Άσκηση του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού στο Αιγαίο. Φωτογραφία υπουργείο Άμυνας
Του ΖΑΧΑΡΙΑ Β. ΜΙΧΑ
DEFENCE POINT*
Τελικά το ζήτημα της προσφυγής στη Χάγη είναι πολύ πιο ξεκάθαρο από όσο εμφανίζεται στη δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα. Εάν κρίνει κανείς από τα γραπτά των πλέον καταρτισμένων περί το θέμα –καθότι όλοι μιλούν άρα η επιλογή είναι υποχρεωτική– υπάρχουν πολλά κοινά σημεία και διαπιστώσεις.
Οπότε είναι λογικό να ανακύπτει το ερώτημα, πώς είναι δυνατόν η χώρα να ασχολείται τόσο πολύ και να “καυγαδίζει” για ένα θέμα όπου υφίσταται σε μεγάλο βαθμό συμφωνία αναφορικά με τις παραμέτρους του προβλήματος. Η λογική υπαγορεύει ότι κάτι άλλο συμβαίνει.
Σε ένα σημαντικό άρθρο-ανάλυση του Χρήστου Ροζάκη (καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και πρώην υφυπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Σημίτη) στην “Καθημερινή” ξεκαθαρίζεται ότι η παραπομπή στη Χάγη είναι εξαιρετικά δύσκολο να προχωρήσει από την ελληνική πλευρά. Η Τουρκία «βλέπει την προσφυγή με πολύ διαφορετικούς όρους από αυτούς της Ελλάδας».
Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Ότι οι πιθανότητες επιτυχίας του “εγχειρήματος Χάγη” για την ελληνική πλευρά είναι από ελάχιστες έως ανύπαρκτες. Θα απαιτούνταν «μακρότατες και επαχθείς διαπραγματεύσεις», σύμφωνα με τα λόγια του ιδίου, ενώ η σύνταξη συνυποσχετικού για παραπομπή μόνο για οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας-ΑΟΖ είναι απλώς απίθανη.
Με σκοπό την επίτευξη τέτοιας συμφωνίας πραγματοποιήθηκαν στο παρελθόν (μέχρι το 2016) οι αποκαλούμενες ελληνοτουρκικές διερευνητικές επαφές σε επίπεδο πολιτικών διευθυντών υπουργείων Εξωτερικών. Συνεδρίαζαν για χρόνια με άνεση, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Δηλαδή υπό ιδανικές συνθήκες. Και απέτυχαν να φέρουν αποτέλεσμα. Η διαδικασία αυτή «ατόνησε και διακόπηκε με ευθύνη της Τουρκίας», όπως παραδέχεται ο Ροζάκης.
Το συμπέρασμα του έμπειρου καθηγητή είναι πως μοναδική ρεαλιστική προσδοκία για την Ελλάδα θα ήταν η σύνταξη συνυποσχετικού με τη Λιβύη, με στόχο την παραπομπή στο Διεθνές Δικαστήριο του θέματος του Μνημονίου Τουρκίας-Λιβύης όπου θα κριθεί η νομιμότητά του. Δεδομένης της καθολικής καταδίκης του από τους κύριους δρώντες στην περιοχή (σ.σ. ΗΠΑ, Γαλλία, ΕΕ, Αίγυπτος, Ισραήλ κ.α.), η Λιβύη θα μπορούσε να πιεστεί προς αυτή την κατεύθυνση.
Δύο επισημάνσεις κρίνονται όμως απαραίτητες.
Θα μπορούσε άραγε η πολιτική σκοπιμότητα που διεισδύει συχνότατα στις αποφάσεις του Διεθνούς Δικαστηρίου ναι μεν να ακύρωνε το επίμαχο Μνημόνιο, αφήνοντας όμως στο ερμηνευτικό σκεπτικό κάποιο “παράθυρο” για υπό προϋποθέσεις αμφισβήτηση του δικαιώματος των νήσων στις θαλάσσιες ζώνες; Κάτι που θα προστεθεί στην υφιστάμενη νομολογία που θα θέσει νέους προβληματισμούς στην ελληνική πλευρά; Αυτό είναι ένα ερώτημα προς απάντηση από τους ειδικούς, προτού επιχειρηθεί το βήμα από την ελληνική διπλωματία.
Με μοναδική εξαίρεση την απουσία τοποθέτησης του γνωστού καθηγητή περί του παραδεκτού ή μη συμφωνίας της Ελλάδας για παραπομπή του ζητήματος Υφαλοκρηπίδα-ΑΟΖ στη Χάγη, χωρίς να έχει προηγηθεί επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων μέχρι τα 12 ναυτικά μίλια, που κατοχυρώνει το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, ο παρατηρητής της δημόσιας συζήτησης δυσκολεύεται να ερμηνεύσει την πόλωση που επικρατεί.
Για να παρουσιαστεί, ωστόσο, το πρόβλημα σε όλη του τη διάσταση άρθρο του έμπειρου αναλυτή Σταύρου Λυγερού εγείρει ένα ζήτημα, το οποίο δεν έχει εντοπιστεί και αξιολογηθεί επαρκώς, είτε από τη δημόσια συζήτηση περί Χάγης, είτε ακόμα και από το ίδιο το υπουργείο Εξωτερικών.
Γράφει λοιπόν: «Εάν κάποιος ακούσει Έλληνες πολιτικούς, ακαδημαϊκούς και δημοσιογράφους θα νομίσει ότι η Άγκυρα ζητάει την παραπομπή και η Αθήνα συζητάει εάν θα την αποδεχθεί ή όχι! Η πραγματικότητα, βεβαίως, είναι αντίθετη. Λόγω φοβικού συνδρόμου και στρατηγικής αμηχανίας στην Αθήνα φιλοτεχνούν συστηματικά μία ψευδή εικόνα».
Όπως εξηγεί, ενώ στο εσωτερικό της χώρας οι Έλληνες τσακώνονται για τη Χάγη, το θέμα απλώς δεν υφίσταται: «Με την υπογραφή και δημοσίευση της συμφωνίας Άγκυρας-Τρίπολης, η Τουρκία οριοθέτησε υφαλοκρηπίδα-ΑΟΖ στην περιοχή ανατολικά και νότια της Κρήτης, έστω κι αν η αρχή που χρησιμοποίησαν οι δύο πλευρές (τα νησιά δεν δικαιούνται υφαλοκρηπίδα-ΑΟΖ) είναι κραυγαλέα εκτός διεθνούς δικαίου» είναι το επιχείρημα του αναλυτή.
Ο Λυγερός θεωρεί προφανές ότι «ο Ερντογάν δεν πρόκειται να ακυρώσει τη συμφωνία για να πάει στη Χάγη. Αντιθέτως, η Τουρκία προετοιμάζεται για να επιχειρήσει να δημιουργήσει νέο τετελεσμένο, πραγματοποιώντας σεισμικές έρευνες και στη συνέχεια γεώτρηση». Υπενθυμίζει, επίσης, ότι η Τουρκία έχει καταθέσει «συντεταγμένες στον ΟΗΕ για τα όρια της τουρκικής υφαλοκρηπίδας σ’ όλη την Ανατολική Μεσόγειο».
Τα ανωτέρω αποκαλύπτουν ότι στην Ελλάδα επικρατεί σε μεγάλο βαθμό συμφωνία περί του εφικτού ή μη του “εγχειρήματος Χάγη”. Μήπως όμως με τον τρόπο αυτό η εθισμένη στον φόβο και την αμυντική αδράνεια Ελλάδα, επιχειρεί να ξορκίσει το πραγματικό πρόβλημα που θα έπρεπε να μας απασχολεί, δηλαδή από την περαιτέρω κλιμάκωση του στρατιωτικού καταναγκασμού εκ μέρους της Τουρκίας.
Αυτό, όμως, είναι πρόβλημα που οι ελληνικές ελίτ δείχνουν να μην μπορούν ψυχολογικά να αντιμετωπίσουν. Αυτό συγκαλύπτεται πίσω από τις ενδιαφέρουσες, πλην όμως ανεπαρκείς στις νέες συνθήκες, αναλύσεις περί “συνεργατικής και φιλειρηνικής” με την Τουρκία αντιμετώπισης των προβλημάτων, όπως επιχειρείται να μασκαρευτούν οι τουρκικές μονομερείς διεκδικήσεις.
Μήπως στο επίπεδο της ελληνικής πολιτικής τάξης η δεύτερη επιλογή είναι κατά βάθος η επιθυμητή, διότι δεν την “ξεβολεύει”; Μήπως προτεραιότητα είναι να συνεχιστεί η πολιτική ηγεμονία και η απρόσκοπτη εναλλαγή στην εξουσία με ό,τι θετικό συνεπάγεται αυτή για τα κόμματα και τους πολιτικούς που συμμετέχουν σε αυτή;
Το συμπέρασμα είναι ότι στον πιο κρίσιμο τομέα, στη δημιουργία των προϋποθέσεων για ανάσχεση του τουρκικού επεκτατισμού, το ελληνικό πολιτικό σύστημα ολιγωρεί αυτοκαταστροφικά επί πολλά έτη. Αιτία της είναι ένας συνδυασμός άγνοιας, ή προσποίησης άγνοιας, της σημασίας του στρατιωτικού σκέλους της αποτροπής με την καταχρηστική επίκληση της οικονομικής κρίσης. Η ολιγωρία εκφράζεται και από τη συστηματική καλλιέργεια απέχθειας για ό,τι στρατιωτικό.
Τελικά, το πολιτικό σύστημα επιλέγει να ζει μέσα στις βολικές ψευδαισθήσειςτου. Μη επιθυμώντας να εκτεθεί στον κίνδυνο μίας σύγκρουσης με την Τουρκία, αρνείται να αλλάξει τις προτεραιότητες, αναγνωρίζοντας ότι η Ελλάδα έχει περιέλθει σε κατάσταση ύψιστης εθνικής ανάγκης. Αυτό θα του επέτρεπε να επικοινωνήσει την ανάγκη να κινηθεί αποφασιστικά στην κατεύθυνση της άμεσης, μεσοπρόθεσμης και μακροχρόνιας αποκατάστασης της αποτρεπτικής αξιοπιστίας των Ενόπλων Δυνάμεων.
Οι κρατούντες αρνούνται να δουν ότι η ολιγωρία καθιστά την πολεμική εμπλοκή ακόμα πιο πιθανή, επειδή ο αντίπαλος θα διακρίνει ευκαιρία να διευθετήσει με τη χρήση του στρατιωτικού εργαλείου προς όφελός του τη διένεξη που αυτός έχει επιβάλει στην ατζέντα. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα κάνει ό,τι μπορεί για να προβάλλει εικόνα αδυναμίας, ακυρώνοντας στην πράξη την αποτρεπτική προσπάθεια που αφορά περισσότερα του στρατιωτικού μέτωπα. Γι’ αυτό τον λόγο οι εδώ συζητήσεις στερούνται ορθολογισμού, παρότι αφορούν την επιβίωση της χώρας.
* Ο ΖΑΧΑΡΙΑΣ Β. ΜΙΧΑΣ είναι Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας (ΙΑΑΑ / ISDA)