File Photo: Οι αλλαγές επηρεάζουν δυνάμει αλλά και υφιστάμενους συνταξιούχους. ΚΥΠΕ
Αυξήσεις στις επικουρικές συντάξεις, νέο σύστημα εισφορών για μη μισθωτούς, κατάργηση υπό όρους της διπλής εισφοράς για τους μισθωτούς, είναι οι κυριότερες αλλαγές που φέρνει το νέο ασφαλιστικό νομοσχέδιο που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα.
Το νέο νομοσχέδιο:
• Αλλάζει τα ποσοστά αναπλήρωσης των κύριων συντάξεων για παλιούς και νέους ασφαλισμένους και για τα έτη ασφάλισης από 30,1 και πάνω. αναδρομικά από 1η Οκτωβρίου 2019. Αφορούν όλες τις συντάξεις παλαιές και νέες, πριν και μετά τον νόμο Κατρούγκαλου, όπως και μετά τον νέο νόμο που αναμένεται να ψηφιστεί τις επόμενες ημέρες.
• Εισάγει νέο επανυπολογισμό των παλαιών συντάξεων που είχαν ήδη εκδοθεί πριν τον νόμο Κατρούγκαλου, στις 13 Μαΐου του 2016. Με τα νέα δεδομένα έρχονται τα πάνω κάτω στις προσωπικές διαφορές. Οι αυξήσεις για τους παλιούς συνταξιούχους – που είχαν συνταξιοδοτηθεί πριν τον νόμο Κατρούγκαλου – θα δοθούν σύμφωνα με το προσχέδιο σε πέντε ετήσιες δόσεις αρχής γενομένης από 1/10/2019 και έως το 2024. Αντίθετα οι αυξήσεις για τους νέους συνταξιούχους – όσους έχουν αποχωρήσει από 13 Μαϊου 2016 και μετά δηλαδή μετά τον νόμο Κατρούγκαλου – δεν θα έχουν μεταβατική περίοδο αλλά θα δοθούν εφάπαξ αναδρομικά από 1 Οκτωβρίου 2019. Μάλιστα όπως αναφέρεται “για τις αιτήσεις συνταξιοδότησης που έχουν υποβληθεί έως την 30η Σεπτεμβρίου 2019 το ποσό της απονεμόμενης σύνταξης δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού της σύνταξης που θα απονεμόταν κατά το προϊσχύον καθεστώς. Τυχόν διαφορά που προκύπτει καταβάλλεται στον δικαιούχο ως προσωπική διαφορά”.
• Επιστρέφει τις επικουρικές που κόπηκαν με τον νόμο Κατρούγκαλου στο επίπεδο που ήταν στις 31/12/2014
• Αλλάζει άρδην το σύστημα των εισφορών κύριας και επικουρικής ασφάλισης για 1,44 εκατομμύρια μη μισθωτούς
• Εισάγει μηχανισμό μόνιμης στήριξης του ασφαλιστικού στο 0,5% του ΑΕΠ για τη χρηματοδότηση των κύριων και των επικουρικών αλλά και για μια εφάπαξ παροχή που θα δίνεται στα τέλη Δεκεμβρίου, αντικαθιστώντας το άρθρο με το οποίο θεσπίστηκε η λεγόμενη «13η σύνταξη».
Αναλυτικά:
Νέα αρχιτεκτονική έρχεται στους συντελεστές αναπλήρωσης των κύριων συντάξεων. Οι αλλαγές επηρεάζουν παλαιές και νέες συντάξεις, αλλά μόνο όσους έχουν συνταξιοδοτηθεί ή συνταξιοδοτούνται με περισσότερα από 30 έτη ασφάλισης, ενώ ο κομβικός συντελεστής στην 40ετία κυμαίνεται τελικά όντως ανάμεσα στο 50% – 50,5% καθώς κλείδωσε στο 50,01%. Τα κέρδη κλιμακώνονται για όσους έχουν αποχωρήσει ή αποχωρούν με περισσότερα από 30 και έως 44 έτη ασφάλισης. Δυο είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του νέου συστήματος:
• Η αναπλήρωση της ανταποδοτικής σύνταξης «γκαζώνει» για όσους «κλειδώσει» την χρυσή 10ετία. Δηλαδή για όσους έχουν συνταξιοδοτηθεί ή συνταξιοδοτούνται με περισσότερα από 30 και έως 40 έτη ασφάλισης.
• Ακολούθως η αναπλήρωση «φρενάρει» σημαντικά μετά τα 40 έτη καθώς πέφτει από τις 2,55 ποσοστιαίες μονάδες κατ έτος στο 0,50 ποσοστιαίες μονάδες κατ έτος.
Αυτές οι δυο κομβικές αλλαγές έχουν τα εξής βασικά αποτελέσματα:
• Ο σωρευτικός συντελεστής που δίνει το ύψος της ανταποδοτικής σύνταξης αυξάνεται με δυο ταχύτητες για όσους έχουν ασφαλιστικό βίο από 30 έτη και μια μέρα έως 45 έτη.
• Οι πλέον κερδισμένοι του νέου συστήματος συγκριτικά με τον νόμο Κατρούγκαλου είναι όσοι αποχωρούν με 40ετία ασφάλισης και πληρωμένων εισφορών. Στα 40 χρόνια κορυφώνονται τα «κέρδη» συγκριτικά με τα τους σημερινούς συντελεστές.
• Μετά τα 30 έτη ασφάλισης και μέχρι τα 40 η αναπλήρωση αυξάνεται προοδευτικά. Όσα περισσότερα χρόνια έχει εξασφαλίσει κανείς μέσα σε αυτή την δεκαετία τόσο μεγαλύτερη σύνταξη θα λάβει. Πιο σημαντικό είναι το όφελος στην 5ετία 35 – 40 έτη ασφάλισης.
• Μετά τα 40 έτη, η αύξηση της αναπλήρωσης ανακόπτεται σημαντικά. Εδώ «κρύβεται» και η βασική αλλαγή συγκριτικά με το σύστημα Κατρούγκαλου, το οποίο διατηρούσε τον υψηλότερο κατ έτος συντελεστή (2 ποσοστιαίες μονάδες) για όλα τα χρόνια μετά τα 40. Αντίθετα το νέο σύστημα δίνει μεγαλύτερη έμφαση σε όσους αποχωρούν με περισσότερα από 30 και έως 40 έτη ασφάλισης και φρενάρει σημαντικά στην ανταπόδοσή του μετά τα 40 έτη.
• Εξαιτίας του «φρένου» που μπαίνει στον συντελεστή μετά τα 40 έτη ασφάλισης, τα κέρδη φθίνουν, πάντα συγκριτικά με το σημερινό ισχύον σύστημα. Στο πλαίσιο αυτό ο νέος σωρευτικός συντελεστής παραμένει υψηλότερος συγκριτικά τον νόμο Κατρούγκαλου για όλους οσοι έχουν πάνω από 30 έως και 44 έτη ασφάλισης. Από τα 45 έτη ασφάλισης και πάνω το σημερινό σύστημα αποδίδει περισσότερα. Αυτό συμβαίνει διότι μετά τα 40 έτη η αναπλήρωση φρενάρει αλλά λόγω της αύξησης που δίνεται στην «χρυσή δεκαετία» (30 – 40 έτη ασφάλισης) παραμένει υψηλότερη από τον νόμο Κατρούγκαλου για τα έτη 41ο, 42ο, 43ο και 44ο.
• Όσοι έχουν αποχωρήσει ή αποχωρούν με 35ετία θα έχουν αναπλήρωση 37,31% έναντι 33,81% με το σημερινό σύστημα.
• Όσοι φεύγουν με 40ετία θα έχουν αναπλήρωση 50,01% έναντι 42,80%.
• Όσοι αποχωρούν με 42 έτη θα έχουν ανταποδοτική σύνταξη 51,01% έναντι 46,80% με το παλαιό σύστημα.
Παλαιές συντάξεις
Με βάση τους νέους συντελεστές θα επανυπολογιστούν από την αρχή και οι παλαιές συντάξεις που είχαν εκδοθεί πριν τον νόμο Κατρούγκαλου όπως και όσες έχουν εκδοθεί μετά το νόμο Κατρούγκαλου και μέχρι σήμερα. Οι συνταξιούχοι που αποχώρησαν από τον Μάιο του 2016 και μετά με 30,1 χρόνια ασφάλισης και πάνω θα λάβουν τις αυξήσεις που δικαιούνται αναδρομικά από 1η Οκτωβρίου. Για τους παλαιούς συνταξιούχους που είχαν αποχωρήσει πριν από τον Μάιο του 2016 (πριν τον νόμο Κατρούγκαλου δηλαδή) το αποτέλεσμα θα είναι κυρίως λογιστικός συμψηφισμός καθώς η όποια αύξηση δικαιωθούν θα συμψηφιστεί με την προσωπική διαφορά που διατηρούν.
Πολλοί θα δουν την προσωπική τους διαφορά να μειώνεται σε σχέση με το σημερινό σύστημα. Σύμφωνα μάλιστα με το προσχέδιο του νόμου οι όποιες αυξήσεις προκύψουν για τους παλαιούς συνταξιούχους (πριν τις 13 Μαίου του 2016) κι εφόσον αυτές δεν καλύπτονται από την προσωπική διαφορά που διατηρούν θα αποδοθούν σε 5 ετήσιες δόσεις μέχρι και το 2024. Όπως αναφέρεται αν το σημερινό καταβαλλόμενο ποσό των συντάξεων είναι μικρότερο από αυτό που προκύπτει από τον νέο υπολογισμό τους βάσει των νέων ποσοστών αναπλήρωσης, τότε το ποσόν των συντάξεων «προσαυξάνεται κατά το ένα πέμπτο της πρόσθετης διαφοράς που προκύπτει, για την περίοδο από 1η Οκτωβρίου 2019 έως 31η Δεκεμβρίου 2020 και ισόποσα κατ έτος έως την 31η Δεκεμβρίου 2024». Υπενθυμίζεται πως αντίστοιχη μεταβατική περίοδο 5ετίας από το 2019 έως το 2023 είχε προβλέψει και ο νόμος Κατρούγκαλου γηια τους συνταξιούχους που έπαιρναν αύξηση από 1/1/2019 με τον επανυπολογισμό.
Εισφορές
Εντός δυο μηνών από την ψήφιση του νόμου, δηλαδή περίπου μέχρι τα μέσα Απριλίου, πρέπει οι μη μισθωτοί ασφαλισμένοι – ελεύθεροι επαγγελματίες, αυτοαπασχολούμενοι και αγρότες – να επιλέξουν την ασφαλιστική κατηγορία στην οποία επιθυμούν να υπαχθούν για το 2020.
Όσοι δεν επιλέξουν με αίτησή τους την ένταξή τους σε κάποια κατηγορία θα ενταχθούν υποχρεωτικά στην πρώτη και κατώτατη. Όλοι οι αυτοτελώς απασχολούμενοι, ελεύθεροι επαγγελματίες (πρ. ΟΑΕΕ και ΕΤΑΑ) και αγρότες (πρ. ΟΓΑ) εντάσσονται από 1/1/2020 σε 6 κατηγορίες, με σταθερά ποσά μηνιαίων εισφορών κύριας σύνταξης και υγείας.
Οι ασφαλισμένοι κατατάσσονται με ελεύθερη επιλογή τους σε μία από τις 6 κατηγορίες. Αν ο ασφαλισμένος δεν επιλέξει κατηγορία με αίτησή του, κατατάσσεται υποχρεωτικά στην πρώτη και ελάχιστη των 220 ευρώ το μήνα για τους επαγγελματίες και 121 για τους αγρότες. Για τους αγρότες διατηρείται η μεταβατική περίοδος και οι εισφορές κλάδου σύνταξης αυξάνονται από 2 έως 8 ευρώ το 2021 και το 2022.
Η αίτηση για μεταβολή ασφαλιστικής κατηγορίας μπορεί να υποβληθεί οποτεδήποτε, ωστόσο η μετάταξη θα γίνεται από την 1η του επόμενου έτους από την υποβολή της αίτησης. Η αλλαγή δηλαδή θα είναι δυνατό να γίνεται κάθε χρόνο.
Προσοχή, οι επαγγελματίες και αγρότες κατατάσσονται υποχρεωτικά για τον κλάδο υγείας στην ίδια κατηγορία που κατατάσσονται για κύρια σύνταξη.
Ειδική υποκατώτατη κατηγορία θεσπίζεται για τους νέους ελεύθερους επαγγελματίες και αυτοτελώς απασχολούμενους για τα πρώτα 5 έτη από την έναρξη άσκησης του επαγγέλματος. Η ένταξη στην ειδική κατηγορία απαιτεί αίτηση από τον ασφαλισμένο. Χρήση του ευεργετήματος είναι δυνατή μόνο μία φορά. Σε περίπτωση διακοπής της άσκησης του επαγγέλματος δεν είναι δυνατή η συνέχιση ή επανέναρξη της έκπτωσης αργότερα. Η καταβολή μειωμένης εισφοράς έως και μια 5ετία για τους νέους επαγγελματίες δεν συνιστά ασφαλιστική οφειλή και δεν αναζητείται.
Επικουρικές εισφορές
Από 1/1/2021 στην ασφάλιση του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. υπάγονται προαιρετικά, μετά από αίτησή τους, οι αυτοαπασχολούμενοι υγειονομικοί, οι αγρότες του πρώην Ο.Γ.Α. καθώς και όσοι εξαιρούνται της υποχρεωτικής υπαγωγής στην επικούριση. Όσοι επιλέξουν να ενταχθούν προαιρετικά θα παραμείνουν υποχρεωτικά στο σύστημα, δηλαδή δεν μπορούν να βγουν. Όπως αναφέρεται «η προαιρετική υπαγωγή στην ασφάλιση από την έναρξή της διέπεται από τους κανόνες της υποχρεωτικής ασφάλισης».
Διατηρείται η απόσβεση της αύξησης των εισφορών επικουρικής ασφάλισης μισθωτών που είχε θεσπίσει ο νόμος Κατρούγκαλου. Προβλέπεται δηλαδή πως από 1/6/2022 το ποσοστό της μηνιαίας εισφοράς επανέρχεται στο 6%.
Για τους μη μισθωτούς θεσπίζονται 3 κατηγορίες σταθερών ποσών (στα πρότυπα της κύριας ασφάλισης). Οι ασφαλισμένοι κατατάσσονται με ελεύθερη επιλογή τους σε μία από τις 3 κατηγορίες. Αν ο ασφαλισμένος δεν επιλέξει ασφαλιστική κατηγορία κατατάσσεται υποχρεωτικά στην πρώτη. Αίτηση για μεταβολή κατηγορίας υποβάλλεται οποτεδήποτε και η μετάταξη γίνεται από την 1η του επόμενου έτους.
Μόνιμος μηχανισμός
Για τον μόνιμο μηχανισμό αναφέρεται πως από 1/1/2020 στον ετήσιο κοινωνικό προϋπολογισμό εγγράφεται δαπάνη ύψους 0,5% του ΑΕΠ, από την οποία καλύπτεται κατά πρώτον η δαπάνη που δημιουργείται ετησίως σε εφαρμογή των με αριθ. 1890/2019 και 1891/2019 αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας και κατά δεύτερον η δαπάνη εφάπαξ παροχής, η οποία καταβάλλεται το Δεκέμβριο εκάστου έτους σε δικαιούχους σύνταξης λόγω γήρατος, αναπηρίας και θανάτου, σε δικαιούχους προσυνταξιοδοτικής παροχής, επιδομάτων σύνταξης με αιτία την αναπηρία και ανασφάλιστους υπερήλικες των άρθρων 1 έως 3 του ν. 1296/1982 (Α’ 128), της περίπτωσης 5 της υποπαραγράφου ΙΑ.6 της παραγράφου ΙΑ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (Α’ 222) και του άρθρου 93 του ν. 4387/2016 (Α’ 85). Η δαπάνη της εφάπαξ παροχής χρηματοδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό. Για το έτος 2020 η δαπάνη της παραγράφου 1 καλύπτεται από τις ήδη εγγεγραμμένες πιστώσεις του κοινωνικού προϋπολογισμού.
Πηγή: Εθνος
Αυξημένη ζήτηση για δάνεια από μικρομεσαίους και νοικοκυριά το 4ο τρίμηνο 2019