ανάλυση, η πολιτική – ακόμη και στις Ηνωμένες Πολιτείες – δεν αφορά μόνο το χρήμα. Αφορά τη μαζική επικοινωνία. Αφορά το χάρισμα.
Κι αν κρίνει κανείς από την τραγική εμφάνιση του Μπλούμπεργκ στο ντιμπέιτ της περασμένης εβδομάδας, που για κακή του τύχη το είδαν 19,7 εκατομμύρια θεατές, αυτά τα πράγματα δεν αγοράζονται.
(*) Ο Νάιλ Φέργκιουσον είναι βρετανός ιστορικός και διδάσκει στο Hoover Institution του Στάνφορντ-Πηγή: The Sunday Times, μέσω ΑΠΕ-ΜΠΕ