File Photo: Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης (Α) συνομιλεί με τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τράμπ (Donald Trump) (Δ), σε συνάντηση που είχαν στον Λευκό Οίκο, στην Ουάσινγκτον. ΑΠΕ-ΜΠΕ, ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΜΗΤΣΟΣ
Η πρώτη αυθόρμητη αντίδραση βλέποντας τον Έλληνα πρωθυπουργό να παριστάνει την γλάστρα του Αμερικανού προέδρου σε μία έκτακτη συνέντευξη τύπου για το Ιράν ήταν θυμός. Θυμός για το άγριο χουνέρι που επιφύλαξε ο απρόβλεπτος Ντόναλντ Τράμπ στον …προβλέψιμο Κυριάκο Μητσοτάκη.
Στη συνέχεια το σκέφτηκα ψυχραιμότερα. Δεν ξέρουμε ποιος είναι ο Τράμπ; Δεν τον έχουμε δει τόσες φορές να υποτιμά τους συνομιλητές του, ειδικά όταν τους θεωρεί παρακατιανούς; Δεν τον έχουμε δει να συμπεριφέρεται αγενώς ακόμη και σε ηγέτες χωρών με ισχυρό αποτύπωμα στην παγκόσμια σκακιέρα; Μονάχα τον Πούτιν και τον Ταγίπ Ερντογάν υπολογίζει.
Επομένως γιατί να τα βάζω με τον Τράμπ, που έκανε την δουλειά του, έστω με αυτό τον ανάγωγο τρόπο, και να μην τα βάλω με όσους παρέσυραν τον Έλληνα πρωθυπουργό σε αυτό το κομπαρσιλίκι, υπονομεύοντας το κύρος του και συνακόλουθα την δημόσια εικόνα της χώρας.
Γι αυτήν την ιδιαίτερα εξευτελιστική εικόνα, δεν μπορώ να αναζητήσω πρωτεύουσες ευθύνες στον κ. Μητσοτάκη. Μονάχα ως προς την απειρία του να προετοιμαστεί καλύτερα για μια τέτοια ψυχρολουσία, ίσως και επειδή δεν πήρε την γενναία απόφαση να αναβάλει το ταξίδι μέσα σε μια τόσο ιδιάζουσα για τις ΗΠΑ και τον Πρόεδρο τους συγκυρία.
Τεράστια ευθύνη έχουν και οι «παράγοντες» κυβερνητικοί και ομογενειακοί που διαβεβαίωσαν τον Κυριάκο ότι είναι ώριμο το έδαφος για μία ισχυρή δήλωση Τράμπ σχετικά με τα F-35. Έφτασε να παρακαλάει o Έλληνας πρωθυπουργός για να αγοράσουμε τα υπερσύγχρονα μαχητικά και απάντηση να μην παίρνει από τον Αμερικανό πρόεδρο που θυμήθηκε (προφανώς λόγω των επερχόμενων εκλογών) την πολυπληθή ελληνική κοινότητα στις ΗΠΑ.
Δυστυχώς η επίσκεψη Μητσοτάκη στο Λευκό Οίκο έχασε τον στόχο της που ήταν μία δημόσια δήλωση στήριξης της Ελλάδας απέναντι στις τουρκικές αυθαιρεσίες και κατέληξε σε ένα άνευ ιδιαίτερης βαρύτητας εγκώμιο της προόδου της ελληνικής οικονομίας.
Αυτό το τελευταίο μπορεί και να μας έφτανε αν το υπαρξιακό πρόβλημα της πατρίδας μας λυνόταν μόνο με υποσχέσεις για αμερικανικές επενδύσεις. Γιατί αυτές, όταν και εφόσον έλθουν, δεν θα αποδειχτούν αρκετές για να αναχαιτίσουν την τουρκική επιβουλή.
Είναι το μόνο βέβαιο…
Το έχει κουράσει με την προεδρική εκλογή: Όποιον και να επιλέξει τελικά θα βρεθεί να απολογείται!