Ο πρόεδρος της Τουρκίας Ταγίπ Ερντογάν με τον γαμπρό του Μπεράτ Αλμπαϊράκ, στο κτίριο των Ηνωμένων Εθνών, στη Γενεύη. Φωτογραφία Τουρκική Προεδρία
«Συνταγή» που διαχρονικά σου εξασφαλίζει επιτυχίες δεν την αλλάζεις. Κάτι τέτοιο, άλλωστε, θα ήταν ευεπίφορο σε αποτυχίες. Και για τον Τούρκο πρόεδρο, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, η μόνη συνταγή που δείχνει μέχρι στιγμής να έχει στεφθεί με σχεδόν απόλυτη επιτυχία μέσα σε ομολογουμένως δύσκολες και πολυκύμαντες συνθήκες είναι εκείνη της… πρόκλησης εντάσεων σε εσωτερικό και εξωτερικό.
Κάπως έτσι, έχουμε φτάσει πλέον στο κατώφλι του 2020, με τον Ερντογάν να κλιμακώνει έτι περαιτέρω την ένταση στην Ανατολική Μεσόγειο, προωθώντας χάρτες «συνόρων» με τη Λιβύη και απειλώντας πλέον με γεωτρήσεις εντός όχι μόνο της κυπριακής ΑΟΖ αλλά και της ελληνικής υφαλοκρηπίδας στα ανατολικά της Κρήτης.
Ο Ερντογάν έχει βρεθεί στο στόχαστρο διεθνών επικρίσεων για όλους τους λόγους του κόσμου τα τελευταία χρόνια. Απτόητος ωστόσο, εκείνος δεν δείχνει διατεθειμένος να κάνει πίσω για μια σειρά από πολύ συγκεκριμένους λόγους:
· Επειδή, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, η συνταγή της έντασης δείχνει να του «βγαίνει» καθώς του επιτρέπει να ενισχύει de-facto τη θέση του σε όλα τα μέτωπα από τη Συρία έως και τη Λιβύη. Ο Ερντογάν, έτσι, θέτει τις βάσεις για τη δημιουργία τετελεσμένων τουρκικής (συγ)κυριαρχίας σε στεριά και θάλασσα. Ό,τι έπραξε στην Κύπρο το 1974, το πράττει τώρα και στην ανατολική Μεσόγειο, συνδυάζοντας τις στρατιωτικές εισβολές (Συρία) με εκβιαστικές συμφωνίες (μνημόνια με Λιβύη, «παζάρια» ΕΕ-Τουρκίας για το προσφυγικό) και πειρατικές κινήσεις (παράνομες σεισμογραφικές έρευνες και γεωτρήσεις) μέσα σε ένα πλαίσιο «υβριδικό». Όσα ισχύουν άλλωστε σήμερα de-facto, τείνουν να επηρεάζουν και όσα θα ισχύσουν κάποτε de-jure, είτε μας αρέσει είτε όχι. Για του λόγου το αληθές, αρκεί μια ματιά… στην Κύπρο.
· Επειδή έτσι εκείνος παρουσιάζεται ισχυρός στο εσωτερικό. Και μάλιστα σε μια περίοδο έντονων εσωτερικών πολιτικών εξελίξεων. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ερντογάν προωθεί δυναμικά την επέκταση των τουρκικών θαλασσίων ζωνών προς τη Λιβύη μέσα από διαδοχικές προσωπικές εμφανίσεις στην τουρκική τηλεόραση και βαρύγδουπες δημόσιες παρεμβάσεις, απευθυνόμενος στο τουρκικό θυμικό (επικαλούμενος εκείνο το καλούμενο «σύνδρομο των Σεβρών»), σε μια περίοδο κατά την οποία άλλοτε κορυφαίοι συνεργάτες του, όπως οι πρώην υπουργοί Αχμέτ Νταβούτογλου και ο Αλί Μπαμπατζάν, λανσάρουν τα δικά τους αντιπολιτευόμενα κόμματα στη γείτονα. Και μόνο το γεγονός ότι η προσωπική δημοφιλία του Ερντογάν ανέβηκε έπειτα από την τελευταία τουρκική στρατιωτική εισβολή στη Συρία τον περασμένο Οκτώβριο αρκεί για να ενθαρρύνει… νέες «εισβολές».
· Επειδή έτσι προωθεί υπερκομματικούς στρατηγικούς στόχους της Τουρκίας, στόχους υπό το βάρος των οποίων η κεμαλική αντιπολίτευση του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP) αναγκάζεται είτε να συμπαραταχθεί πίσω από τον πρόεδρο είτε, σε διαφορετική περίπτωση, να διακινδυνεύσει να θεωρηθεί ότι μειοδοτεί.
· Επειδή έτσι παγιώνει τον τουρκικό μαξιμαλισμό στο δρόμο προς το επετειακό 2023 και τη συμπλήρωση 100 ετών από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας, περιορίζοντας τα περιθώρια υπαναχώρησης για οιονδήποτε βρεθεί στην τουρκική ηγεσία.
Το τουρκικό καθεστώς, λοιπόν, ξέρει τι θέλει και δεν σταματά να μας το υπενθυμίζει, συχνά μάλιστα προαναγγέλλοντας και τις επόμενες πειρατικές κινήσεις του. Το θέμα είναι εμείς τι κάνουμε μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον εκ των προτέρων ναρκοθετημένο.
Για να το αποφασίσουμε, για να χαράξουμε στρατηγική, θα πρέπει πρώτα βέβαια να έχουμε συμφωνήσει και ως προς το μέγεθος της απειλής, ένα μέγεθος αναφορικά με το οποίο στην ελληνική πλευρά οι απόψεις επί του παρόντος διίστανται, όχι μόνο μεταξύ των κομμάτων αλλά και ενδοκυβερνητικά.
Για τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, σήμερα δεν υπάρχει «κρίση» ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία αλλά «μια οξυμένη κατάσταση» (συνέντευξη στη γερμανική Bild). Για τον αναπληρωτή υπουργός Προστασίας του Πολίτη, Γιώργο Κουμουτσάκο, από την άλλη, τον Ερντογάν «πρέπει να τον έχει απογοητεύσει» το γεγονός ότι «η Ελλάδα βρήκε μεγάλη στήριξη κατά της συμφωνίας Τουρκίας-Τρίπολης» (δηλώσεις στον ραδιοφωνικό σταθμό «ΘΕΜΑ 104,6»).
Υπάρχουν όμως και κυβερνητικοί βουλευτές που έχουν άλλη άποψη, βουλευτές σύμφωνα με τους οποίους η συμφωνία Τουρκίας-Τρίπολης δεν ωφελεί ούτε να υποβαθμίζεται ούτε να αποκηρύσσεται ως «άκυρη». Οι απόψεις, όμως, στο κυβερνητικό στρατόπεδο διίστανται και απέναντι σε μια σειρά από άλλα θέματα: για το εάν θα έπρεπε ή όχι η Ελλάδα να προχωρήσει στην τμηματική επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων ξεκινώντας από το Ιόνιο και την Αλβανία, για το εάν θα έπρεπε ή όχι η Ελλάδα να προχωρήσει σε μια έστω τμηματική οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών με την Αίγυπτο που θα αφήνει έξω το Καστελόριζο με την επιφύλαξη μιας πλήρους οριοθέτησης στο μέλλον κ.ά.
Η ακινησία δεν αποτελεί πια επιλογή στην εξωτερική πολιτική. Ως προς αυτό, δείχνουν πια να συμφωνούν όλοι, παίρνοντας αποστάσεις από τη «σχολή» Μολυβιάτη. Η κινητικότητα, ωστόσο, προϋποθέτει στρατηγική, γνώση των «απειλών» και σαφώς προσδιορισμένους στόχους.
Οι Τούρκοι «θερμαίνουν» τα νερά στη Μεσόγειο: «Τσαμπουκάδες» στην ελληνική υφαλοκρηπίδα