Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις ως παίγνιο: Ελλάδα-Τουρκία καταδικασμένες να ζήσουν δίπλα-δίπλα

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης (Κ). Photo via Twitter. Prime Minister GR @PrimeministerGR




Του ΑΓΓΕΛΟΥ ΜΠΛΗΖΙΩΤΗ 

Η Ελλάδα και η Τουρκία είναι αναγκασμένες να ζούνε μαζί. Η ανάγκη αυτή δεν προέρχεται μόνο από τη γειτνίαση. Μοιράζονται ιστορικούς δεσμούς τέτοιους που αναπόφευκτα η ιστορική ύπαρξη του ενός δεν μπορεί να εξηγηθεί χωρίς την ιστορική ύπαρξη του άλλου. Επίσης, μοιράζονται έναν κρίσιμο και εύθραυστο χώρο.

Η γεωπολιτική σημασία της κάθε χώρας, εξαρτάται από την αντίστοιχη σημασία της άλλης. Επιπλέον, μοιράζονται έναν χώρο του οποίου οι πολιτισμοί που άκμασαν σε αυτόν δεν θα μπορούσαν να το πετύχουν χωρίς την απρόσκοπτη πρόσβασή τους στις δύο ακτές του Αιγαίου και τις αντίστοιχες ενδοχώρες τους. Μέσα σε αυτό το πλέγμα η επιβίωση του νεοελληνικού πολιτισμού, αλλά και η ανάπτυξή του μπορεί να ειδωθεί με ευνοϊκότερους όρους μέσα από τη συνεργασία και την εμβάθυνση των σχέσεων με τη γείτονα.

Ταυτόχρονα, η ακμάζουσα πληθυσμιακά και οικονομικά Τουρκία, ασφυκτιώντας στα γεωγραφικά όρια της Μικράς Ασίας και έχοντας στην πλάτη της την ασταθή Μέση Ανατολή, θα έπρεπε επίσης να επιδιώκει την αγαστή συνεργασία και εμβάθυνση των σχέσεων με την Ελλάδα.

  • Το ποια όμως θα έπρεπε ή θα μπορούσε να είναι η επιθυμητή σχέση μεταξύ δύο χωρών, μπορεί να απέχει παρασάγγας από το ποια πραγματικά είναι και πως αυτή εξελίσσεται. Ένας εύγλωττος και απλοποιημένος τρόπος να εξεταστεί η σχέση δύο χωρών μπορεί να προκύψει από τη θεωρία παιγνίων. Ένα παίγνιο αποτελεί μία στρατηγική δομή μέσα στην οποία οι δράσεις κάθε ενός παίκτη εξαρτώνται από τις δράσεις που αναμένει να επιλέξει κάθε άλλος παίκτης. Για λόγους απλούστευσης θα θεωρήσω ως κρίσιμο συμβεβλημένο, εκτός από την Τουρκία και την Ελλάδα, τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής (Η.Π.Α.).

Παρότι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις άπτονται των συμφερόντων πολλών παγκοσμίων δυνάμεων, όπως η Ρωσία, η Κίνα, η Γερμανία, αλλά και περιφερειακών, όπως η Αίγυπτος και το Ισραήλ, οι Η.Π.Α. έχουν δεσπόζουσα θέση στη διάρθρωση και εξέλιξή τους.

Καταρχήν, η Ελλάδα και η Τουρκία εντάσσονται στο ΝΑΤΟ, έναν υπέρ-ατλαντικό στρατιωτικό οργανισμό στον οποίο οι Η.Π.Α. αποτελούν την κεφαλή. Επίσης, οι Η.Π.Α. από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια έδειξαν ενεργά το ενδιαφέρον τους όχι μόνο για την οικονομική στήριξη των δύο αυτών χωρών, ιδίως της κατεστραμμένης από τον πόλεμο Ελλάδας, αλλά και για την εγκαθίδρυση σε αυτές πολιτικών και οικονομικών συστημάτων ευνοϊκά προσκείμενων στους στόχους και τις επιδιώξεις τους. Ένα βασικό εργαλείο τιθάσευσης και ελέγχου των δύο χωρών είναι και η ηγεμονική διαχείριση από την πλευρά των Η.Π.Α. των σχέσεων που διέπουν τους δύο γείτονες.

  • Μετά από μία περίοδο σχετικής ηρεμίας που ακολούθησε το ελληνοτουρκικό σύμφωνο φιλίας του 1930 και τα γεγονότα του β΄ παγκοσμίου πολέμου, οι σχέσεις των δύο χωρών άρχισαν να γίνονται τεταμένες με την ανακίνηση του κυπριακού ζητήματος και εν συνεχεία το πογκρόμ των Ελλήνων της Πόλης το 1955. Οι σχέσεις αυτές έφτασαν ως την ένοπλη σύγκρουση με την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο το 1974. Η πολεμική αυτή ενέργεια ακολούθησε και ακολουθήθηκε από πολλές άλλες ανθελληνικές ενέργειες, όπως, ενδεικτικά, τις απελάσεις των Ελλήνων της Πόλης την περίοδο 1964-1965, την ελληνοτουρκική κρίση του 1987, με αφορμή την έξοδο τουρκικού ερευνητικού σκάφους στο Αιγαίο, την κρίση των Ιμίων το 1996, και τη σημερινή κρίση με τις παράνομες γεωτρήσεις εντός της κυπριακής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (Α.Ο.Ζ.) και τις προσπάθειες για τέτοιες γεωτρήσεις σε ελληνική υφαλοκρηπίδα.

Κάθε ένταση μεταξύ των δύο χωρών αποτελεί εφαλτήριο επέμβασης και διαμεσολάβησης από τις Η.Π.Α..

  • Στις πλείστες των περιπτώσεων η υπερδύναμη συνιστά αυτοσυγκράτηση και διαπραγματεύσεις. Στη συνέχεια προσφέρει τις καλές υπηρεσίες της καταθέτοντας σχέδια επίλυσης της προκύπτουσας διαφοράς. Συνήθως, τα σχέδια αυτά έχουν όταν υιοθετούνται ή θα είχαν αν υιοθετούντο, ως αποτέλεσμα τον εξευμενισμό του ισχυρότερου εκ των δύο μελών της διαπραγμάτευσης, με τη συνακόλουθη εκ μέρους του εκμαίευσης ωφελημάτων που πριν δεν καρπώνονταν.

Ενδεικτικά τέτοια σχέδια ήταν το σχέδιο Άτσεσον το 1964 για την επίλυση του κυπριακού, το οποίο δεν εφαρμόστηκε, η συμφωνία του Νταβός το 1988 και το συνακόλουθο “mea culpa” του τότε πρωθυπουργού Α. Παπανδρέου, η συμφωνία των Ιμίων, με την επακόλουθη ανάδειξη ύπαρξης «γκρίζων ζωνών» στο Αιγαίο.

Για τις Η.Π.Α. η διαμεσολάβηση είναι το βούτυρο στο ψωμί τους.

  • Αναλαμβάνουν έναν ρόλο που αν τα ζητήματα ήταν επιλυμένα και ξεκάθαρα, δεν θα είχαν, καθιστώντας αναγκαία την παρουσία τους στην περιοχή και για τις δύο χώρες. Φροντίζουν, ως συνεπής υπερδύναμη, να προσφέρουν λύσεις που διπλωματικά τουλάχιστον δημιουργούν τις προϋποθέσεις για περαιτέρω διευθετήσεις. Με αυτό τον τρόπο συντηρούν τη χρεία της παρουσίας τους, ενώ, ταυτόχρονα, η ανασφάλεια μεταξύ των δύο κρατών, εξωθεί αυτά, συχνά πυκνά στο να ενισχύουν την πολεμική της βιομηχανία. Σε αυτό το πλαίσιο υπάρχουν προφανώς δύο όρια. Το πρώτο είναι να μην διολισθήσει η διένεξη σε διευρυμένη ένοπλη σύγκρουση και το δεύτερο να μην διολισθήσει μία από τις δύο συμμάχους στην αγκαλιά της Ρωσίας. Εντός των δύο αυτών ορίων η ελληνοτουρκική διένεξη φαίνεται να είναι πολύ προσοδοφόρα για αυτές.

Βέβαια, διαχρονικά κάθε μεγάλη δύναμη που σέβεται τον εαυτό της επιδιώκει την εποικοδομητική διαίρεση ώστε να επαληθεύει το ρόλο της ως μεγάλη δύναμη στην αντίστοιχη περιοχή. Ταυτόχρονα, πρέπει να παραδεχτώ πως οι Η.Π.Α. είναι απόλυτα προσηλωμένες στο δόγμα του νεοφιλελευθερισμού και στις διεθνείς σχέσεις. Η μεσολάβησή τους είναι κατά κάποιο τρόπο δίκαιη στο βαθμό που αποδίδει σε έκαστο των μερών αυτό που προφανώς είναι πεπεισμένη πως εξυπηρετεί το γενικότερο σχεδιασμό των συμφερόντων της, αυτό που κάθε μέρος δικαιούται βάσει του συσχετισμού δυνάμεων, αλλά και αυτό που κάθε μέρος καταφέρνει να δρέψει μέσω της ορθολογικής του διεκδίκησης εντός του δεδομένου θεσμικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο η διεκδίκηση αυτή λαμβάνει χώρα.

Όσο δε αφορά το θεσμικό αυτό περιβάλλον θα ήθελα να σημειώσω δύο στοιχεία.

Εδαφικά η κυριότητα των νησιών, νησίδων και βραχονησίδων στο Αιγαίο έχει καθοριστεί με τη Συνθήκη της Λωζάννης του 1923 και την επακόλουθη, αναφορικά με τα Δωδεκάνησα, Συνθήκη των Παρισίων του 1947. Σύμφωνα με την πρώτη, στους εδαφικούς όρους της Συνθήκης, στην παράγραφο 2 του άρθρου 6 αναφέρεται, για την Τουρκία, πως: «εκτός αντιθέτων διατάξεων της παρούσης Συνθήκης, τα θαλάσσια όρια περιλαμβάνουσι τας νήσους και νησίδια τας κειμένας εις απόστασιν μικροτέραν των τριών μιλλίων από της ακτής»(6). Τα Ίμια, παρότι βρίσκονται πέραν των 3 ν.μ. από τις ακτές της, μετά το θερμό επεισόδιο του 1996, θεωρούνται από αυτή έδαφός της(10). Όσον αφορά τη δεύτερη Συνθήκη, σύμφωνα με το άρθρο 14: «η Ιταλία παραχώρησε στην Ελλάδα την κυριαρχία των Νησιών Αστυπάλαια, Ρόδο, Χάλκη, Κάρπαθο, Κάσο, Τήλο, Νίσυρο, Κάλυμνο, Λέρο, Πάτμο, Λειψούς, Σύμη, Κω και Καστελόριζο, καθώς και τις παρακείμενες σε αυτές νησίδες»(7). Το δεύτερο στοιχείο είναι η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας (του Montego Bay, 1982).

  • Η Σύμβαση αυτή προβλέπει μεταξύ άλλων τη δυνατότητα επέκτασης των χωρικών υδάτων ενός κράτους μέχρι και τα 12 ναυτικά μίλια (ν.μ.) από τις ακτές του, καθώς και τη θέσπιση μίας νέας έννοιας της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (Α.Ο.Ζ.), δικαίωμα στην οποία έχουν και τα νησιά. Ως γίνεται αντιληπτό ή θέσπιση χωρικών υδάτων από την Ελλάδα με εύρος τα 12 ν.μ. καθιστά το Αιγαίο μία ελληνική λίμνη και η οριοθέτηση Α.Ο.Ζ. της Ελλάδας με Λιβύη, Αίγυπτο, Κύπρο, με πλήρη επήρεια των νησιών κατά την οριοθέτηση, απομονώνει την Τουρκία στερώντας της την έξοδο στην Ανατολική Μεσόγειο και τα αντίστοιχα ωφελήματα που προκύπτουν από αυτή.

Πώς όμως αντιδρά η Τουρκία στο παραπάνω ενδεχόμενο;

Η Προπαρασκευαστική Επιτροπή για μια συνθήκη για το Δίκαιο της θάλασσας έλαβε χώρα την περίοδο 1970 – 1973, ενώ η Διάσκεψη για τη σύναψη της Συνθήκης του  Montego Bay από το 1973 μέχρι το 1982(11). Ευθύς εξαρχής η Τουρκία, από το Νοέμβριο του 1973, εκχωρεί άδειες στην τουρκική εταιρεία πετρελαίου TPAO, για έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων σε περιοχές ακόμη και δυτικά ελληνικών νησιών του Βορείου Αιγαίου.

  • Η Άγκυρα δεν αναγνωρίζει υφαλοκρηπίδα στα ελληνικά νησιά. Αφήνει να εννοηθεί πως θα αντιδράσει δυναμικά σε ενδεχόμενη επέκταση των χωρικών υδάτων της Ελλάδας.

Το Μάρτιο του 1974 ξεκινάει τις μαζικές παραβιάσεις του εναέριου χώρου των ελληνικών νησιών(12). Έκτοτε και μέχρι σήμερα γινόμαστε μάρτυρες των καθημερινών παραβιάσεων του εθνικού εναέριου χώρου στο Αιγαίο, των παραβάσεων του FIR Αθηνών, των καταγγελιών της Τουρκίας για παραβίαση από την Ελλάδα των Συνθηκών Λωζάννης και Παρισιών, όσον αφορά τη στρατικοποίηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, των καταγγελιών της για παραβίαση των δικαιωμάτων της τουρκικής μειονότητας σε Ρόδο και Κω(13). Με νόμο του 2001 καθορίζει μονομερώς αποκλειστική ζώνη έρευνας και διάσωσης το μισό Αιγαίο(14). Οργανώνει συνεχώς ασκήσεις σε όλα τα μήκη του Αιγαίου, από τα Δαρδανέλια μέχρι το Καστελόριζο, φροντίζοντας να κάνει διαρκώς αισθητή την παρουσία της στρατιωτικά.

  • Η τουρκική Βουλή με ψήφισμά της από το 1995, εξουσιοδοτεί την τουρκική κυβέρνηση να κηρύξει πόλεμο στην Ελλάδα σε περίπτωση που η τελευταία επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της στα 12 ν.μ.(15). Διεκδικεί στο Αιγαίο υφαλοκρηπίδα με βάση τη μέση γραμμή μεταξύ των δύο ηπειρωτικών κορμών Ελλάδας και Τουρκίας, στερώντας από τα νησιά παντελώς την ύπαρξη υφαλοκρηπίδας. Και ενώ στο Αιγαίο ομιλεί μόνο για υφαλοκρηπίδα, στην Ανατολική Μεσόγειο συνάπτει συμφωνία για ΑΟΖ με τη Λιβύη, παρακάμπτοντας τα δικαιώματα σε ΑΟΖ όχι μόνο του μικρού Καστελόριζου, της Ρόδου, της Καρπάθου, της Κάσου, αλλά και αυτής της Κρήτης, μετατοπίζοντας την ένταση από το Αιγαίο και τα δυτικά της Κύπρου, μέχρι και στα Νότια της Κρήτης. Προσπαθεί να πείσει την Αίγυπτο να καταγγείλει την οριοθέτηση της ΑΟΖ με την Κύπρο και να προβεί σε νέα οριοθέτηση με την Τουρκία, η οποία θα ευνοεί και τις δύο χώρες(18) εις βάρος της Ελλάδας και της Κύπρου.

Σύμφωνα με σχετικό δημοσίευμα, η Τουρκία πέτυχε, ώστε το ΝΑΤΟ, με διάταγμά του τον Αύγουστο του 2006 να απαγορεύσει στα ελληνικά στρατιωτικά αεροσκάφη να προσεγγίζουν εγγύτερα των 6 ν.μ. τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου(19). Επιπλέον, παρά την αντίθετη διεθνή έννομη τάξη και τις υποχρεώσεις της έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) η Τουρκία συνεχίζει να στέλνει αθρόα μετανάστες στην ελληνική πλευρά, αλλά και να απειλεί πως θα πλημμυρίσει την Ευρώπη με μουσουλμάνους(20).

  • Με μια πρώτη ανάγνωση, οι παραπάνω ενέργειες θα μπορούσαν να ερμηνευτούν ως προσπάθεια της Τουρκίας να βγει από το αδιέξοδο του αποκλεισμού της από σημαντικούς πόρους στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο και να προκαλέσει τη διαπραγμάτευση για αμοιβαία διευθέτηση των παραπάνω ζητημάτων επ’ ωφελεία των δύο πλευρών, κάτι τέτοιο όμως επ’ ουδενί δεν μπορεί να αντιπροσωπεύει την πραγματικότητα. Η μεθοδικότητα και η οργάνωση στη στοχοθεσία και στις ενέργειες της γείτονος για την επίτευξη των στόχων της, σε συνδυασμό με τη διαχρονική ικανότητά της να συνάπτει συμφωνίες, αλλά και να τις ερμηνεύει κατά το δοκούν, διαστρεβλώνοντας το πνεύμα, αλλά και τον τύπο αυτών, επιβάλλοντας νέες καταστάσεις με τη δύναμη των όπλων, τα οποία συνεχώς κάνουν αισθητή την παρουσία τους στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, θα πρέπει να μας προβληματίζει και να μας προϊδεάζει πως η διαπραγμάτευση και η εκάστοτε δήθεν συμφωνία δεν μπορεί να είναι παρά μόνο ένα μέσο για την επίτευξη κάποιου απώτερου στόχου.

Έχοντας, εκδιώξει το μεγαλύτερο μέρος της εύπορης και δραστήριας ελληνικής μειονότητας της Πόλης, έχοντας εισβάλει και κατέχοντας περίπου το 36% του νησιού της Κύπρου, διώχνοντας το μεγαλύτερο μέρος του ελληνοκυπριακού πληθυσμού από το κατεχόμενο τμήμα, αλλοιώνοντας ακόμη και τη σύνθεση του ντόπιου τουρκοκυπριακού πληθυσμού με τον εποικισμό, επιθυμώντας να δεσμεύσει διοικητικά και το υπόλοιπο του νησιού, έχοντας πρόσφατα εισβάλει στη Βόρεια Συρία, εφαρμόζοντας ξεκάθαρες πολιτικές ενσωμάτωσης του βορειοδυτικού τμήματος(21), συμπεραίνω πως ο απώτερος στόχος της στο Αιγαίο δεν μπορεί να είναι άλλος από την απομόνωση και σταδιακή εγκόλπωση νησιών του Ανατολικού Αιγαίου στη Μικρασιατική ενδοχώρα.

Η έννοια της υφαλοκρηπίδας, για την Τουρκία πρέπει να έχει ένα πιο χειροπιαστό νόημα.

Ήδη από το 1979 οι Τούρκοι δικαιολογούν την επέκταση μίας ενιαίας υφαλοκρηπίδας δυτικά των ελληνικών νησιών «για να μπορούν τα τουρκικά πλοία να έχουν προσπέλαση παραμένοντας στη δική τους υφαλοκρηπίδα»(22). Προφανώς, όχι μόνο στην επιχειρηματολογία τους, αλλά και στη νόησή τους η υφαλοκρηπίδα επέχει θέσει προέκτασης του ηπειρωτικού κορμού. Προφανώς, η ύπαρξη ελληνικών νησιών πάνω σε τουρκική υφαλοκρηπίδα θα αποτελεί παράδοξο. Αυτό το παράδοξο εκφράστηκε και πρόσφατα, όταν ο γενικός διευθυντής Ναυτιλίας και Αεροπορίας της Τουρκίας αναφέρει ότι τα νησιά βρίσκονται στο λάθος σημείο της διάμεσης γραμμής των ηπειρωτικών περιοχών(23).

  • Υπό αυτά τα επιχειρήματα εικάζω, θεωρώ βάσιμα, πως η Τουρκία, μετά τη σχετική οριοθέτηση θα προχωρήσει σε διεκδικήσεις νησίδων και βραχονησίδων που περικλείονται από την τουρκική υφαλοκρηπίδα, αλλά δεν αναφέρονται ρητά σε κάποια διεθνή σύμβαση, παρότι η συνθήκη της Λωζάννης, προσδιορίζει και τα δυτικά θαλάσσια σύνορα της, άρα και τις ενδεχόμενες διεκδικήσεις της. Επίσης, τα ελληνικά νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, που θα εγκολπώνονται μέσα σε μία ενδεχόμενη τουρκική υφαλοκρηπίδα που θα εκτείνεται δυτικά τους ή θα αποκόπτονται μεταξύ τους από «γλώσσες» τουρκικής υφαλοκρηπίδας, θεωρώ πως θα γίνουν μάρτυρες ενός συνεχούς ανατολίτικου παζαριού, για οποιαδήποτε οικονομική διευκόλυνση προς αυτά.
  • Φοβούμαι πως δραστηριότητες όπως πόντιση καλωδίων, σύνδεση αγωγών, αλίευση πέραν των χωρικών υδάτων των 6 ν.μ., ακόμη και σχεδιασμοί ακτοπλοϊκής ή και αεροπορικής σύνδεσής τους με την ηπειρωτική Ελλάδα, ή άλλα ελληνικά νησιά, θα γίνουν αφορμές έντασης, σε κάποια χρονική στιγμή, κατάλληλα επιλεγμένη από την Τουρκία. Αφορμή για ένταση πιθανώς αποτελέσει και η συνεχιζόμενη τουρκική αξίωση για αποστρατικοποίηση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου(24), με επακόλουθη την αξίωση της ίδιας να επιτηρεί αυτή την αποστρατικοποίηση(25). Οι αξιώσεις βέβαια για ελληνικά νησιά δεν είναι καινούργιες εγείρονται ήδη από το 1996(26) και συνεχώς ανανεώνονται και εμπλουτίζονται.

Και αφού η διαχρονική στρατηγική της Τουρκίας φαίνεται να είναι ο περιορισμός του ζωτικού χώρου του ελληνισμού, ποια άραγε είναι η αντίδραση της ελληνικής πλευράς;

Ήδη, η κυβέρνηση της δικτατορίας απεδέχθη τη συζήτηση για τα θέματα των χωρικών υδάτων και της υφαλοκρηπίδας(12). Το 1976 Ελλάδα και Τουρκία υπέγραψαν το Πρακτικό της Βέρνης σύμφωνα με το οποίο συμφώνησαν να απέχουν από κάθε ενέργεια σχετικά με την υφαλοκρηπίδα, ώστε να συνεχιστούν απρόσκοπτα οι διαπραγματεύσεις(27). Το 1988 στις συζητήσεις του Νταβός, έγινε αποδεκτό πως τα πετρέλαια του Αιγαίου αποτελούν διμερή υπόθεση(28), εγκαθιδρύθηκε μηχανισμός αποφυγής των κρίσεων, συστήθηκαν επιτροπές για την καταγραφή των προβλημάτων(29) και τη διερεύνηση των ενδεχομένων λύσεων, δεν συζητήθηκε το κυπριακό. Έτσι, το πεδίο ενδιαφέροντος των ελληνοτουρκικών μεταφέρεται από το κυπριακό στο Αιγαίο, στο οποίο πλέον η Τουρκία μπορεί να εγείρει και άλλα ζητήματα και η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να τα εξετάζει και να ανταπαντά. Στη συνέχεια υπεγράφη το μνημόνιο Γιλμάζ – Παπούλια του 1988(30), το οποίο εισάγει μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης και επικυρώνει τα συμφωνηθέντα των πρωθυπουργών στη συνάντηση του Νταβός.

  • Το απογοητευτικό είναι πως τα δύο μέρη συμφώνησαν να σέβονται την εδαφική ακεραιότητα και κυριαρχία του άλλου, ωσάν η Ελλάδα να απείλησε ή να αμφισβήτησε την κυριαρχία της Τουρκίας. Επίσης, έπρεπε να συμφωνήσουν πως το κάθε κράτος σε κάθε στρατιωτική ενέργειά του στο Αιγαίο, θα σέβεται τους διεθνής κανόνες ναυσιπλοϊας, αεροπλοίας, δεν θα απομονώνει περιοχές του Αιγαίου, δε θα δεσμεύει στρατιωτικά περιοχές για μεγάλα χρονικά διαστήματα, δε θα διεξαγάγει τέτοιες ασκήσεις σε περιόδους τουριστικής αιχμής, θρησκευτικών ή εθνικών εορτών, δηλαδή, συμφωνήσαμε πως θα πράττουμε τα αυτονόητα, ωσάν να τα καταπατούσαμε και εμείς το ίδιο με την Τουρκία.
  • Το χειρότερο όμως είναι πως η Τουρκία αφειδώς, καταπατά τα συμφωνηθέντα, χωρίς να τιμωρείται. Για την αποφυγή της κλιμάκωσης κατά την κρίση των Ιμίων το 1996 οι δύο πλευρές συμφώνησαν την ταυτόχρονη απομάκρυνση των στρατιωτικών δυνάμεων, των σημαιών, των πολεμικών σκαφών τους και τη μη επιστροφή τους(31).

Η συμφωνία της Μαδρίτης του 1997 ήρθε για άλλη μία φορά να επιβεβαιώσει πως: “Και οι δύο χώρες θα αναλάβουν την προσπάθεια να προωθήσουν διμερείς σχέσεις που θα βασίζονται σε:

  • Αμοιβαία δέσμευση για την ειρήνη, την ασφάλεια και τη συνεχή ανάπτυξη σχέσεων καλής γειτονίας.
  • Σεβασμό της κυριαρχίας της κάθε χώρας.
  • Σεβασμό των Αρχών του Διεθνούς Δικαίου και των Διεθνών Συνθηκών.
  • Σεβασμό στα νόμιμα, ζωτικά συμφέροντα και ενδιαφέροντα της κάθε χώρας στο Αιγαίο, τα οποία έχουν μεγάλη σημασία για την ασφάλεια και την εθνική κυριαρχία της.
  • Δέσμευση αποφυγής μονομερών ενεργειών στη βάση του αμοιβαίου σεβασμού και της επιθυμίας, ώστε να αποτραπούν συγκρούσεις οφειλόμενες σε παρεξήγηση.
  • Δέσμευση διευθέτησης των διαφορών τους με ειρηνικά μέσα, στη βάση αμοιβαίας συναίνεσης, και χωρίς τη χρήση βίας ή την απειλή βίας(32).

Έκτοτε βέβαια η Τουρκία συνεχίζει να διεκδικεί ελληνικά νησιά, δε σέβεται τις Αρχές του Διεθνούς Δικαίου και τις Διεθνείς Συνθήκες, και τα ερμηνεύει κατά πως τη συμφέρουν, συνεχίζει να απειλεί με χρήση βίας την Ελλάδα σε περίπτωση που ασκήσει το δικαίωμά της για επέκταση των χωρικών της υδάτων. Τέλος, η Ελλάδα επενδύοντας στην ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας, προχώρησε σε μυστικές συζητήσεις για τη διευθέτηση των ζητημάτων του Αιγαίου.

  • Εντύπωση προκαλεί το γεγονός πως σε αυτές τις συζητήσεις, σύμφωνα με μαρτυρία Τούρκου διπλωμάτη ο οποίος συμμετείχε σε αυτές, εκτός των άλλων θεμάτων (υφαλοκρηπίδα, εύρος εναέριου χώρου κλπ.) η Ελλάδα συζητούσε και το καθεστώς νησιών, βραχονησίδων και βράχων των οποίων η κυριαρχία αμφισβητείται(33). Οι συζητήσεις όμως δεν καρποφόρησαν με την αλλαγή της κυβέρνησης το 2004 και τις τροποποιήσεις που η τελευταία επέφερε στις διαπραγματεύσεις. Επίσης, εντύπωση προκαλεί και η αναφορά στο ίδιο άρθρο πως μετά το 2009 και τη νέα αλλαγή της κυβέρνησης, έγινε μία προσπάθεια για αναθέρμανση των διαπραγματεύσεων και για τη διάθεση της τουρκικής κυβέρνησης να εξετάσει την επιλεκτική επέκταση των χωρικών μας υδάτων, ωσάν να είμαστε υποχρεωμένοι να αναφερόμαστε σε αυτή για νόμιμα δικαιώματά μας.

Για να επανέλθουμε στα του παιγνίου, παρατηρούμε πως η Τουρκία έχει μία κυρίαρχη στρατηγική. Αυτή η στρατηγική είναι να προκαλεί, να δημιουργεί επεισόδια, να εγείρει αμφισβητήσεις, να αμφισβητεί ή να παρερμηνεύει τις συνθήκες και να διεκδικεί με την προβολή της στρατιωτικής της ισχύς. Αυτή η στρατηγική έχει αναδειχθεί σε κυρίαρχη, διότι της προσφέρει τα μεγαλύτερα δυνατά οφέλη. Αυτό συμβαίνει διότι η Ελλάδα δεν είναι σε θέση να τις επιφέρει, διπλωματικά και νομικά, το απαιτούμενο κόστος που θα εξισορροπούσε τα οφέλη που αποκομίζει. Ακόμη και η εισβολή και κατοχή στην Κύπρο έχει παγιωθεί.

Το κόστος που έχει είναι μικρό σε σχέση με το όφελος που αποσκοπεί να αποκτήσει από μία λύση στα μέτρα της. Η λύση που συζητιέται, εκτός από αυτή που συζητήθηκε στο Κραν – Μοντανά το 2017, δεν ήγειρε την αξίωση πλήρους αποχώρησης του τουρκικού στρατού. Επιπλέον, η λύση που συζητείται καθιστά τη λειτουργικότητα της Κυπριακής δημοκρατίας όμηρο της τουρκοκυπριακής συνιστώσας, άρα, με την παρουσία τουρκικού στρατού κατοχής και της Τουρκίας.

  • Επομένως, όσο η επιθετική πολιτική της προσφέρει οφέλη, έστω και σε μακροχρόνια βάση, δεν μπορεί να θεωρηθεί πως η Τουρκία θα αλλάξει στάση στο μέλλον. Ακόμη και μία νέα συμφωνία στο Αιγαίο, με επικύρωση από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, δεν θα μεταβάλλει στο ελάχιστο την επιτυχημένη στρατηγική της. Αντίθετα θα την ενισχύσει, θα την κάνει πιο επιθετική και διεκδικητική. Αυτό θεωρώ ότι της επιβάλει ο ορθολογισμός.
  • Από την άλλη μεριά ο διεθνής παράγοντας και ιδιαίτερα οι Η.Π.Α. δεν έχουν λόγο να αλλάξουν στάση απέναντι στην ελληνοτουρκική διένεξη. Η συνεχής αμφισβήτηση από τη μεριά της Τουρκίας δημιουργεί τις συνθήκες συνεχούς διαμεσολαβητικής επέμβασης και δυνατότητας διαχείρισης των αντιδίκων. Ταυτόχρονα, η ολιγωρία της ελληνικής πλευράς, στο να προβεί στις απαιτούμενες ενέργειες ώστε να κατοχυρώσει διεθνώς τη θέση της και τα δικαιώματά της σε χωρικά ύδατα και Α.Ο.Ζ., επιτείνουν την αίσθηση του ξένου παράγοντα πως πράγματι οι αξιώσεις που εγείρονται ίσως είναι δικαιολογημένες.

Έτσι, και για τις Η.Π.Α. η συνεχιζόμενη διένεξη αποτελεί μια πρώτης τάξης ευκαιρία να αποκομίζει θετικά οφέλη, έχοντας το ρόλο του διαμεσολαβητή, υποστηρίζοντας αυτόν που αμφισβητεί και διεκδικεί πιο δυναμικά.

Τέλος, η Ελλάδα έχει με τη σειρά της επιλέξει ως κυρίαρχη στρατηγική το να ακολουθεί την Τουρκία στις διεκδικήσεις, να διαπραγματεύεται να προσπαθεί να πείσει την Τουρκία να καταλήξουν σε μία κοινά αποδεκτή λύση, στα πλαίσια του διεθνούς δικαίου, χωρίς όμως η ίδια πρώτα να έχει κατοχυρώσει πλήρως τα δικαιώματά της, κάτι που σημαίνει πως μία συμφωνία μέσα από τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης καίτοι σύμφωνη με το διεθνές δίκαιο μπορεί να είναι εις βάρος της και μελλοντικά επικίνδυνη.

  • Δεν αντιλαμβάνεται πως η Τουρκία θα έλθει σε συμφωνία μόνο εάν παίρνει από αυτή στοιχεία που θα της δίνουν τη δυνατότητα για περεταίρω διεκδικήσεις.

Επίσης, δεν αντιλαμβάνεται πως η Τουρκία είναι ικανή να δημιουργεί κρίσεις και θερμά επεισόδια ώστε να σέρνει την Ελλάδα σε διαπραγματεύσεις μέσω των οποίων κάποια στιγμή θα αναγκαστεί να παραιτηθεί από μείζονος σημασίας κυριαρχικά δικαιώματα, όπως αποκαλύπτει και ο Τούρκος διπλωμάτης, επιταχύνοντας το ξήλωμα της Συνθήκης της Λωζάννης.

  • Η στρατηγική της Ελλάδας δεν είναι κυρίαρχη επειδή της δίνει τα μέγιστα πλεονεκτήματα. Είναι κυρίαρχη επειδή έχει αποδεχτεί, για κάποιο ανεξήγητο λόγο μία εθελόδουλη στάση. Μπορεί η στάση αυτή να προέρχεται από την πεποίθηση πως οποιαδήποτε εναλλακτική θα οδηγούσε σε γενικευμένη σύγκρουση.

Όμως μία τέτοια πεποίθηση, θεωρώ πως είναι ανεδαφική, εξαιτίας του ό,τι πρώτον δεν είναι επιθυμητή από τις Η.Π.Α., δεύτερον, η ισχύς των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων είναι αποτρεπτική για κάτι τέτοιο. Η προσμονή της Ελλάδας πως μπορεί να έρθει σε μία συνεννόηση με την Τουρκία αναφορικά με τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί για την επίλυση των προβλημάτων που έχει εγείρει η δεύτερη, με την υπογραφή συνυποσχετικού και την προσφυγή στη Χάγη, πιστεύω πως είναι ατελέσφορη και προβληματική.

Όπως, ούτε η Συνθήκη της Λωζάννης, ούτε το ελληνοτουρκικό σύμφωνο φιλίας του 1930 που έλυνε με ευνοϊκό τρόπο για την Τουρκία εκκρεμείς διαφορές ούτε και η βασική υποχρέωση κάθε κράτους να σέβεται και να προστατεύει τις μειονότητες στο έδαφός του δεν προστάτευσαν την ελληνική μειονότητα της Πόλης, όπως ούτε οι συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου που τερμάτισαν τη Βρετανική κατοχή στην Κύπρο, εγκαθιδρύοντας σε αυτή ένα πολίτευμα άκρως ευνοϊκό για τους Τουρκοκύπριους και έθεταν την Κύπρο υπό τριπλή εγγύηση, μπόρεσαν να ακυρώσουν τα σχέδια της Τουρκίας για εισβολή και κατοχή, έτσι ούτε και μία συμφωνία με την Τουρκία για τα θέματα του Αιγαίου, συνεπικουρούμενη από την ταυτόχρονη προσφυγή στη Χάγη, θα μπορέσει να ανακόψει οριστικά την ορμητική πορεία της Τουρκίας προς τη σταδιακή κατάργηση των προνοιών της Συνθήκης της Λωζάννης, αναφορικά με τα γεωγραφικά της όρια στο Αιγαίο.

  • Ίσως, θα μπορέσει να την καθυστερήσει. Η ενδεχόμενη  ανακάλυψη πλουτοπαραγωγικών πόρων και η ακόλουθη διαδικασία εκμετάλλευσής τους, ίσως πρόσκαιρα μειώσει και εξαλείψει τις εντάσεις και τις ενστάσεις που εγείρει η Τουρκία, όμως, θεωρώ μόνο πρόσκαιρα. Άλλος βλέπω να είναι ο μακροχρόνιος σχεδιασμός της.

Η επιβεβαίωση του παραπάνω σκεπτικού έρχεται από τον τρόπο με τον οποίο δόθηκε η λύση του προβλήματος της ανεξαρτητοποίησης της Κύπρου. Για την τότε ελληνική κυβέρνηση οι συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου έλυναν, με κάποιο τρόπο ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα, και έμπαιναν οι βάσεις για την ομαλοποίηση των ελληνοτουρκικών σχέσεων(34). Επίσης, ως απότοκο της εξομάλυνσης η ελληνική κυβέρνηση θεωρούσε πως θα ομαλοποιούνταν η κατάσταση για την ελληνική μειονότητα στην Κωνσταντινούπολη(34). Οι συμφωνίες παρουσιάστηκαν ως μεγάλη επιτυχία.

  • Από την άλλη πλευρά, παρότι με τις συμφωνίες αυτές δίνονταν τόσα πολλά προνόμια σε μία μικρή μειονότητα, η Τουρκία δέχτηκε τις συμφωνίες, επειδή αυτές τις θεώρησε ως ένα μεταβατικό στάδιο προς τη διχοτόμηση(35). Επιβεβαιώνεται λοιπόν, από το όχι και τόσο μακρινό παρελθόν, πως η Τουρκία έχοντας ένα μακροχρόνιο στρατηγικό πλάνο με ενδιάμεσους βραχυχρόνιους και μεσοπρόθεσμους στόχους υπογράφει συμφωνίες μόνο όταν αυτές είναι μέρος του ευρύτερου σχεδίου της και διευκολύνει την επίτευξή του.
  • Όσον αφορά το Αιγαίο, η διευθέτηση μέσω διαπραγματεύσεων και προσφυγή στη Χάγη για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, ακόμη και αν περιλαμβάνει σε αυτή νησίδες και βραχονησίδες, με αφορμή την εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πόρων του βυθού, δεν θα είναι παρά το πρώτο βήμα για την εκπόρθηση ενός κλειστού δικτύου νησιών, στο οποίο μέχρι σήμερα και εξαιτίας της Συνθήκης της Λωζάννης δεν έχει πρόσβαση.

Εν κατακλείδι, προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσω τη συμπεριφορά της Τουρκίας στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, μέσω της θεωρίας των παιγνίων καταλήγω σε τρεις διαπιστώσεις.

Πρώτον, η κυρίαρχη στρατηγική της είναι η πρόκληση, η αμφισβήτηση και παρερμήνευση των Συνθηκών, η προβολή της στρατιωτικής της ισχύος και ο εξαναγκασμός της άλλης πλευράς σε διαπραγματεύσεις ακόμη και για ζητήματα που έχουν διευθετηθεί.

Δεύτερον, η ύπαρξη πλουτοπαραγωγικών πόρων σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο δεν είναι παρά ή αφορμή (ή αλλιώς το δόλωμα) για την ενεργοποίηση του όλου σχεδιασμού αμφισβήτησης – διαπραγμάτευσης.

Τρίτον, η όποια συμφωνία, θα γίνει αποδεκτή από την Τουρκία μόνο υπό το πρίσμα πως της δίνει τη δυνατότητα για νέες αμφισβητήσεις και περαιτέρω διεκδικήσεις, κάτι που ικανοποιεί και το «διαίρει και βασίλευε» των μεγάλων δυνάμεων. Επομένως, η μέχρι σήμερα στρατηγική της Ελλάδας ρίχνει νερό στο μύλο της Τουρκίας.

Σημειώσεις

 

  • Τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν απαραίτητα τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.

Η μοναδική επιλογή της Ελλάδας είναι η ενίσχυση της αποτρεπτικής της ισχύος: Τέρμα τα ψέμματα

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: