Ο πρόεδρος της Τουρκίας Ταγίπ Ερντογάν μπροστά σε …στρατιωτικό απόσπασμα. Φωτογραφία Τουρκική Προεδρία
Εάν συμφωνούν σε κάτι όλοι όσοι αναµετρώνται µε τα εθνικά θέµατα, απ’ όπου και αν εκείνοι προέρχονται (πολιτικά µιλώντας), είναι ότι το ισοζύγιο στρατιωτικής ισχύος µεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας βαίνει, όσο περνούν τα χρόνια, επιδεινούµενο σε βάρος της χώρας µας.
Η τάση λοιπόν, θα έπρεπε να είναι εµφανής σε όλους. Και η τάση δυστυχώς δικαιολογεί, είτε µας αρέσει είτε όχι, ένα… κάθε πέρυσι και καλύτερα.
Ο γέγονε γέγονε, όµως. Το ζήτηµα είναι τώρα τι κάνουµε απέναντι σε µια Τουρκία de facto αναθεωρητική, που εργαλειοποιεί ως εκβιαστικό χαρτί τις προσφυγικές/µεταναστευτικές ροές και γιγαντώνεται στρατιωτικά, διεκδικώντας παράλληλα ολοένα και µεγαλύτερα κοµµάτια από τις θαλάσσιες ζώνες των γειτόνων στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.
Ο κατευνασμός έχει αποδειχθεί στην πράξη ότι δεν αποδίδει, διότι εάν απέδιδε κάποιος θα είχε εν τω µεταξύ κατευναστεί και αυτός σίγουρα δεν είναι η Τουρκία.
Οι επιθετικές µεγαλοστοµίες από την άλλη µπορεί να ικανοποιούν τα όποια πολεµοχαρή ώτα, αλλά επί της ουσίας δεν έχουν καµία αποτρεπτική ισχύ. Εκτός και αν θεωρεί κανείς ότι επί υπουργίας Πάνου Καµµένου στο ΥΕΘΑ η Τουρκία τρόπον τινά… απετράπη, περιορίζοντας τις προκλήσεις της, πράγµα που προφανώς και δεν έγινε. Τουναντίον.
Τι απομένει λοιπόν; Πώς στεκόµαστε απέναντι σε µια αναθεωρητική Τουρκία; Με σοβαρότητα και µετρηµένα λόγια. Με περισσότερα έργα και λιγότερα λόγια. Με επίγνωση των πραγµατικών δεδοµένων και στοιχειώδη εθνική οµοψυχία. Αποδεχόµενοι ότι τα εθνικά θέµατα δεν θα έπρεπε να προσφέρονται για κοµµατική ή προσωπική (διότι υπάρχει και αυτή στον καιρό των social media) επικοινωνιακή εκµετάλλευση.
Πηγή: ΕΘΝΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
Οι έξι αλήθειες για τα έξι μεγάλα ψέματα του Ερντογάν: Η πραγματικότητα τον διαψεύδει