
FILE PHOTO: Ο πρόεδρος της Τουρκίας, Ταγίπ Ερντογάν με τον πρόεδρο του Ιράν Χασάν Ρουχανί και τον πρωθυπουργό της Μαλαισίας Μαχαθίρ Μοχαμάντ, στην Κουάλα Λουμπούρ. Φωτογραφία Τουρκική Προεδρία
Εάν ανατρέξει κανείς στα πεπραγμένα του 65χρονου Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν από το 2002, οπότε εκείνος «πήρε» τις πρώτες εκλογές στη γείτονα Τουρκία με το ισλαμοσυντηρητικό Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) και έπειτα, θα «πέσει πάνω» σε μια σειρά από πολιτικά υποκινούμενες και σε μεγάλο βαθμό «κατασκευασμένες» επιθέσεις εναντίον εσωτερικών και εξωτερικών «εχθρών».
Πηγαίνοντας πίσω, στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν, έρχεται κανείς αντιμέτωπος με τις υποθέσεις «Εργκένεκον» και «Βαριοπούλα», δύο υποθέσεις διώξεων βγαλμένες από την εποχή (2003-2011) που ο Ερντογάν ήταν ακόμη σύμμαχος με τον ισλαμιστή Φετουλάχ Γκιουλέν.
Ήταν τότε που οι δυο τους μαζί, Ερντογάν και Γκιουλέν, ακόμη επιχειρούσαν να «αφοπλίσουν» το κεμαλικό-κοσμικό βαθύ κράτος στη γείτονα. Πώς; Στέλνοντας εκατοντάδες κοσμικούς στρατιωτικούς, ακαδημαϊκούς, δημοσιογράφους κ.ά. στη φυλακή με την κατηγορία της εξύφανσης τρομοκρατικών σχεδίων που απώτερο στόχο είχαν την ανατροπή της τουρκικής κυβέρνησης.
Σημειώνεται ότι στο πλαίσιο εκείνων των φερόμενων ως πραξικοπηματικών σχεδίων, μεγάλο μέρος των οποίων σήμερα έχει πια καταρριφθεί ως «κατασκευασμένο», Τούρκοι στρατιωτικοί εμφανίζονταν να ετοιμάζουν και προβοκάτσια εναντίον της Ελλάδας (μέσω της κατάρριψης τουρκικού αεροσκάφους στο Αιγαίο την οποία θα χρέωναν στην ελληνική πλευρά) για να προκαλέσουν έτσι μια «πολεμική» κρίση στα ελληνοτουρκικά που θα τους έδινε εν συνεχεία την αφορμή να πάρουν με στρατιωτικά μέσα την εξουσία πίσω στην Αγκυρα…
Στην πορεία ωστόσο, από το 2011 και έπειτα, τα δεδομένα στο εσωτερικό της Τουρκίας θα άλλαζαν, με το «βαθύ κράτος» των «γραφειοκρατών» του Φετουλάχ Γκιουλέν να παίρνει σταδιακά τη θέση του «εχθρού» που κατείχαν άλλοτε οι κοσμικοί ενάντια στο καθεστώς του ισλαμιστή Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Ξεκινώντας από το 2014, έχοντας πια αφήσει πίσω του το κύμα των αντικυβερνητικών διαμαρτυριών που είχαν ξεσπάσει γύρω από το Πάρκο Γκεζί της Κωνσταντινούπολης αλλά και τα σκάνδαλα διαφθοράς του 2013, ο μηχανισμός του Ερντογάν βγαίνει στην αντεπίθεση εξαπολύοντας ένα ανηλεές κυνήγι κατά όλων εκείνων των φερόμενων ως «γκιουλενιστών»: στήνοντας δίκες, βάζοντας λουκέτο σε αντιπολιτευόμενες εφημερίδες και σε ειδησεογραφικές ιστοσελίδες, στέλνοντας σπίτι τους ή στο εδώλιο δικαστές, αστυνομικούς κ.ά.
Και κάπως έτσι, από το 2016 και μετά, μια μέχρι πρότινος ανύπαρκτη τρομοκρατική οργάνωση με την ονομασία «FETÖ» βρίσκεται πια να έχει αντικαταστήσει ως «κορυφαίος κίνδυνος» τις παλαιότερες «απειλές» των «Εργκένεκον» και «Βαριοπούλα».
Μέσα στο ίδιο πλαίσιο, η Τουρκία του Ερντογάν βρίσκεται να παίζει και το χαρτί των «κακών δυτικών» που στηρίζουν «πραξικοπηματίες» και «γκιουλενιστές», διεκδικώντας η ίδια επικοινωνιακά οφέλη αλλά και απτά ανταλλάγματα (την έκδοση του αυτοεξόριστου στις ΗΠΑ Γκιουλέν πίσω στην Τουρκία, την απελευθέρωση ανθρώπων που κρατούνταν στις ΗΠΑ όπως ο Ρεζά Ζαράμπ και ο Μεχμέτ Χακάν Ατίλα). Ρισκάροντας τη μήνι των Αμερικανών ευαγγελικών, σε μια περίοδο μάλιστα κατά την οποία ο ίδιος ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, Μάικ Πενς, είναι ευαγγελικός, το καθεστώς Ερντογάν θα έστελνε στη φυλακή τον Οκτώβριο του 2016 και τον ευαγγελικό Αμερικανό πάστορα Άντριου Μπράνσον.
Ο Μπράνσον, τελικώς, απελευθερώθηκε τον Οκτώβριο του 2018. Ο συνολικός πληθυσμός όσων βρίσκονται φυλακισμένοι ωστόσο στην Τουρκία έμελλε να αυξηθεί κατά 14% μέσα στην ίδια χρονιά, σε 267.000 άτομα, με αποτέλεσμα πλέον στη χώρα να αναλογούν 318 κρατούμενοι σε κάθε 100.000 πολίτες (πρόκειται για το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό κρατουμένων μεταξύ των κρατών-μελών του ΟΟΣΑ έπειτα από εκείνο των ΗΠΑ).
Περιέργως πως, μεταξύ όσων βρίσκονται πίσω από τα σίδερα σήμερα στην Τουρκία, δεν υπάρχει όμως πια σχεδόν κανένας από εκείνους τους συνολικά εκατοντάδες που είχαν καταδικαστεί μόλις πριν από λίγα χρόνια στο πλαίσιο των υποθέσεων «Εργκένεκον» και «Βαριοπούλα». Άλλοι από εκείνους έχουν πια απαλλαγεί των κατηγοριών ενώ άλλοι είδαν τις σε βάρος τους καταδικαστικές αποφάσεις να ακυρώνονται. Η «απειλή» άλλωστε πλέον ακούει στο όνομα «FETÖ»… μέχρι να βρεθεί κάποια νέα.
Τον Νοέμβριο του 2015 όμως ο Ερντογάν θα ξαναχτυπήσει, με τις τουρκικές δυνάμεις να καταρρίπτουν ένα ρωσικό μαχητικό αεροσκάφος στη μεθόριο με τη Συρία και «τους αναλυτές να εκτιμούν ότι εκείνος ίσως να προσπαθεί στην πραγματικότητα να παρασύρει το ΝΑΤΟ σε κινήσεις που θα δώσουν το “ελευθέρας” στην Αγκυρα για να δράσει ενάντια σε Κούρδους και Άσαντ στη Συρία». Ωστόσο, έως και τα τέλη του Ιουνίου του 2016, ο Ερντογάν θα έχει αποκαταστήσει τους δεσμούς του με τη Μόσχα. Εως τα τέλη του 2017 δε, η Αγκυρα θα έχει συμφωνήσει και στην αγορά του ρωσικού αντιπυραυλικού-αντιαεροπορικού συστήματος των S-400, προκαλώντας έτσι νέους τριγμούς στις σχέσεις της Τουρκίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά και στις τάξεις του ΝΑΤΟ, τριγμούς που έκτοτε κλιμακώνονται.
Παράλληλα , τα τελευταία χρόνια θα συνέβαιναν και άλλα πολλά: εν προκειμένω όχι μία, ούτε δύο αλλά… τρεις διαδοχικές τουρκικές στρατιωτικές εισβολές στη Συρία: η επιχείρηση «Ασπίδα του Ευφράτη» (Αύγουστος 2016 – Μάρτιος 2017), η επιχείρηση «Κλάδος Ελαίας» (Ιανουάριος 2018 – Μάρτιος 2018) και η επιχείρηση «Πηγή Ειρήνης» (Οκτώβριο ς2019).
Από «συμπτώσεις» δε, άλλο τίποτα. Η πρώτη τουρκική στρατιωτική εισβολή στη Συρία ξεκίνησε αμέσως μετά το πραξικόπημα του 2016 και ολοκληρώθηκε μόλις λίγες εβδομάδες πριν από το τουρκικό δημοψήφισμα του 2017 για την αναθεώρηση του Συντάγματος. Στο μεσοδιάστημα, ο Ερντογάν θα επιχειρούσε παράλληλα να δαιμονοποιήσει και τους Ευρωπαίους ως «εχθρούς της Τουρκίας» στα μάτια των Τούρκων ψηφοφόρων, εμφανιζόμενος ο ίδιος ως υπερασπιστής και προστάτης των τουρκικών αξιών.
Η δεύτερη τουρκική εισβολή ξεκίνησε την περίοδο που η τουρκική οικονομία κλυδωνιζόταν, με την ισοτιμία της λίρας τότε (2018) να υποχωρεί έναντι του δολαρίου και τους Αμερικανούς να αξιώνουν, υπό την απειλή κυρώσεων, την άμεση απελευθέρωση του ευαγγελικού πάστορα Αντριου Μπράνσον. Ολα αυτά δε, στον δρόμο προς τη διπλή (βουλευτική και προεδρική) εκλογική αναμέτρηση του Ιουνίου του 2018.
Εχοντας επιλέξει να λειτουργεί ωσάν κατά συρροή ταραξίας στη διεθνή σκηνή, ο Ερντογάν θα βρισκόταν ωστόσο αποκλεισμένος από τις ενεργειακές εξελίξεις και τα τριμερή σχήματα συνεργασίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Ο ίδιος είχε φροντίσει, άλλωστε, προηγουμένως, ήδη από το 2010 και τις πρώτες ημέρες της Αραβικής Ανοιξης, να προκαλέσει ποικιλοτρόπως τόσο την Αίγυπτο όσο και το Ισραήλ.
Επιμένοντας στη στρατηγική της έντασης, ο Ερντογάν επιχειρεί πλέον, λίγες εβδομάδες πριν από την έλευση του 2020, να «εισβάλει» στην ενεργειακή σκακιέρα της Μεσογείου όπως εκείνος ξέρει καλύτερα: διά της ισχύος, μέσα από κινήσεις παράνομες και πειρατικές.
Από την άνοιξη του 2019 έχουν ξεκινήσει οι πρώτες στα χρονικά απόπειρες γεωτρήσεων εκ μέρους της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο, με τα πλωτά γεωτρύπανα «Fatih» (από τον Απρίλιο) και «Yavuz» (από τον Ιούλιο). Και όχι γενικώς στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά ειδικώς σε σημεία εντός της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Πίσω στο παρόν, η Τουρκία ετοιμάζεται πια να υποδεχθεί το 2020 ακάθεκτη, διαμηνύοντας ότι πρόκειται να στείλει και ερευνητικά εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας. Μένει να φανεί εάν θα το πράξει. Η ένταση, ωστόσο, θρέφει τους τακτικισμούς του Ερντογάν, γεγονός που μόνο του… θρέφει την ένταση.
Πότε θα το πάρουν χαμπάρι στη Λευκωσία και την Αθήνα; Ο Ταγίπ δεν θα ρίξει την ένταση…