Στιγμιότυπο από άσκηση των Ενόπλων Δυνάμεων. Πηγή: ΓΓΕΘΑ
Η συνεχιζόμενη και εντεινόμενη προκλητική και αναθεωρητική πολιτική της Τουρκίας σε όλο το χώρο της Νοτιανατολικής Μεσογείου, με ιδιαίτερη στόχευση στα ελλαδικά συμφέροντα, έχει κάνει επιτακτική την ενίσχυση της ελληνικής αποτρεπτικής ικανότητας που βασίζεται στην ισχύ των ενόπλων δυνάμεων.
Αρκετοί αναλυτές και προσωπικότητες διαφόρων πολιτικών χώρων που μέχρι χθες είχαν αμφιβολίες για την σκοπιμότητα εμπλοκής σε ένα ανταγωνισμό εξοπλισμό, εμφανίζονται πλέον προβληματισμένοι με τις εξελίξεις και την άνευ ορίων αναθεωρητική συμπεριφορά της Άγκυρας.
Ενώ διαφαίνεται μια ευρεία συνειδητοποίηση της εν εξέλιξη διατάραξης ή ανατροπής (σύμφωνα με απαισιόδοξους αναλυτές) της ισορροπίας ισχύος Ελλάδος-Τουρκίας, δεν συμβαίνει το ίδιο και με την υιοθέτηση του βέλτιστου τρόπου αντίδρασης μας.
Εκτιμώ ότι οι υποστηρικτές της παραπάνω -επικίνδυνης-άποψης δεν αντιπροσωπεύουν την κυριαρχούσα τάση στις κυβερνώσες σήμερα ελίτ. Αναμφίβολα οι δημοσιονομικές αντοχές προβληματίζουν την κυβέρνηση αλλά ο μεγαλύτερος προβληματισμός στο χώρο της άμυνας, προέρχεται από την ανησυχία της εξεύρεσης άμεσης θεραπείας-κάλυψης των κενών που σταδιακά συσσωρεύτηκαν τα τελευταία είκοσι χρόνια.
Σε κάθε περίπτωση, η επιλογή ενός βασικού οπλικού συστήματος (πχ κύριες μονάδες επιφανείας, νέο μαχητικό αεροσκάφος) θα πρέπει να καλύπτει σειρά βασικών προϋποθέσεων.
Απαραίτητα θα πρέπει να εξασφαλίζει τις επιχειρησιακές απαιτήσεις μας και τη συνέργια με άλλα οπλικά συστήματα αλλά και να εξασφαλίζεται η υποστήριξη του σε βάθος χρόνου. Το κόστος απόκτησης αλλά και λειτουργίας πρέπει να είναι αποδεκτά, συμπεριλαμβανομένων και των δαπανών υλοποίησης των βασικών εκσυγχρονισμών που όλα τα συστήματα απαιτούν σε βάθος χρόνου.
Παραπλήσιες κινήσεις μακροχρόνιας ενίσχυσης των ενόπλων δυνάμεων απαιτούν και μια ανάλογη δέσμευση ύπαρξης ενός αμυντικού προϋπολογισμού (αρμονικά κατανεμημένου σε μισθοδοσία, προμήθειες, λειτουργικά έξοδα), σε βάθος δεκαετίας, που θα πλησιάσει το -πραγματικά υψηλότατο- 3% του ΑΕΠ μας.
Δυστυχώς δεν είμαι σίγουρος ότι μπορούμε -ακόμη και σήμερα- να επιτύχουμε μια ανάλογη διακομματική προσέγγιση.
Επιπλέον, είναι σχεδόν βέβαιο ότι οποιαδήποτε αγορά αμυντικού υλικού επιλεγεί θα συγκεντρώσει τα πυρά της εκάστοτε αντιπολίτευσης ως ασύμφορης και μη καλύπτουσας τις αμυντικές μας ανάγκες. Φοβάμαι ότι η σύμπλευση θα επιτευχθεί μόνο εκ των υστέρων και κατόπιν ατυχών γεγονότων (όπως συνέβει και στο παρελθόν) και αυτό σίγουρα δεν αποτελεί την βέλτιστη εξέλιξη.
Απαραίτητη είναι και η αύξηση της επάνδρωσης των μονάδων, απαίτηση που προβάλει επί σειρά ετών ειδικά το ΓΕΣ, με μια σειρά προτεινόμενων μέτρων, χαμηλού οικονομικού κόστους, που επισείουν όμως έναν υπερβολικό φόβο πολιτικού κόστους.
Κάποτε όμως θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ως κοινωνία ότι η υπεράσπιση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων ενέχει ένα κόστος που πρέπει να αποδεχθούμε και να αναλάβουμε -ειδικά σήμερα έναντι των κρισίμων περιστάσεων- άλλως είναι καλύτερα από τώρα να αποδεχθούμε έναν ακόμη «έντιμο» συμβιβασμό.
Για ποια λύση μιλάμε στα ελληνοτουρκικά; Πως να βγούμε από το τέλμα, πως να συνετίσουμε την Τουρκία