Ο υπουργός Άμυνας της Τουρκίας επιθεωρεί στρατιωτικό άγημα. Φωτογραφία υπουργείο Άμυνας
Οι επόμενες κινήσεις της Άγκυρας στη θαλάσσια περιοχή της Κύπρου και της Ελλάδος ανησυχούν Αθήνα και Λευκωσία. Ιδιαίτερα ενόψει του γεγονότος ότι τόσο στη Συρία όσο και στη Λιβύη δεν φαίνεται να προκύπτουν αποτελέσματα για την Άγκυρα μετά από τις παρεμβάσεις της.
Είναι σαφές πως μετά την υπογραφή της παράνομης συμφωνίας με τη Λιβύη η Τουρκία κινείται όχι με τόσο γρήγορα βήματα. Έχει στείλει μικρό αριθμό στρατιωτών, των ειδικών δυνάμενων, γύρω στους 200, που είναι εκπαιδευμένοι κυρίως στα θέματα ηλεκτρονικού πολέμου. Είναι δε αμφίβολο εάν προλάβει να στείλει ενισχύσεις πριν καταρρεύσει το καθεστώς της Τρίπολης. Σημειώνεται συναφώς ότι κατά την πρόσφατη συνάντηση Πούτιν και Ερντογάν, ο Ρώσος Πρόεδρος προειδοποίησε τον Τούρκο ομόλογό του να μη στείλει στρατεύματα στη Λιβύη. Αυτό το ζήτημα ήταν και βασικός λόγος διαφωνίας τους.
Αναφορικά με τις εξαγγελθείσες σεισμικές έρευνες στην περιοχή της Κρήτης δεν υπάρχει μέχρι στιγμής οτιδήποτε νεότερο. Είναι και το ζήτημα που απασχολεί περισσότερο Ελλάδα και Κύπρο. Δηλαδή, ποιο θα είναι το επόμενο βήμα.
Το γεγονός ότι το γεωτρύπανο «Γιαβούζ» αποχώρησε την περασμένη Δευτέρα από το θαλασσοτεμάχιο 7 της κυπριακής ΑΟΖ και το ερευνητικό σκάφος «Oruc Reis» βρίσκεται σε αγκυροβόλιο έξω από τον Κόλπο της Αττάλειας είναι ένα ζήτημα που δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο. Εάν θα γίνει οποιαδήποτε κίνηση, θα είναι με αποστολή του ερευνητικού σκάφους, που θα κάνει σεισμικές έρευνες πριν από ενδεχόμενες γεωτρήσεις.
Έχοντας υπόψη όλα αυτά, η Αθήνα θέλει να συντηρεί κανάλια επικοινωνίας με την κατοχική Τουρκία με στόχο την αποκλιμάκωση. Αν και δεν φαίνεται να υπάρχει διάθεση από πλευράς Άγκυρας για συνεργασία και συνεννόηση, η Ελλάδα επιμένει προς αυτή την κατεύθυνση. Την περασμένη Παρασκευή είχε στην Άγκυρα, στο τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών, συζητήσεις στα πλαίσια του πολιτικού διαλόγου, ο γενικός γραμματέας του ελληνικού ΥΠΕΞ Θεμιστοκλής Δεμίρης.
Είναι σαφές πως κινήσεις όπως η τετραμερής συν ένας την περασμένη Τετάρτη στο Κάιρο (Ελλάδα, Κύπρος, Αίγυπτος, Γαλλία, συν η Ιταλία παρατηρητής) αποτελούν μέρος των κινήσεων ενίσχυσης των εργαλείων αποτροπής. Αν και υπάρχουν πολλά ακόμη να γίνουν, κυρίως πρακτικά, για να αποδώσουν αποτελέσματα. Κι αυτό αφορά κινήσεις που θα δημιουργήσουν τετελεσμένα σε σχέση με τα ενεργειακά.
Στη Λευκωσία φαίνεται να επενδύουν στη Γαλλία, που φαίνεται αποφασισμένη να μην επιτρέψει στην Τουρκία να κυριαρχήσει στην περιοχή. Αυτό προφανώς και θα επηρεάσει τους γαλλικούς σχεδιασμούς στην ανατολική Μεσόγειο. Την ίδια ώρα, προετοιμάζονται δύο επισκέψεις με σημασία. Η αναβληθείσα επίσκεψη του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικώ Μάικ Πομπέο στη Λευκωσία, όπως και εκείνη του Ρώσου ΥΠΕΞ Σεργκέι Λαβρόφ, που μάλλον θα προηγηθεί της μετάβασης του Προέδρου Αναστασιάδη στη Μόσχα τον Απρίλιο.
Το αίτημα των Ηνωμένων Πολιτειών προς την Κυπριακή Δημοκρατία για να σταθμεύσουν δυνάμεις τους στην αεροπορική βάση «Ανδρέας Παπανδρέου» στην Πάφο, αφορά όπως εξηγήθηκε ανθρωπιστικές αποστολές. Δυνάμεις, δηλαδή, που αναλαμβάνουν να μεταφέρουν ανθρώπους από εμπόλεμες περιοχές σε πιο ασφαλή μέρη.
Το ερώτημα που εγείρεται είναι γιατί δεν χρησιμοποιήθηκαν οι βρετανικές βάσεις, όπως συνήθως γίνεται. Προφανώς σε περίπτωση πολέμου θα τις χρησιμοποιήσουν καθώς υπάρχει και η κατάλληλη υποδομή.
Ωστόσο, η κίνηση αυτή, το αίτημα δηλαδή προς τη Λευκωσία, έχει μάλλον πολιτική εξήγηση και συνδέεται και με τις πρόσφατες αποφάσεις της αμερικανικής διοίκησης (EastMed Act).
Προβληματική ως προς τις διατυπώσεις αλλά πρωτίστως σε σχέση με τη φιλοσοφία της είναι η έκθεση του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών για την ΟΥΝΦΙΚΥΠ. Είναι προφανές από την ανάγνωση του κειμένου ότι ο Διεθνής Οργανισμός αναδεικνύει την αναγκαιότητα συνεργασίας των «δύο πλευρών», ως να υπάρχουν «δύο διοικήσεις».
Δεν είναι δε τυχαίο το γεγονός ότι επαναλαμβάνεται και σε αυτή την έκθεση η υπόδειξη προς την Κυπριακή Δημοκρατία ότι «οι ανησυχίες για την αναγνώριση (σ.σ. του ψευδοκράτους) δεν θα πρέπει να συνιστούν αφ’ εαυτών ανυπέρβλητο εμπόδιο στην ενίσχυση της συνεργασίας». Επί του ιδίου θέματος προτείνεται εκ νέου η δημιουργία μηχανισμού στρατιωτικών επαφών, για το οποίο υπάρχουν διαφορετικές απόψεις ως προς τη λειτουργία του (ο κατοχικός στρατός εμπλέκει και τις «Τουρκοκυπριακές Δυνάμεις Ασφαλείας» για να είναι ο συνομιλητής της Εθνικής Φρουράς).
Σε ό,τι αφορά το θέμα των υδρογονανθράκων, στην έκθεση, συντάκτης της οποίας είναι η ειδική αντιπρόσωπος του ΟΗΕ στην Κύπρο Ελίζαμπεθ Σπέχαρ, το ζήτημα είναι «δικοινοτικό» και οι διαφορετικές προτάσεις που υποβλήθηκαν εκατέρωθεν για τη διαχείρισή του. Δεν «βλέπουν» τουρκικές προκλήσεις στην κυπριακή ΑΟΖ τα Ηνωμένα Έθνη. Αποφεύγουν την όποια αναφορά συγκαλύπτοντας την κατοχική δύναμη.
Πιθανότατα την άνοιξη η επίσκεψη Πομπέο στην Κύπρο: Την Τρίτη φτάνει ο Ριτς, αναμένεται ο Φάνον