File Photo: Οι πρώην πρωθυπουργοί, Κώστας Σημίτης (2Δ) και Γεώργιος Παπανδρέου (Δ), συνομιλούν κατά τη διάρκεια συνεδρίου του Κινήματος Αλλαγής στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας. ΑΠΕ-ΜΠΕ, ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΒΛΑΧΟΣ
Επί περίπου 20 χρόνια, στην Ελλάδα, αναφορικά με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, σε διάφορες πολιτικές και επιχειρηματικές ελίτ επικρατούσαν απόψεις πολιτικού βολονταρισμού έως και αφελούς αισιοδοξίας.
Φυσικά ήταν ευνοϊκές για την Ελλάδα, πάντα χωρίς να εξετάζεται ιδιαίτερα το διεθνές περιβάλλον, αλλά ούτε και η κατάσταση του άμεσου διαδίκου.
Αργότερα, στα μέσα της δεκαετίας του 2010 και μετά την απόπειρα πραξικοπήματος, κατίσχυσε η ανάλυση πως το κύριο ενδιαφέρον της Τουρκίας έχει επικεντρωθεί στη βόρεια Συρία και δεν επιθυμεί άλλον καβγά. Σε αυτή την άποψη είχε μετατοπιστεί και ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης. Το 2017, σε συνέντευξή του στον ΣΚΑΪ υποστήριξε πως «η πολεμοχαρής εμφάνιση [του Ερντογάν] σε σχέση με τα νησιά του Αιγαίου, τα Ιμια κτλ. είναι μόνο ένα μέσο να καλλιεργήσει την εθνική υπερηφάνεια των Τούρκων να τον ψηφίσουν να εκλεγεί πρόεδρος και, αφού εκλεγεί πρόεδρος και μετά από μερικό χρόνο, ίσως δεν θα είναι τόσο έντονος πια, γιατί θα στρέφεται σε εκείνον τον στόχο», εννοώντας τη Συρία.
Με αφορμή την ανυπόστατη συμφωνία Τουρκίας – Λιβύης, ο Σημίτης το Σάββατο στα «Νέα» επανήλθε στα ελληνοτουρκικά. Θα περίμενε κανείς να αναφερθεί στις μόλις πριν από 2 χρόνια απόψεις του, που διαψεύστηκαν από την πραγματικότητα. Δεν το έκανε. Αντ’ αυτού, επέλεξε να γράψει μια ελληνική εκδοχή για την προ 20 ετών σύνοδο στο Ελσίνκι, με την ίδια επίμονη διάθεση βολονταρισμού, σαν ο χρόνος να έχει παγώσει στο 2002.
Μόνο αν περιοριστεί κανείς στην επιφάνεια των πολιτικών δηλώσεων Τούρκων πολιτικών το 1999, μπορεί να διαπιστώσει πως υπήρχε αξιόπιστη ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Ομως, το στρατιωτικό και γραφειοκρατικό κατεστημένο παρέμενε ακλόνητο και δεν υπήρχε περίπτωση να παραδιδόταν στις Βρυξέλλες, απ’ όπου μόνο να χάσει ισχύ είχε. Με την εκλογή του, το 2003, ο Ερντογάν, απέναντι σ’ αυτό το κατεστημένο, αναζήτησε διεθνείς συμμαχίες, που ως κινήσεις αντιπερισπασμού ήταν συμμαχίες ασφάλειας για τον ίδιο.
Το βαθύ κράτος απειλούσε την πολιτική του επιβίωση, πόσο μάλλον θα του επέτρεπε μια λύση τύπου Χάγης (μόνο) για την υφαλοκρηπίδα. Αργότερα, όταν κατάφερε να καθαρίσει το εσωτερικό μέτωπο, δεν χρειαζόταν πια τις διεθνείς συμμαχίες υπό το πρίσμα του παρελθόντος. Την αμφισβήτηση της ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας του την αναλάμβανε με άνεση σταδιακά ο ίδιος.
Σε διεθνές επίπεδο, την εποχή του Ελσίνκι, ο παίκτης που ήθελε περισσότερο απ’ όλους την υποψηφιότητα της Τουρκίας στην Ε.Ε. ήταν οι ΗΠΑ. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπιλ Κλίντον, πραγματοποίησε επίσκεψη σε Αθήνα και Αγκυρα πριν από τη σύνοδο και άσκησε έντονες πιέσεις προς όλες τις μεγάλες πρωτεύουσες της Ευρώπης· με τον Ζακ Σιράκ να μην κρύβει συχνά την ενόχλησή του.
Το ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε τρία χρόνια μετά, στην Κοπεγχάγη, όπου 48 ώρες πριν από εκείνην τη σύνοδο ο Τζορτζ Μπους κάλεσε τον Ερντογάν στον Λευκό Οίκο στέλνοντας ένα σαφές μήνυμα προς τους Ευρωπαίους. Οι N.Y. Times τότε έκαναν λόγο για «ασυνήθιστη αμερικανική ευθεία κίνηση ανάμειξης στην πολιτική της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης». Οι κινήσεις των ΗΠΑ σχετίζονταν με τον ρόλο τους στη Μέση Ανατολή, όπου σίγουρα επιθυμούσαν έναν σύμμαχο που είχε εισέλθει σε τροχιά δυτικών μεταρρυθμίσεων.
Αντίθετα, επικεντρώνεται στο τι γινόταν και τι έγινε μετά από αυτόν στην Ελλάδα, προφανώς με στοχεύσεις εσωτερικού χαρακτήρα. Ενώ έχουμε μπει σε ακόμα μία δύσκολη φάση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, προτιμά να πει πόσο καλά (ή όχι) τα έκανε ο ίδιος πριν από 20 χρόνια, με τρόπο που εκθέτει πρώτα απ’ όλα την πολιτική του. Θα ήταν χρησιμότερο, όμως, να τοποθετηθεί επί των πραγματικών γεγονότων και των σημερινών προβλημάτων, χωρίς άγχος, αλλά με την ελευθερία και την άνεση του μη εμπλεκόμενου στην ενεργό πολιτική.
* Δημοσιογράφος – Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών
“Να τα βρούμε με τους Τούρκους”; Επικίνδυνες οι προτάσεις για “μοιρασιά”-συνεκμετάλλευση