Ο κυπριακής καταγωγής Χριστόδουλος Σώζος ανέκαθεν θεωρούσε την Ελλάδα ως μητέρα – πατρίδα και δεν δίστασε να δώσει τη ζωή του στο Μπιζάνι, στη μάχη για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων το 1912. Φωτογραφία από τη Μηχανή του Χρόνου
Του ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ (ΝΤΙΝΟΥ) ΑΥΓΟΥΣΤΗ (*)
«Αν είμεθα ηγέται των υποδούλων λαών, οφείλομεν διά του παραδείγματός μας και της θυσίας μας
να τους παιδαγωγώμεν, όπως και εκείνοι γίνωσιν άνθρωποι συναισθανόμενοι τα καθήκοντά των»
«Πραγματικοί ηγέται δεν είναι εκείνοι που μονάχα υποκινούν τον λαόν, αλλά εκείνοι που προκινδυνεύουν μαζί του».
Ο Κλεόπας Μυριανθόπουλος στο βιβλίο του «Ζωή και τάφος Χριστοδουλου Σώζου», λέει:
«Φεύγων δια τον πόλεμον, ένα ακαταμάχητονπόθον είχε, να ενδυθή την τιμίανστολήν του στρατιώτου να οδηγηθή εις τα πεδία των μαχών και να πάρη το βάπτισμα του πυρός. Ο Πρωθυπουργός Βενιζέλος και άλλοι επίσημοι προσεπάθησαν να τον μεταπείσουν και να τοποθετηθή εις αλλάς εθνικάς εργασίας αλλ’ ουδέν ίσχυσε να μεταβάλη την θέλησιν και την άμετάκλητοναπόφασίν του. Απηρνήθη τον Δικηγόρον, τον Δήμαρχον, τον Βουλευτήν, τον ΈκτελεστικόνΣύμβουλον και τα άλλα αξιώματα και έγινεν απλούς στρατιώτης δια να υπηρέτηση την πατρίδα ως ήτο ο διακαής του πόθος, το όνειρο του».
Στη Λεμεσό της Κύπρου, γεννήθηκε το 1872, ο Χριστόδουλος Σώζος, μοναχογιός της οικογένειας έχοντας επτά αδελφές. Γονείς του ήταν ο Σώζοντας Αντ. Λοΐζος και μητέρα του η Μαρία Χατζηπαύλου. Ο παππούς του είχε πολεμήσει στην Ελληνική Επανάσταση το 1821 και ο πατέρας του στην Κρητική Επανάσταση το 1866.
Το 1901, σε ηλικία μόλις 29 ετών, εκλέχτηκε για πρώτη φορά Βουλευτής, στο Νομοθετικό Συμβούλιο που εκπροσωπούσε την Ελληνική Κοινότητα, στην αποικιοκρατική διοίκηση. Διετέλεσε Δήμαρχος Λεμεσού, από το 1908 ως τον ηρωικό θάνατό του, το 1912. Στα χρόνια της δημαρχίας του, η Λεμεσός άλλαξε κυριολεκτικά όψη. Υπήρξε εκ των πλέον ευγενών μορφών της Κύπρου, αγαπήθηκε και τιμήθηκε ακόμα και από τους πολιτικούς του αντιπάλους, οι οποίοι αναγνώριζαν τη μεγαλοσύνη του.
Έφυγε κρυφά από την Κύπρο, με το αυστριακό ατμόπλοιο Δαλματία, γιατί ήταν σίγουρος πως αν το μάθαινε η οικογένειά του θα τον απέτρεπε. Φοβόταν πως θα του έδειχναν στο λιμάνι τον τετράχρονο γιο του Ζήνωνα για να μην φύγει. Έχοντας ήδη φύγει από το σπίτι του, με σκοπό το μακρινό και τολμηρό ταξίδι, έγραψε στη γυναίκα του Ερμιόνη, εξηγώντάς της την απόφασή του:
«… Όταν θα λάβης την παρούσαν μου, θα είμαι μακράν σου και μακράν του υιού μου διά την υπηρεσίαν της πατρίδος. Ημείς έχομεν καθήκοντα τα οποία ουδεμία δύναμις, ουδέν φίλτρον πρέπει να εμποδίζη από του να ενασκώνται. Αν είμεθα ηγέται των υποδούλων λαών, οφείλομεν διά του παραδείγματός μας και της θυσίας μας να τους παιδαγωγώμεν, όπως και εκείνοι γίνωσιν άνθρωποι συναισθανόμενοι τα καθήκοντά των. Μην κλαίε και μη στενοχωρού, διότι εκείνος που πηγαίνει εις την υπηρεσίαν της πατρίδος του δεν πρέπει να πηγαίνη με τέτοιας σκέψεις, ότι αφήνει πίσω του την δυστυχίαν.
Η σύζυγος ενός Σώζου δεν πρέπει να συμπεριφερθή εις τοιαύτην περίπτωσιν ως η σύζυγος ενός κοινού ανθρώπου. Έπειτα οφείλεις να έχης αυτό υπ’ όψιν σου, ότι αν έμενα στην Λεμεσόν ατιμασμένος στην συνείδησίν μου, δεν θα έζων ούτε εγώ αλλ’ ούτε συ ευτυχής, θα ησθανόμην πάντοτε ότι συ ήσο το εμπόδιον και θα σας εμίσουν. Ενώ τώρα φεύγω με λύπην που σας αφήνω, αλλά και με την ελπίδα, ότι θα επανέλθω να σας εύρω.
Το ποτήριον που σας ποτίζω είναι λίγο πικρόν, αλλά φαντάσου πόσον γλυκύ θα είναι εκείνο που θα πιούμεν όταν θα επανέλθω. Πρόσεχε, Έρμα μου, να μη μου κάμης σκάνδαλα, διότι η απόφασίς μου είναι ακλόνητος, θα σε βαρύνουν δε περισσότερον, αν φανής δειλή.
Φύλαττε το παιδί μας και όλην την αγάπην σου έχε την δι’ αυτό. Τώρα θα το αγαπάς και θα φροντίζηςδι’ αυτόν ωσεί ήμουν και εγώ εκεί. Όποιος πηγαίνει στον πόλεμον δεν αποθνήσκει….».
Γράφει ο Κλ. Μυριανθόπουλος, στο βιβλίο του «Ζωή και τάφος ΧριστόδουλουΣώζου»:
«Φεύγων δια τον πόλεμον, ένα ακαταμάχητονπόθον είχε, να ενδυθή την τιμίανστολήν του στρατιώτου να οδηγηθή εις τα πεδία των μαχών και να πάρη το βάπτισμα του πυρός. Ο Πρωθυπουργός Βενιζέλος και άλλοι επίσημοι προσεπάθησαν να τον μεταπείσουν και να τοποθετηθή εις αλλάς εθνικάς εργασίας αλλ’ ουδέν ίσχυσε να μεταβάλη την θέλησιν και την αμετάκλητοναπόφασίν του. Απηρνήθη τον Δικηγόρον, τον Δήμαρχον, τον Βουλευτήν, τον ΕκτελεστικόνΣύμβουλον και τα άλλα αξιώματα και έγινεν απλούς στρατιώτης δια να υπηρέτηση την πατρίδα ως ήτο ο διακαής του πόθος, το όνειρο του» (Μυριανθόπουλου Κλεόβουλου, «Ζωή και τάφος Χριστόδουλου Σώζου»).
Αναχώρησε από την Αθήνα, στις 28 Οκτωβρίου του 1912, μέσω Βόλου με προορισμό τη Θεσσαλονίκη. Στις 30 Οκτωβρίου 1912, γράφει στους γονείς του: «Τι αξίανέχουσιν αι συνδρομαί και άλλες ενδείξεις του πατριωτισμού όταν ένας υγιής άνθρωπος δεν προσφέρει τον εαυτό του εις υπηρεσίαν αυτής». Στις 24 Νοεμβρίου η μονάδα του μεταφέρτηκε, στο μέτωπο της Βορείου Ηπείρου και συγκεκριμένα στους Άγιους Σαράντα και το Δέλβινο, όπου και πήρε το βάπτισμα του πυρός. Από την ακτή της Ηπείρου πέρασε στην Κέρκυρα και από εκεί πάλι στην Ήπειρο. Στις 2 Δεκεμβρίου του 1912, έφθασε στο Μπιζάνι Ιωαννίνων.
Έγινε, έτσι, ο πρώτος και ο μοναδικός εν ενεργεία Δήμαρχος, σε ολόκληρο τον Ελληνισμό, που έπεσε μαχόμενος ως απλός τυφεκιοφόρος στην πρώτη γραμμή του μετώπου, προσφέροντας στην Κύπρο και την πόλη του τη Λεμεσό, που τόσο αγάπησε, ακόμα μια περήφανη πρωτιά.
Από τους 70 στρατιώτες της ενωμοτίας του, οι περισσότεροι έπεσαν μαχόμενοι στη σκληρή μάχη που ακολούθησε, σώμα με σώμα και θάφτηκαν εκεί. Το σώμα του Σώζου δεν βρέθηκε ποτέ.
«Με το αίμα του, το οποίον επότισε την γην της Ηπείρου, αρχίζει να γράφεται και η αληθινή νεωτέρα ιστορία της νήσου μας. Είχαμεν πολλά και ημείς ειπεί διά την δόξαν των προγόνων. Ήτο καιρός με τας ιδικάς μας θυσίας να αρχίσωμεν να πελεκώμεν τας πέτρας του βάθρου και της ιδικής μας δόξης. Η θυσία ήρχισεν υψηλή. Αι νέαιγενεαί θα έχωσι το δυνατόν χέρι που να δεικνύη με αυστηρότητα τον δρόμον της εθνικής ανόδου». Καλότυχη γενιά …»(Εφημερίδα «Φιλελεύθερος», Παπαπολυβίου Π., 8 Δεκεμβρίου 2012).
(*) Δρ. Αυγουστίνος (Ντίνος) Αυγουστή
Αναπλ. Καθηγητής Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
Από το Μονάγρι Λεμεσού
a.[email protected]
1619 πονεμένες ιστορίες: Οι μάνες των αγνοουμένων της Κύπρου αρνούνται να τους ξεχάσουν