File Photo: Το τουρκικό γεωτρύπανο Γιαβούζ. Πηγή φωτογραφίας: @TCEnerji
Είναι προφανές πια ότι η ευρύτερη γειτονιά της Ελλάδας ανησυχεί σφόδρα για τη διάχυτη ρευστότητα, η οποία προκαλεί αβεβαιότητα για το τι επιφυλάσσει το μέλλον.
Αυτό το κλίμα επιβεβαιώνεται και από την ισραηλινή διαρροή περί συνεννόησης της Άγκυρας με το Πακιστάν με σκοπό την ανάπτυξη πυρηνικού οπλοστασίου. Αν μη τι άλλο όλα δείχνουν ότι η Ανατολική Μεσόγειος δεν πρόκειται να ηρεμήσει εύκολα. Οι πιθανότητες είναι υπέρ του ενδεχομένου περαιτέρω κλιμάκωσης κι όχι συνεννόησης των βασικών δρώντων.
Κανείς δεν αμφισβητεί την ανάγκη εξυγίανσης των δημόσιων οικονομικών και πολύ περισσότερο την ανάγκη λήψης μέτρων προς την κατεύθυνση της ανάπτυξης. Από την άλλη πλευρά, όμως, μία κυβέρνηση οφείλει να θέτει προτεραιότητες με βάση τη μεγάλη εικόνα της περιοχής, που πρακτικά σημαίνει με πρώτο και κύριο κριτήριο την εθνική ασφάλεια. Οι Έλληνες δεν μπορούν να ελπίζουν ότι την τελευταία στιγμή θα εμφανιστεί κάποιος σωτήρας.
Ελληνική οπτική
Ένα δεύτερο πρόβλημα είναι ο τρόπος που το υπουργείο Εξωτερικών χειρίζεται τα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής.
Παρότι είναι ηλίου φαεινότερο ότι τα δεδομένα στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Μεσόγειο έχουν μεταλλαχθεί δραματικά, συνεχίζουμε να κινούμαστε στην πεπατημένη. Στο Κυπριακό εξακολουθούμε να πρεσβεύουμε και να επιδιώκουμε “λύση”, η οποία δεν διασφαλίζει την επιβίωση του κυπριακού Ελληνισμού, ή αλλιώς δεν αποτρέπει το γεωστρατηγικό έλεγχο της Μεγαλονήσου από την Τουρκία.
Στο δε ελληνοτουρκικό μέτωπο, φαίνεται να κυριαρχεί στις εγχώριες ελίτ η άποψη ότι μπορούμε να τα βρούμε με αυτή την Τουρκία, παρότι ο τόσο ο Ερντογάν όσο και η κεμαλική αντιπολίτευση διακηρύσσουν με κάθε ευκαιρία τις επεκτατικές επιδιώξεις τους έναντι της Ελλάδας. Και μάλιστα δεν περιορίζονται στα λόγια. Δημιουργούν ένα ασφυκτικό πλαίσιο, το οποίο ακόμα και η πιο μικρή χώρα που σέβεται τον εαυτό της θα θεωρούσε απαγορευτικό για τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων. Πολύ περισσότερο που είναι αμφίβολο εάν η Ελλάδα έχει στρατιωτικώς εξασφαλισμένα τα νώτα της.
Η δήλωση Ντόκου
Αποτέλεσμα είναι να ερχόμαστε έτσι σε αντίθεση με την πολιτική που ασκούν χώρες της περιοχής μας, με τις οποίες τα τελευταία χρόνια έχουν συγκροτήσει στρατηγικού χαρακτήρα συνεργασίες. Προφανώς, ούτε το Ισραήλ ούτε η Αίγυπτος θα πολεμήσει για την Ελλάδα και την Κύπρο. Το γεγονός, όμως, πως έχουν εδραιωθεί και συνεχώς ενισχύονται τα περιβόητα τρίγωνα στην Ανατολική Μεσόγειο, στο πολιτικό επίπεδο δημιουργεί συνθήκες απομόνωσης της Τουρκίας και ως εκ τούτου λειτουργεί εν μέρει αποτρεπτικά, ενισχύοντας τη θέση και της Ελλάδας και της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ο καταστατικός χάρτης του ΟΗΕ προτείνει αποδεκτές μεθόδους ειρηνικής επίλυσης διαφορών. Η Τουρκία προκρίνει μονίμως τη διμερή διαπραγμάτευση, διότι, όπως έχει αποδείξει πολλάκις στην ιστορική της διαδρομή, ποντάρει στον πειθαναγκασμό ακόμα και με την απειλή χρήσης στρατιωτικής βίας. Επιδιώκει, λοιπόν, κατ’ αυτόν τον τρόπο να αποσπάσει τη μερίδα του λέοντος.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η μεγάλη εικόνα
Ελπίζουμε ότι συμφωνία με τουρκικούς όρους δεν θα δεχτεί να συζητήσει καμία ελληνική κυβέρνηση. Είναι μάλιστα τουλάχιστον περίεργο το πως μπορούν ειλικρινά να πιστεύουν αρμόδια κυβερνητικά στελέχη ότι υπάρχει περιθώριο κάποιας λογικής διαπραγμάτευσης με την Τουρκία, όταν αυτή σε κάθε ευκαιρία δεν κρύβει την επεκτατική θέση της και επιπλέον την κάνει ήδη πράξη στην κυπριακή ΑΟΖ.
Άρα, η δήλωση Ντόκου δείχνει ανίκανη να συλλάβει τη μεγάλη εικόνα, να συνυπολογίσει όλες τις εθνικές παραμέτρους. Όταν καθημερινά η Άγκυρα εκπέμπει απειλητικά μηνύματα, θα περίμενε κανείς να ενεργοποιηθούν τα αμυντικά αντανακλαστικά των Ελλήνων. Δυστυχώς, αντ’ αυτού οι αρμόδιοι αναλώνονται σε εξυπνακίστικα ρητορικά ευρήματα περί “νευρικής Τουρκίας” και σε κορώνες για την προσήλωση της Ελλάδας στο διεθνές δίκαιο, λες κι αυτό μπορεί να μας λύσει το πρόβλημα.
Οι προτεραιότητες της χώρας, η εξοπλιστική… διπλωματία και οι άμεσες ανάγκες των Ε.Δ.