Δικαιοπολιτικές διαπιστώσεις με αφορμή το “Μνημόνιο Συνεννόησης” Λιβύης και Τουρκίας

File Photo: Ερντογάν και Σάρατζ όταν έδωσαν τα χέρια στην Κωνσταντινούπολη στις 15/12. EPA/TURKISH PRESIDENT PRESS OFFICE HANDOUT




Του ΜΙΛΤΙΑΔΗ ΣΑΡΗΓΙΑΝΝΙΔΗ

Στη διεθνή πολιτική έχει ιδιαίτερη σημασία να βρίσκεσαι συγχρόνως και με συνέπεια στην πλευρά της νομιμότητας και της αποτελεσματικότητας.

Η στάση αυτή συμβάλλει στην εμπέδωση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας, και φυσικά στη διατήρηση του status quo. Αντίθετα, όπου αμφισβητείται η νομιμότητα και προκρίνεται η αποτελεσματικότητα, όταν δηλαδή επιχειρείται η νομιμοποίηση τετελεσμένων που υλοποιούν αναθεωρητικές πολιτικές, τότε η διεθνής ειρήνη και ασφάλεια βρίσκονται υπό διακινδύνευση.

  • Η Ελλάδα σαφώς βρίσκεται –και πρέπει να βρίσκεται– στην πρώτη κατηγορία ισορροπώντας ανάμεσα στη νομιμότητα και την αποτελεσματικότητα. Αντίπερα, στην πλευρά του επίμονου ταραξία ελλοχεύει η αποτελεσματικότητα της Τουρκίας, η οποία εκδηλώνεται έντονα με διπλωματικά και άλλα μέσα ήπιας ισχύος, όπως η υπογραφή του Μνημονίου Συνεννόησης (Memorandum of Understanding/MoU) με τη Λιβύη για την οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών δικαιοδοσίας μεταξύ τους.

Ωστόσο, επισημαίνεται ότι αυτή η τουρκική διπλωματική κινητικότητα δεν αποκλείεται να αποτελεί προπαρασκευή ενόψει της πρόκλησης τετελεσμένων με στρατιωτικά μέσα, στο πλαίσιο της κλιμάκωσης των διεκδικήσεών της.

  • Η νομική δεσμευτικότητα του Μνημονίου Συνεννόησης

Στη διεθνή πρακτική τα MoU είναι συνήθως κείμενα διακηρύξεων και προθέσεων που στερούνται νομικής φύσης και καταγράφουν μόνο πολιτικές δεσμεύσεις. Ωστόσο, δεν υπάρχει η παραμικρή αμφισβήτηση σχετικά με τη νομική δεσμευτικότητα του συγκεκριμένου MoU και τις επαγόμενες έννομες συνέπειες.

Άλλωστε, σημασία δεν έχει ο τρόπος με τον οποίο τιτλοφορείται ένα κείμενο, αν δηλαδή χαρακτηρίζεται συνθήκη, σύμβαση, πρωτόκολλο ή μνημόνιο, αλλά η πρόθεση των συντακτών του να αναλάβουν υποχρεώσεις και δικαιώματα και συνεπώς να δεσμευθούν νομικά.

Έτσι λοιπόν, παρά το γεγονός ότι το τουρκολιβυκό MoU τιτλοφορείται Μνημόνιο Συνεννόησης, τελικά αποτελεί τυπική διεθνή συμφωνία που επιδιώκει να δημιουργήσει νομικά τετελεσμένα. Μάλιστα, υπάρχουν αρκετοί και βάσιμοι λόγοι για να επιχειρηματολογήσουμε υπέρ της νομικής δεσμευτικότητας του εν λόγω κειμένου:

  • α) οι λέξεις που επιλέγονται για να διατυπωθούν οι διατάξεις αποδεικνύουν τη σαφή πρόθεση και των δύο πλευρών να αναλάβουν υποχρεώσεις και δικαιώματα,

β) το Άρθρο 3 απαιτεί την καταχώριση του MoU στη Γραμματεία του ΟΗΕ προκειμένου να τηρηθεί ο τύπος της δημοσιότητας, διαδικασία που ακολουθείται για κάθε διεθνή συμφωνία. Ακολούθως, η Τουρκία προχώρησε στην καταχώριση του MoU στη Γραμματεία του ΟΗΕ, χωρίς καμία διαμαρτυρία από την κυβέρνηση της Λιβύης. Καθίσταται προφανές, ότι και οι δύο κυβερνήσεις συμμορφώθηκαν με τη διάταξη του Άρθρου 102(2) του Χάρτη του ΟΗΕ, ώστε να έχουν τη δυνατότητα να επικαλεστούν το περιεχόμενο του MoU ενώπιον των οργάνων του ΟΗΕ, και ειδικότερα εκείνων που σχετίζονται με το Δίκαιο της Θάλασσας,

  • γ) σύμφωνα με το Άρθρο 5 η τροποποίηση και αναθεώρηση των Άρθρων 1 και 2 –τα οποία αφορούν στην οριοθέτηση και τα συνοδευτικά παραρτήματα που περιλαμβάνουν τους χάρτες με τις συντεταγμένες– απαιτούν τη συναίνεση των δύο μερών, προϋπόθεση που προσιδιάζει σε νομικά δεσμευτικά κείμενα και όχι σε κάποια χαλαρή πολιτική δέσμευση,

δ) η διάταξη για τη θέση σε ισχύ του MoU στο ακροτελεύτιο Άρθρο 6 αποτελεί κλασική τυπική υποχρέωση για τις συμφωνίες που παράγουν έννομα αποτελέσματα στη διεθνή έννομη τάξη,

  • ε) το γεγονός ότι το MoU αφορά σε οριοθέτηση ζωνών θαλάσσιας δικαιοδοσίας –δηλαδή υφαλοκρηπίδας και Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ)– αποτελεί πρόσθετη απόδειξη πως το κείμενο δεν είναι απλά πολιτικό αλλά ξεκάθαρα νομικό και τέλος,

στ) το MoU διέπεται από το διεθνές δίκαιο με σαφείς και άμεσες αναφορές στον Χάρτη του ΟΗΕ και έμμεσα στο διεθνές εθιμικό δίκαιο για το δίκαιο των συνθηκών.

  • Το MoU προκύπτει από τη νομιμότητα ή επιδιώκει την αποτελεσματικότητα;

Γενικά, στο δίκαιο υπάρχει η θεμελιώδης αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων. Ειδικότερα, στο Διεθνές Δίκαιο τα κράτη μπορούν να συμφωνήσουν μεταξύ τους οτιδήποτε επιθυμούν, αρκεί το περιεχόμενο της συμφωνίας να μην παραβιάζει θεμελιώδεις κανόνες και τους λεγόμενους κανόνες δημόσιας τάξης που βρίσκονται στον πυρήνα της διεθνούς έννομης τάξης. Συνεπώς, η συμφωνία μεταξύ Λιβύης και Τουρκίας είναι καταρχάς έγκυρη.

Ωστόσο, οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών μπορούν να κάνουν μόνο τα κράτη με απέναντι –αντικείμενες– ακτές. Η Τουρκία και η Λιβύη ισχυρίζονται πως διαθέτουν αντικείμενες ακτές και γι’αυτό τον λόγο η μεταξύ τους οριοθέτηση αφορά στη γραμμή ανάμεσα στα σημεία Α και Β σύμφωνα με τον χάρτη που είναι προσαρτημένος στο MoU. Ωστόσο, κάτι τέτοιο θα ήταν δυνατόν, μόνο εφόσον δεν αναγνωρίζονταν θαλάσσιες ζώνες σε νησιά όπως η Κρήτη, η Κάσος, η Κάρπαθος και η Ρόδος, αντίληψη που φυσικά συμπυκνώνει την πάγια θέση της Τουρκίας αναφορικά με το σύνολο το ελληνικών νησιών στο Αιγαίο.

Όμως, αυτή η θέση είναι ευθέως αντίθετη στη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, διότι το Άρθρο 121 ρητά αναγνωρίζει στα νησιά, τις νησίδες και τις βραχονησίδες όλες τις θαλάσσιες ζώνες, και συνεπώς και υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ (εξαιρούνται οι βράχοι που σύμφωνα με την τρίτη παράγραφο του Άρθρου 121 «δεν μπορούν να συντηρήσουν ανθρώπινη διαβίωση ή δική τους οικονομική ζωή»). Αν και η Τουρκία δεν έχει υπογράψει τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, ωστόσο δεν μπορεί να ανατρέψει το γεγονός ότι το Άρθρο 121 είναι και εθιμικός κανόνας, και συνεπώς δεσμεύει όλα τα κράτη. Επειδή, λοιπόν, το Δίκαιο της Θάλασσας, συμβατικό και εθιμικό, δεν ευνοεί τα όνειρα για «γαλάζιες πατρίδες» τόσο του Ταγίπ Ερντογάν όσο και των αντιπολιτευόμενων κεμαλιστών, η Τουρκία επικαλείται ειδικές περιστάσεις για να απαξιώσει τη σημασία των ελληνικών νησιών στην προοπτική της οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ. Αναζητά, λοιπόν, φιλικές κυβερνήσεις που πρόθυμα θα συμμερίζονταν τις τουρκικές θέσεις, δηλαδή θα αγνοούσαν την επήρεια των ελληνικών νησιών, και θα δημιουργούσαν τετελεσμένα που θα δυσκόλευαν την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ για την ελληνική πλευρά.

  • Συμπερασματικά λοιπόν, η Λιβύη και η Τουρκία μπορούν καταρχάς ελεύθερα να συμφωνήσουν σχετικά με τη μεταξύ τους οριοθέτηση. Ωστόσο, η επίδικη συμφωνία αποτελεί μια χονδροειδή γεωγραφική ανορθογραφία που παραβλάπτει τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας, και συγκεκριμένα την άσκηση αρμοδιοτήτων σε θαλάσσιες ζώνες που οριοθετούνται με βάση τα ελληνικά νησιά και αυθαίρετα καλύπτονται από το τουρκολιβυκό μνημόνιο.

Υπό αυτή την έννοια, η ελληνική κυβέρνηση σωστά ενεργοποιείται διπλωματικά και καταγγέλλει σε διεθνές επίπεδο το περιεχόμενο της συμφωνίας, ώστε αυτή να μην είναι μελλοντικά αντιτάξιμη και να μην ληφθεί υπόψη από κανένα διεθνές δικαστήριο, διαιτητική επιτροπή ή όργανο του ΟΗΕ. Παρόμοια είναι και η θέση που υιοθετεί η Αίγυπτος, γεγονός που ενισχύει τις ελληνικές θέσεις και δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την ανάδυση μιας τετραμερούς νομικής διαφοράς που ενδεχομένως θα εμπλέξει κι ένα πέμπτο μέρος, την Κυπριακή Δημοκρατία.

  • Υπάρχει ζήτημα ακυρότητας του MoU;

Αναπαράγεται με ιδιαίτερη ένταση η άποψη πως εγείρεται ζήτημα ακυρότητας, διότι η συμφωνία δεν εγκρίθηκε από το λιβυκό Κοινοβούλιο, όπως πράγματι υπήρχε η σχετική υποχρέωση. Ωστόσο, πρέπει να εξηγηθούν δύο σημαντικές παράμετροι.

Η συγκεκριμένη ακυρότητα αφορά στο Άρθρο 46 της Σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών μεταξύ Κρατών για την παραβίαση κανόνα εσωτερικού δικαίου και αποτελεί σχετικό λόγο ακυρότητας. Με άλλα λόγια, ένας τέτοιος λόγος ακυρότητας μπορεί να προβληθεί μόνο ανάμεσα στους δύο συμβαλλόμενους, και όχι από την Ελλάδα, η οποία είναι ένα τρίτο κράτος που δεν μετέχει στο MoU.

Επιπλέον, το γεγονός ότι τα δύο συμβαλλόμενα μέρη, δηλαδή η Λιβύη και η Τουρκία, γνωρίζουν και παρακολουθούν όλη τη σχετική συζήτηση που αναπτύσσεται γύρω από το ζήτημα της ακυρότητας, αλλά παραμένουν σταθερά προσηλωμένα στις δεσμεύσεις τους σύμφωνα με όσα υπέγραψαν, υποδηλώνει ότι οποιαδήποτε σχετική ακυρότητα μπορεί και να θεραπευθεί χάρη στη μεταγενέστερη συμπεριφορά τους. Γι’αυτό τον λόγο είναι σημαντική η ανάδειξη των αντιδράσεων του λιβυκού Κοινοβουλίου, ως το καθ’ύλη αρμόδιο όργανο με αποκλειστική αρμοδιότητα να εγκρίνει οποιαδήποτε διεθνή συμφωνία που υπογράφει η λιβυκή Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας.

  • Περαιτέρω, το Άρθρο 6 του MoU απαιτεί από τα δύο συμβαλλόμενα κράτη να «ολοκληρώσουν τις εσωτερικές νομικές διαδικασίες τους» προκειμένου η συμφωνία να τεθεί σε ισχύ. Η διατύπωση επιτρέπει στα δύο κράτη να ακολουθήσουν γενικά τις απαιτούμενες νομικές διαδικασίες, δίχως να γίνεται ρητά λόγος για τη διαδικασία της επικύρωσης μιας διεθνούς συμφωνίας, και συνεπώς την έγκριση του MoU από τα δύο κοινοβούλια.
  • Προφανώς, η τουρκική κυβέρνηση δεν είχε κανένα πρόβλημα να λάβει την έγκριση του τουρκικού Κοινοβουλίου, κάτι που όμως αποτελούσε πρόβλημα για την αντίστοιχη λιβυκή Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, η οποία δεν διαθέτει την στήριξη του λιβυκού Κοινοβουλίου και ο Πρόεδρός του χαρακτήρισε άκυρη τη συμφωνία. Έτσι η Τουρκία ακολούθησε την τυπική διαδικασία της επικύρωσης που απαιτείται για τη συνομολόγηση μιας διεθνούς συνθήκης.
  • Αντίθετα, η λιβυκή κυβέρνηση απέφυγε την οδό της επικύρωσης μέσω του Κοινοβουλίου που δεν ελέγχει και θα απέρριπτε τη συμφωνία, προφασιζόμενη ότι πρόκειται για μνημόνιο, οπότε δεν απαιτείται η έγκριση του νομοθετικού σώματος, και εκμεταλλεύθηκε το γεγονός, ότι το διεθνές δίκαιο επιτρέπει τη θέση σε ισχύ μιας διεθνούς συμφωνίας αυτόματα με την υπογραφή της.

Μέσα από αυτή τη λιβυκή εκδοχή του «στρίβειν διά του μνημονίου» η Τουρκία επιχειρεί να επιτύχει κάτι ιδιαίτερα σημαντικό για την ίδια. Την καταγραφή σε διεθνές επίπεδο της πρακτικής και της νομικής πεποίθησης της λιβυκής κυβέρνησης, η οποία είναι κομμένη και ραμμένη στα μέτρα των τουρκικών απόψεων για τις οριοθετήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο.

Στο πλαίσιο αυτό, η τουρκική κυβέρνηση ενδεχομένως έχει οδηγό το MoU που υπέγραψε το 2009 η Κένυα με την Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας της Σομαλίας προκειμένου να οριοθετήσουν τα εξωτερικά όρια της υφαλοκρηπίδας τους πέρα από τα 200 ναυτικά μίλια, σε μια περιοχή που φέρεται πως είναι πλούσια σε κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου. Υπενθυμίζεται, ότι το συγκεκριμένο MoU δεν εγκρίθηκε από το Μεταβατικό Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο της Σομαλίας και η υπόθεση έφθασε μέχρι το Διεθνές Δικαστήριο Δικαιοσύνης στη Χάγη το οποίο αποφάνθηκε καταφατικά για τη νομική δεσμευτικότητα και την ισχύ του το 2017, ενώ συνεχίζεται η διαμάχη για τη θαλάσσια οριοθέτηση.

Βέβαια, η Λιβύη εκτίθεται διεθνοπολιτικά και στερείται καλής πίστης, καθώς ήδη σε δύο υποθέσεις ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου Δικαιοσύνης στη Χάγη (με Μάλτα και Τυνησία), έχει αποδεχθεί ότι τα νησιά διαθέτουν όλες τις θαλάσσιες ζώνες, και επομένως έχουν υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. Όμως πρόκειται για μια κυβέρνηση που απλά προσπαθεί να διατηρήσει την τελευταία ελπίδα για τη βιωσιμότητά της απέναντι στις δυνάμεις του Στρατάρχη Χαφτάρ, εξαργυρώνοντας την προσχώρηση στις τουρκικές θέσεις περί οριοθετήσεων με ένα ακόμη MoU με την Τουρκία για την ασφάλεια και τη στρατιωτική συνεργασία.

Όπως φαίνεται, η τουρκική κυβέρνηση δεν έχει καμμιά αναστολή να εγκαταλείψει τα προσχήματα για να ενισχύσει στρατιωτικά και να στηρίξει την κυβέρνηση-μαριονέτα στην Τρίπολη, παραβιάζοντας ακόμα και τις σχετικές αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για την απαγόρευση ανάμιξης στα εσωτερικά ζητήματα της Λιβύης.

  • Άμεση και αποτελεσματική αντίδραση

Απέναντι στις προκλητικές τουρκικές ενέργειες απαιτούνται διπλωματικά αντανακλαστικά και μια σειρά από άμεσες πρωτοβουλίες που θα αντισταθμίσουν τα επιδιωκόμενα τετελεσμένα. Οι προοπτικές που δημιουργεί το φιλόδοξο σχέδιο για τον αγωγό EastMed είναι μόνο μία παράμετρος, και μάλιστα ίσως αυτή που επίσπευσε την υπογραφή του τουρκολιβυκού μνημονίου. Ο EastMed σταδιακά αποκτά δυναμική με τη στήριξη των ΗΠΑ και της ΕΕ, και μετριάζει τη γεωπολιτική αξία της Τουρκίας τουλάχιστον στο επίπεδο της ενεργειακής διπλωματίας.

  • Η πιο άμεση και εφικτή διπλωματική πρωτοβουλία θα ήταν η πρόταση για την επέκταση της συμφωνίας του 1977 με την Ιταλία για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και σε ΑΟΖ. Μια τέτοια συμφωνία θα συνεπαγόταν την εφαρμογή της αρχής της μέσης γραμμής/ίσης απόστασης εκτός από την υφαλοκρηπίδα και στη μεταξύ μας ΑΟΖ, γεγονός εξόχως προβληματικό για την Τουρκία που προσπαθεί να εξαφανίσει την αρχή στις μεταξύ μας σχέσεις.
  • Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε επίσης μια ιδιαίτερα χρήσιμη εξέλιξη που θα εξουδετέρωνε ως ένα βαθμό τον τυχοδιωκτισμό της λιβυκής κυβέρνησης, και παράλληλα θα ασκούσε πίεση και στην αλβανική κυβέρνηση, η οποία παραμένει διακριτικά κάτω από την επιρροή της Τουρκίας.
  • Άλλωστε τώρα, περισσότερο από ποτέ, η Ιταλία έχει λόγους να προχωρήσει σε μια τέτοια κίνηση, προκειμένου να περιορίσει την τουρκική επιρροή στη Λιβύη και να διατηρήσει την τελευταία στη δική της σφαίρα επιρροής. Εκτός κι αν απέναντι στον τουρκικό επεκτατισμό και την ενδεχόμενη αποστολή στρατευμάτων, εξακολουθεί να προτιμά να υπερασπίζεται τα υποτιθέμενα παραδοσιακά δικαιώματα αλιείας των ιταλών ψαράδων στη θαλάσσια περιοχή που καλύπτει η προτεινόμενη για οριοθέτηση ελληνική ΑΟΖ.

Τέλος, ακόμη μια φορά φαίνεται πως ορισμένοι επανέρχονται στη λύση της Χάγης και προτείνουν την υπογραφή συνυποσχετικού με την Τουρκία για την από κοινού προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο Δικαιοσύνης. Ωστόσο, μάλλον παραγνωρίζουν κάποιες θεμελιώδεις παραδοχές. Η υποβολή συνυποσχετικού είναι αδύνατη στον βαθμό που η Τουρκία εγείρει ζητήματα κυριαρχίας σε νησιά του Αιγαίου. Με άλλα λόγια, η υπογραφή συνυποσχετικού για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας ήταν θεμιτή και εφικτή την περίοδο πριν την Κρίση των Ιμίων, όταν η Τουρκία δεν ήγειρε αξιώσεις κυριαρχίας για ελληνικά νησιά.

Πλέον, στην εποχή των γκρίζων ζωνών, κατά την οποία κεμαλιστές και ερντογανιστές συναγωνίζονται σε εθνικιστική πλειοδοσία αναφορικά με τον αριθμό των νησιών που βρίσκονται «υπό ελληνική κατοχή», είναι εκ των πραγμάτων αδύνατη η προσφυγή στη Χάγη για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Ομοίως, ενώ κάποτε αποδεχόμασταν πως η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας είναι η μοναδική ελληνοτουρκική νομική διαφορά που θα μπορούσε να επιλυθεί στη Χάγη, σήμερα οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι οι δύο τελευταίες δεκαετίες έχουν φέρει δομικές αλλαγές στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Πλέον, υπάρχουν τουλάχιστον δύο νομικές διαφορές που σχετίζονται με την οριοθέτηση δύο θαλάσσιων ζωνών: η υφαλοκρηπίδα και η ΑΟΖ. Κι επειδή η λογική της επιδίωξης μιας συμφωνίας «καζάν-καζάν» είναι συνυφασμένη με την οθωμανική διπλωματία, ας μην μας διαφεύγει ότι η Τουρκία διαπραγματεύεται και ασκεί εξωτερική πολιτική ως αυτοκρατορία.

Συνεπώς, η ελληνική θέση πρέπει να συνοψίζεται στην αρχή, ότι προηγείται η οριοθέτηση και των δύο θαλάσσιων ζωνών, και ακολουθεί ενδεχόμενη συνεκμετάλλευση, μόνο εκεί που υπάρχουν φυσικοί πόροι που γειτνιάζουν. Η δε λογική της Τουρκίας αποβλέπει στο να μπλοκαριστεί κάθε προοπτική για συμφωνία οριοθέτησης, ακόμα και με την προβολή αξιώσεων για ελληνικά νησιά που καθιστούν απαγορευτική τη λύση του συνυποσχετικού, ώστε η συνεκμετάλλευση να προβληθεί ως η μοναδική εγγύηση για την ειρήνη και την ασφάλεια στην περιοχή. Κοντολογίς, η Τουρκία διαθέτει τα μέσα για την άντληση των φυσικών πόρων (πετρέλαιο και φυσικό αέριο) και τα μέσα για την απειλή ή και τον εξαναγκασμό σε μια συμφωνία συνεκμετάλλευσης χωρίς προηγούμενη οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών. Επομένως, απέναντι στη νομιμότητα που υπερασπίζεται η Ελλάδα με το πάγιο αίτημα για οριοθέτηση, η Τουρκία αντιτάσσει την αποτελεσματικότητά της πιο πειστικά από ποτέ.

  • Αν ο αυτοκράτορας είναι τελικά γυμνός, θα εξαρτηθεί από συστημικούς παράγοντες, κι όχι μόνο από τη δική μας αντίδραση και τα αντισταθμίσματα που μπορούμε και πρέπει να προβάλουμε απέναντι στην τουρκική επέκταση στην Ανατολική Μεσόγειο. Συνεπώς, θα ήταν σοφό για όλους μας να μην παραληρούμε δονκιχωτικά, αλλά να παρατηρούμε τη μεγαλύτερη εικόνα στην οποία ανήκουμε κι εμείς, και να προετοιμαζόμαστε με κριτήριο την αποτελεσματικότητά μας, ώστε να μπορούμε να στηρίζουμε επιχειρησιακά τις θέσεις και τα δικαιώματά μας σύμφωνα με τη διεθνή νομιμότητα.

Η Τουρκία επιδιώκει την αλλαγή παραδείγματος στην περιοχή, και οι προκλήσεις που θέτει απέναντι στην Ελλάδα είναι μόνο ένα μέρος της συνολικής στρατηγικής της για την ανάδειξή της σε περιφερειακή υπερδύναμη.

* O Μιλτιάδης Σαρηγιαννίδης είναι Επίκουρος Καθηγητής Διεθνούς Δικαίου, Νομική Σχολή ΑΠΘ

  • Τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν απαραίτητα τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.

Το μέλλον των Ελληνοτουρκικών Σχέσεων: Μια αριστουργηματική ανάλυση του Άγγελου Συρίγου

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: