Ο Κυριάκος Μητσοτάκης (Κ). Photo via Twitter. Prime Minister GR @PrimeministerGR
Η Ελλάδα και η Τουρκία είναι αναγκασμένες να ζούνε μαζί. Η ανάγκη αυτή δεν προέρχεται μόνο από τη γειτνίαση. Μοιράζονται ιστορικούς δεσμούς τέτοιους που αναπόφευκτα η ιστορική ύπαρξη του ενός δεν μπορεί να εξηγηθεί χωρίς την ιστορική ύπαρξη του άλλου. Επίσης, μοιράζονται έναν κρίσιμο και εύθραυστο χώρο.
Η γεωπολιτική σημασία της κάθε χώρας, εξαρτάται από την αντίστοιχη σημασία της άλλης. Επιπλέον, μοιράζονται έναν χώρο του οποίου οι πολιτισμοί που άκμασαν σε αυτόν δεν θα μπορούσαν να το πετύχουν χωρίς την απρόσκοπτη πρόσβασή τους στις δύο ακτές του Αιγαίου και τις αντίστοιχες ενδοχώρες τους. Μέσα σε αυτό το πλέγμα η επιβίωση του νεοελληνικού πολιτισμού, αλλά και η ανάπτυξή του μπορεί να ειδωθεί με ευνοϊκότερους όρους μέσα από τη συνεργασία και την εμβάθυνση των σχέσεων με τη γείτονα.
Ταυτόχρονα, η ακμάζουσα πληθυσμιακά και οικονομικά Τουρκία, ασφυκτιώντας στα γεωγραφικά όρια της Μικράς Ασίας και έχοντας στην πλάτη της την ασταθή Μέση Ανατολή, θα έπρεπε επίσης να επιδιώκει την αγαστή συνεργασία και εμβάθυνση των σχέσεων με την Ελλάδα.
Παρότι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις άπτονται των συμφερόντων πολλών παγκοσμίων δυνάμεων, όπως η Ρωσία, η Κίνα, η Γερμανία, αλλά και περιφερειακών, όπως η Αίγυπτος και το Ισραήλ, οι Η.Π.Α. έχουν δεσπόζουσα θέση στη διάρθρωση και εξέλιξή τους.
Καταρχήν, η Ελλάδα και η Τουρκία εντάσσονται στο ΝΑΤΟ, έναν υπέρ-ατλαντικό στρατιωτικό οργανισμό στον οποίο οι Η.Π.Α. αποτελούν την κεφαλή. Επίσης, οι Η.Π.Α. από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια έδειξαν ενεργά το ενδιαφέρον τους όχι μόνο για την οικονομική στήριξη των δύο αυτών χωρών, ιδίως της κατεστραμμένης από τον πόλεμο Ελλάδας, αλλά και για την εγκαθίδρυση σε αυτές πολιτικών και οικονομικών συστημάτων ευνοϊκά προσκείμενων στους στόχους και τις επιδιώξεις τους. Ένα βασικό εργαλείο τιθάσευσης και ελέγχου των δύο χωρών είναι και η ηγεμονική διαχείριση από την πλευρά των Η.Π.Α. των σχέσεων που διέπουν τους δύο γείτονες.
Κάθε ένταση μεταξύ των δύο χωρών αποτελεί εφαλτήριο επέμβασης και διαμεσολάβησης από τις Η.Π.Α..
Ενδεικτικά τέτοια σχέδια ήταν το σχέδιο Άτσεσον το 1964 για την επίλυση του κυπριακού, το οποίο δεν εφαρμόστηκε, η συμφωνία του Νταβός το 1988 και το συνακόλουθο “mea culpa” του τότε πρωθυπουργού Α. Παπανδρέου, η συμφωνία των Ιμίων, με την επακόλουθη ανάδειξη ύπαρξης «γκρίζων ζωνών» στο Αιγαίο.
Για τις Η.Π.Α. η διαμεσολάβηση είναι το βούτυρο στο ψωμί τους.
Βέβαια, διαχρονικά κάθε μεγάλη δύναμη που σέβεται τον εαυτό της επιδιώκει την εποικοδομητική διαίρεση ώστε να επαληθεύει το ρόλο της ως μεγάλη δύναμη στην αντίστοιχη περιοχή. Ταυτόχρονα, πρέπει να παραδεχτώ πως οι Η.Π.Α. είναι απόλυτα προσηλωμένες στο δόγμα του νεοφιλελευθερισμού και στις διεθνείς σχέσεις. Η μεσολάβησή τους είναι κατά κάποιο τρόπο δίκαιη στο βαθμό που αποδίδει σε έκαστο των μερών αυτό που προφανώς είναι πεπεισμένη πως εξυπηρετεί το γενικότερο σχεδιασμό των συμφερόντων της, αυτό που κάθε μέρος δικαιούται βάσει του συσχετισμού δυνάμεων, αλλά και αυτό που κάθε μέρος καταφέρνει να δρέψει μέσω της ορθολογικής του διεκδίκησης εντός του δεδομένου θεσμικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο η διεκδίκηση αυτή λαμβάνει χώρα.
Όσο δε αφορά το θεσμικό αυτό περιβάλλον θα ήθελα να σημειώσω δύο στοιχεία.
Εδαφικά η κυριότητα των νησιών, νησίδων και βραχονησίδων στο Αιγαίο έχει καθοριστεί με τη Συνθήκη της Λωζάννης του 1923 και την επακόλουθη, αναφορικά με τα Δωδεκάνησα, Συνθήκη των Παρισίων του 1947. Σύμφωνα με την πρώτη, στους εδαφικούς όρους της Συνθήκης, στην παράγραφο 2 του άρθρου 6 αναφέρεται, για την Τουρκία, πως: «εκτός αντιθέτων διατάξεων της παρούσης Συνθήκης, τα θαλάσσια όρια περιλαμβάνουσι τας νήσους και νησίδια τας κειμένας εις απόστασιν μικροτέραν των τριών μιλλίων από της ακτής»(6). Τα Ίμια, παρότι βρίσκονται πέραν των 3 ν.μ. από τις ακτές της, μετά το θερμό επεισόδιο του 1996, θεωρούνται από αυτή έδαφός της(10). Όσον αφορά τη δεύτερη Συνθήκη, σύμφωνα με το άρθρο 14: «η Ιταλία παραχώρησε στην Ελλάδα την κυριαρχία των Νησιών Αστυπάλαια, Ρόδο, Χάλκη, Κάρπαθο, Κάσο, Τήλο, Νίσυρο, Κάλυμνο, Λέρο, Πάτμο, Λειψούς, Σύμη, Κω και Καστελόριζο, καθώς και τις παρακείμενες σε αυτές νησίδες»(7). Το δεύτερο στοιχείο είναι η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας (του Montego Bay, 1982).
Πώς όμως αντιδρά η Τουρκία στο παραπάνω ενδεχόμενο;
Η Προπαρασκευαστική Επιτροπή για μια συνθήκη για το Δίκαιο της θάλασσας έλαβε χώρα την περίοδο 1970 – 1973, ενώ η Διάσκεψη για τη σύναψη της Συνθήκης του Montego Bay από το 1973 μέχρι το 1982(11). Ευθύς εξαρχής η Τουρκία, από το Νοέμβριο του 1973, εκχωρεί άδειες στην τουρκική εταιρεία πετρελαίου TPAO, για έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων σε περιοχές ακόμη και δυτικά ελληνικών νησιών του Βορείου Αιγαίου.
Το Μάρτιο του 1974 ξεκινάει τις μαζικές παραβιάσεις του εναέριου χώρου των ελληνικών νησιών(12). Έκτοτε και μέχρι σήμερα γινόμαστε μάρτυρες των καθημερινών παραβιάσεων του εθνικού εναέριου χώρου στο Αιγαίο, των παραβάσεων του FIR Αθηνών, των καταγγελιών της Τουρκίας για παραβίαση από την Ελλάδα των Συνθηκών Λωζάννης και Παρισιών, όσον αφορά τη στρατικοποίηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, των καταγγελιών της για παραβίαση των δικαιωμάτων της τουρκικής μειονότητας σε Ρόδο και Κω(13). Με νόμο του 2001 καθορίζει μονομερώς αποκλειστική ζώνη έρευνας και διάσωσης το μισό Αιγαίο(14). Οργανώνει συνεχώς ασκήσεις σε όλα τα μήκη του Αιγαίου, από τα Δαρδανέλια μέχρι το Καστελόριζο, φροντίζοντας να κάνει διαρκώς αισθητή την παρουσία της στρατιωτικά.
Σύμφωνα με σχετικό δημοσίευμα, η Τουρκία πέτυχε, ώστε το ΝΑΤΟ, με διάταγμά του τον Αύγουστο του 2006 να απαγορεύσει στα ελληνικά στρατιωτικά αεροσκάφη να προσεγγίζουν εγγύτερα των 6 ν.μ. τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου(19). Επιπλέον, παρά την αντίθετη διεθνή έννομη τάξη και τις υποχρεώσεις της έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) η Τουρκία συνεχίζει να στέλνει αθρόα μετανάστες στην ελληνική πλευρά, αλλά και να απειλεί πως θα πλημμυρίσει την Ευρώπη με μουσουλμάνους(20).
Έχοντας, εκδιώξει το μεγαλύτερο μέρος της εύπορης και δραστήριας ελληνικής μειονότητας της Πόλης, έχοντας εισβάλει και κατέχοντας περίπου το 36% του νησιού της Κύπρου, διώχνοντας το μεγαλύτερο μέρος του ελληνοκυπριακού πληθυσμού από το κατεχόμενο τμήμα, αλλοιώνοντας ακόμη και τη σύνθεση του ντόπιου τουρκοκυπριακού πληθυσμού με τον εποικισμό, επιθυμώντας να δεσμεύσει διοικητικά και το υπόλοιπο του νησιού, έχοντας πρόσφατα εισβάλει στη Βόρεια Συρία, εφαρμόζοντας ξεκάθαρες πολιτικές ενσωμάτωσης του βορειοδυτικού τμήματος(21), συμπεραίνω πως ο απώτερος στόχος της στο Αιγαίο δεν μπορεί να είναι άλλος από την απομόνωση και σταδιακή εγκόλπωση νησιών του Ανατολικού Αιγαίου στη Μικρασιατική ενδοχώρα.
Η έννοια της υφαλοκρηπίδας, για την Τουρκία πρέπει να έχει ένα πιο χειροπιαστό νόημα.
Ήδη από το 1979 οι Τούρκοι δικαιολογούν την επέκταση μίας ενιαίας υφαλοκρηπίδας δυτικά των ελληνικών νησιών «για να μπορούν τα τουρκικά πλοία να έχουν προσπέλαση παραμένοντας στη δική τους υφαλοκρηπίδα»(22). Προφανώς, όχι μόνο στην επιχειρηματολογία τους, αλλά και στη νόησή τους η υφαλοκρηπίδα επέχει θέσει προέκτασης του ηπειρωτικού κορμού. Προφανώς, η ύπαρξη ελληνικών νησιών πάνω σε τουρκική υφαλοκρηπίδα θα αποτελεί παράδοξο. Αυτό το παράδοξο εκφράστηκε και πρόσφατα, όταν ο γενικός διευθυντής Ναυτιλίας και Αεροπορίας της Τουρκίας αναφέρει ότι τα νησιά βρίσκονται στο λάθος σημείο της διάμεσης γραμμής των ηπειρωτικών περιοχών(23).
Και αφού η διαχρονική στρατηγική της Τουρκίας φαίνεται να είναι ο περιορισμός του ζωτικού χώρου του ελληνισμού, ποια άραγε είναι η αντίδραση της ελληνικής πλευράς;
Ήδη, η κυβέρνηση της δικτατορίας απεδέχθη τη συζήτηση για τα θέματα των χωρικών υδάτων και της υφαλοκρηπίδας(12). Το 1976 Ελλάδα και Τουρκία υπέγραψαν το Πρακτικό της Βέρνης σύμφωνα με το οποίο συμφώνησαν να απέχουν από κάθε ενέργεια σχετικά με την υφαλοκρηπίδα, ώστε να συνεχιστούν απρόσκοπτα οι διαπραγματεύσεις(27). Το 1988 στις συζητήσεις του Νταβός, έγινε αποδεκτό πως τα πετρέλαια του Αιγαίου αποτελούν διμερή υπόθεση(28), εγκαθιδρύθηκε μηχανισμός αποφυγής των κρίσεων, συστήθηκαν επιτροπές για την καταγραφή των προβλημάτων(29) και τη διερεύνηση των ενδεχομένων λύσεων, δεν συζητήθηκε το κυπριακό. Έτσι, το πεδίο ενδιαφέροντος των ελληνοτουρκικών μεταφέρεται από το κυπριακό στο Αιγαίο, στο οποίο πλέον η Τουρκία μπορεί να εγείρει και άλλα ζητήματα και η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να τα εξετάζει και να ανταπαντά. Στη συνέχεια υπεγράφη το μνημόνιο Γιλμάζ – Παπούλια του 1988(30), το οποίο εισάγει μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης και επικυρώνει τα συμφωνηθέντα των πρωθυπουργών στη συνάντηση του Νταβός.
Η συμφωνία της Μαδρίτης του 1997 ήρθε για άλλη μία φορά να επιβεβαιώσει πως: “Και οι δύο χώρες θα αναλάβουν την προσπάθεια να προωθήσουν διμερείς σχέσεις που θα βασίζονται σε:
Έκτοτε βέβαια η Τουρκία συνεχίζει να διεκδικεί ελληνικά νησιά, δε σέβεται τις Αρχές του Διεθνούς Δικαίου και τις Διεθνείς Συνθήκες, και τα ερμηνεύει κατά πως τη συμφέρουν, συνεχίζει να απειλεί με χρήση βίας την Ελλάδα σε περίπτωση που ασκήσει το δικαίωμά της για επέκταση των χωρικών της υδάτων. Τέλος, η Ελλάδα επενδύοντας στην ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας, προχώρησε σε μυστικές συζητήσεις για τη διευθέτηση των ζητημάτων του Αιγαίου.
Για να επανέλθουμε στα του παιγνίου, παρατηρούμε πως η Τουρκία έχει μία κυρίαρχη στρατηγική. Αυτή η στρατηγική είναι να προκαλεί, να δημιουργεί επεισόδια, να εγείρει αμφισβητήσεις, να αμφισβητεί ή να παρερμηνεύει τις συνθήκες και να διεκδικεί με την προβολή της στρατιωτικής της ισχύς. Αυτή η στρατηγική έχει αναδειχθεί σε κυρίαρχη, διότι της προσφέρει τα μεγαλύτερα δυνατά οφέλη. Αυτό συμβαίνει διότι η Ελλάδα δεν είναι σε θέση να τις επιφέρει, διπλωματικά και νομικά, το απαιτούμενο κόστος που θα εξισορροπούσε τα οφέλη που αποκομίζει. Ακόμη και η εισβολή και κατοχή στην Κύπρο έχει παγιωθεί.
Το κόστος που έχει είναι μικρό σε σχέση με το όφελος που αποσκοπεί να αποκτήσει από μία λύση στα μέτρα της. Η λύση που συζητιέται, εκτός από αυτή που συζητήθηκε στο Κραν – Μοντανά το 2017, δεν ήγειρε την αξίωση πλήρους αποχώρησης του τουρκικού στρατού. Επιπλέον, η λύση που συζητείται καθιστά τη λειτουργικότητα της Κυπριακής δημοκρατίας όμηρο της τουρκοκυπριακής συνιστώσας, άρα, με την παρουσία τουρκικού στρατού κατοχής και της Τουρκίας.
Έτσι, και για τις Η.Π.Α. η συνεχιζόμενη διένεξη αποτελεί μια πρώτης τάξης ευκαιρία να αποκομίζει θετικά οφέλη, έχοντας το ρόλο του διαμεσολαβητή, υποστηρίζοντας αυτόν που αμφισβητεί και διεκδικεί πιο δυναμικά.
Τέλος, η Ελλάδα έχει με τη σειρά της επιλέξει ως κυρίαρχη στρατηγική το να ακολουθεί την Τουρκία στις διεκδικήσεις, να διαπραγματεύεται να προσπαθεί να πείσει την Τουρκία να καταλήξουν σε μία κοινά αποδεκτή λύση, στα πλαίσια του διεθνούς δικαίου, χωρίς όμως η ίδια πρώτα να έχει κατοχυρώσει πλήρως τα δικαιώματά της, κάτι που σημαίνει πως μία συμφωνία μέσα από τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης καίτοι σύμφωνη με το διεθνές δίκαιο μπορεί να είναι εις βάρος της και μελλοντικά επικίνδυνη.
Επίσης, δεν αντιλαμβάνεται πως η Τουρκία είναι ικανή να δημιουργεί κρίσεις και θερμά επεισόδια ώστε να σέρνει την Ελλάδα σε διαπραγματεύσεις μέσω των οποίων κάποια στιγμή θα αναγκαστεί να παραιτηθεί από μείζονος σημασίας κυριαρχικά δικαιώματα, όπως αποκαλύπτει και ο Τούρκος διπλωμάτης, επιταχύνοντας το ξήλωμα της Συνθήκης της Λωζάννης.
Όμως μία τέτοια πεποίθηση, θεωρώ πως είναι ανεδαφική, εξαιτίας του ό,τι πρώτον δεν είναι επιθυμητή από τις Η.Π.Α., δεύτερον, η ισχύς των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων είναι αποτρεπτική για κάτι τέτοιο. Η προσμονή της Ελλάδας πως μπορεί να έρθει σε μία συνεννόηση με την Τουρκία αναφορικά με τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί για την επίλυση των προβλημάτων που έχει εγείρει η δεύτερη, με την υπογραφή συνυποσχετικού και την προσφυγή στη Χάγη, πιστεύω πως είναι ατελέσφορη και προβληματική.
Όπως, ούτε η Συνθήκη της Λωζάννης, ούτε το ελληνοτουρκικό σύμφωνο φιλίας του 1930 που έλυνε με ευνοϊκό τρόπο για την Τουρκία εκκρεμείς διαφορές ούτε και η βασική υποχρέωση κάθε κράτους να σέβεται και να προστατεύει τις μειονότητες στο έδαφός του δεν προστάτευσαν την ελληνική μειονότητα της Πόλης, όπως ούτε οι συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου που τερμάτισαν τη Βρετανική κατοχή στην Κύπρο, εγκαθιδρύοντας σε αυτή ένα πολίτευμα άκρως ευνοϊκό για τους Τουρκοκύπριους και έθεταν την Κύπρο υπό τριπλή εγγύηση, μπόρεσαν να ακυρώσουν τα σχέδια της Τουρκίας για εισβολή και κατοχή, έτσι ούτε και μία συμφωνία με την Τουρκία για τα θέματα του Αιγαίου, συνεπικουρούμενη από την ταυτόχρονη προσφυγή στη Χάγη, θα μπορέσει να ανακόψει οριστικά την ορμητική πορεία της Τουρκίας προς τη σταδιακή κατάργηση των προνοιών της Συνθήκης της Λωζάννης, αναφορικά με τα γεωγραφικά της όρια στο Αιγαίο.
Η επιβεβαίωση του παραπάνω σκεπτικού έρχεται από τον τρόπο με τον οποίο δόθηκε η λύση του προβλήματος της ανεξαρτητοποίησης της Κύπρου. Για την τότε ελληνική κυβέρνηση οι συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου έλυναν, με κάποιο τρόπο ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα, και έμπαιναν οι βάσεις για την ομαλοποίηση των ελληνοτουρκικών σχέσεων(34). Επίσης, ως απότοκο της εξομάλυνσης η ελληνική κυβέρνηση θεωρούσε πως θα ομαλοποιούνταν η κατάσταση για την ελληνική μειονότητα στην Κωνσταντινούπολη(34). Οι συμφωνίες παρουσιάστηκαν ως μεγάλη επιτυχία.
Εν κατακλείδι, προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσω τη συμπεριφορά της Τουρκίας στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, μέσω της θεωρίας των παιγνίων καταλήγω σε τρεις διαπιστώσεις.
Πρώτον, η κυρίαρχη στρατηγική της είναι η πρόκληση, η αμφισβήτηση και παρερμήνευση των Συνθηκών, η προβολή της στρατιωτικής της ισχύος και ο εξαναγκασμός της άλλης πλευράς σε διαπραγματεύσεις ακόμη και για ζητήματα που έχουν διευθετηθεί.
Δεύτερον, η ύπαρξη πλουτοπαραγωγικών πόρων σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο δεν είναι παρά ή αφορμή (ή αλλιώς το δόλωμα) για την ενεργοποίηση του όλου σχεδιασμού αμφισβήτησης – διαπραγμάτευσης.
Τρίτον, η όποια συμφωνία, θα γίνει αποδεκτή από την Τουρκία μόνο υπό το πρίσμα πως της δίνει τη δυνατότητα για νέες αμφισβητήσεις και περαιτέρω διεκδικήσεις, κάτι που ικανοποιεί και το «διαίρει και βασίλευε» των μεγάλων δυνάμεων. Επομένως, η μέχρι σήμερα στρατηγική της Ελλάδας ρίχνει νερό στο μύλο της Τουρκίας.
Σημειώσεις
Η μοναδική επιλογή της Ελλάδας είναι η ενίσχυση της αποτρεπτικής της ισχύος: Τέρμα τα ψέμματα