ΣΚΙΤΣΟ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ ΓΚΟΥΜΑ
Του ΑΧΙΛΛΕΑ Κ. ΑΙΜΙΛΙΑΝΙΔΗ (*)
Έχουν καταβληθεί επανειλημμένες προσπάθειες από την Τουρκία για αναγνώριση χωριστής κρατικής οντότητας στα κατεχόμενα εδάφη με σκοπό την αμφισβήτηση της κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Στις 13 Φεβρουαρίου 1975, τρεις μόλις μέρες μετά την υποβολή προτάσεων από την ελληνοκυπριακή πλευρά για επίλυση του κυπριακού προβλήματος, ανακοινώθηκε με δήλωση του Ραούφ Ντενκτάς η εγκαθίδρυση του λεγόμενου ‘Τουρκικού Ομόσπονδου Κράτους της Κύπρου’. Στο προοίμιο του ‘Συντάγματος’ του κράτους Ντενκτάς αναφέρεται ότι οι προτάσεις που υποβλήθηκαν στις διακοινοτικές συνομιλίες αγνοούσαν την πραγματικότητα της υφιστάμενης κατάστασης και αναγνώριζαν για την τουρκοκυπριακή κοινότητα μόνο καθεστώς μειονότητας.
Πρόκειται όπως έχει ορθά λεχθεί για την πρώτη φορά που προοίμιο συντάγματος ομοσπόνδου κράτους: ‘θεμελιώνει την γένεση αυτού στην έχθρα της συνομοσπόνδου κοινότητος’ (Κασιμάτης, Γ., ‘Παρατηρήσεις επί του Συντάγματος Ντενκτάς’, σελ. 864. Για το Σύνταγμα Ντενκτάς βλ. εξάλλου αναλυτικά Τορναρίτη, Κ.,Το Προβαλλόμενο σαν Σύνταγμα του Φερόμενου Τουρκικού Ομοσπόνδου Κράτους της Κύπρου. Για τις τουρκικές απόψεις βλ. Nedjatigil, A., Cyprus: Constitutional Proposals and Developments, ‘Turkish Federal State of Cyprus’).
Στις 15 Νοεμβρίου 1983 ο Ντενκτάς μετέβαλε μονομερώς το ‘τμήμα κράτους’, που είχε ανακηρύξει σχεδόν εννιά χρόνια νωρίτερα με το ‘Τουρκοκυπριακό Ομόσπονδο Κράτος’, σε ‘πλήρες και ανεξάρτητο κράτος’ (Για το θέμα βλ. Κληρίδης, Λ., ‘Η Νομική Ακυρότητα της Μονομερούς Ανακήρυξης Ανεξάρτητου Κράτους από την Τουρκοκυπριακή Ηγεσία, του ιδίου, ‘Ο Ντενκτάς και το Δικαίωμα Αυτοδιάθεσης του Ψευδοκράτους: Η Νομική Πτυχή του Θέματος’, Χρυσοστομίδης, Κ., Το Κράτος της Κύπρου στο Διεθνές Δίκαιο, σελ. 153 κ.ε, Κρατερος, Ι., ‘Σημειώσεις για Ορισμένα Νομικά Ζητήματα της Νέας Κυπριακής Κρίσης’).
Η διεθνής καταδίκη της ανακήρυξης της ‘ΤΔΒΚ’ ήταν άμεση.
Παρόμοια υπήρξε η αντίδραση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Η Επιτροπή με τη Δήλωση της 16ης Νοεμβρίου 1983 καταδίκασε τη δήλωση Ντενκτάς για ανακήρυξη της ‘ΤΔΒΚ’ και τόνισε ότι εξακολουθεί να θεωρεί τη κυβέρνηση Κυπριανού ως τη μόνη νόμιμη κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Επιπρόσθετα κάλεσε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη να μην αναγνωρίσουν τη σχετική ενέργεια και επιβεβαίωσε τη στήριξή της προς την ανεξαρτησία, κυριαρχία, εδαφική ακεραιότητα και ενότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Σημαντική είναι εξάλλου η Δήλωση της 10ης Ιουνίου 1985 στην οποία προέβηκαν οι δέκα υπουργοί των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με την οποία επιβεβαίωσαν ότι δεν αναγνωρίζουν την ‘ΤΔΒΚ’ ή οποιεσδήποτε ‘συνταγματικές’ μεταβολές στη Βόρεια Κύπρο, όπως τις λεγόμενες ‘προεδρικές εκλογές της 9ης Ιουνίου 1985. Την ενέργεια ανακήρυξης της ‘ΤΔΒΚ’ καταδίκασε εξάλλου το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με το ψήφισμα της 17ης Νοεμβρίου 1983, ενώ με το ψήφισμα της 13 Σεπτεμβρίου 1985 επιβεβαίωσε τη δήλωση των δέκα υπουργών εξωτερικών των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.
Η ανακήρυξη της ‘ΤΔΒΚ’ καταδικάστηκε εξάλλου με την απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 1983, η εξ Υπουργών Επιτροπή του Συμβουλίου της Ευρώπης, στην οποία τονίστηκε ότι η κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας εξακολουθεί να αναγνωρίζεται ως η μόνη νόμιμη κυβέρνηση ολόκληρης της Κύπρου. Ακολούθησε το ψήφισμα 816/84 της 21ης Μαρτίου 1984 της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης, με το οποίο επίσης καταδικάστηκε η παράνομη ανακήρυξη της ‘ΤΔΒΚ’.
Το καθεστώς της ‘ΤΔΒΚ’ έτυχε εξέτασης σε σημαντικές υποθέσεις.
Η υπόθεση Caglar (Caglar v. Billingham (Inspector of Taxes) [1996] STC (SCD) 150) αφορούσε τους ισχυρισμούς των υπαλλήλων ενός γραφείου που αυτοχαρακτηριζόταν ως η βρετανική αντιπροσωπεία της ‘ΤΔΒΚ’, σύμφωνα με τους οποίους ως εργαζόμενοι στην υπηρεσία αντιπροσωπείας ξένους κράτους δικαιούνταν να απαλλαγούν από την καταβολή φόρου εισοδήματος. Κρίθηκε ότι η ‘ΤΔΒΚ’ δεν αποτελούσε αναγνωρισμένο κράτος και ότι το μόνο κράτος που αναγνωρίζεται από την κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου είναι η Κυπριακή Δημοκρατία.
Επιπρόσθετα, τονίστηκε ότι ακόμα κι αν θεωρηθεί πως η απαλλαγή από την καταβολή φόρου εισοδήματος καλύπτει ακόμα και κράτη τα οποία δεν αναγνωρίζονται από τη βρετανική κυβέρνηση, θα ήταν και πάλι αδύνατο να θεωρηθεί ότι η ‘ΤΔΒΚ’ αποτελεί κράτος, εφόσον δεν διαθέτει την ικανότητα να συνάψει σχέσεις με άλλα κράτη.
Στην υπόθεση Veysi Dag (Veysi Dag v. Secretary of State for the Home Department (2002) 122 ILR 529) ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι είναι Τουρκοκύπριος, κάτοχος διαβατηρίου της ‘ΤΔΒΚ’ και ζήτησε άσυλο στο Ηνωμένο Βασίλειο, ένα αίτημα που δεν έγινε δεκτό από το βρετανικό υπουργείο εσωτερικών. Ο αιτητής προσέφυγε στο δικαστήριο επικαλούμενος παραβίαση της Συνθήκης της Γενεύης του 1951 αναφορικά με το Καθεστώς των Προσφύγων.
Το Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό του αιτητή και παρατήρησε ότι η ‘ΤΔΒΚ’, δηλαδή ένα κράτος το οποίο δεν αναγνωρίζεται διεθνώς, δεν θα μπορούσε να αποτελεί το κράτος καταγωγής του αιτητή, σύμφωνα με τη Συνθήκη της Γενεύης. Το Δικαστήριο παρατήρησε εξάλλου, ότι η ‘ΤΔΒΚ’ δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ούτε και κράτος προηγούμενης συνήθους διαμονής του αιτητή, εφόσον η βόρεια Κύπρος αποτελούσε έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε εξάλλου η απόφαση του Εφετείου των ΗΠΑ στην υπόθεση Goldberg. (Autocephalous Greek – Orthodox Church of Cyprus and Another v. Goldberg and Another 917 F 2d 278 [1990]. Η Εκκλησία της Κύπρου και η Κυπριακή Δημοκρατία είχαν προσφύγει στα αμερικανικά δικαστήρια με σκοπό την ανάκτηση των ψηφιδωτών που είχαν κλαπεί από την εκκλησία της Παναγιάς της Κανακαριάς στην κατεχόμενη Κύπρο. Τα ψηφιδωτά είχαν αγοραστεί από τη Goldberg στη Γενεύη το 1988.
Στην υπόθεση σταθμός Αναστασίου (Υπόθεση C- 432/92, R v. Minister of Agriculture, Fisheries and Food, ex p. S. P. Anastasiou (Pissouri) Ltd and Others [1994] Συλλογή Ι-3087) το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κλήθηκε να αποφασίσει κατά πόσο η εισαγωγή στο Ηνωμένο Βασίλειο κίτρων και πατατών από τη Βόρεια Κύπρο μπορούσε να γίνει αποδεκτή. Οι αγγλικές αρχές είχαν καθιερώσει πρακτική με την οποία αναγνώριζαν τα φυτοϋγειονομικά πιστοποιητικά και τα πιστοποιητικά διακίνησης τα οποία εκδίδονταν από τις αρχές της ‘ΤΔΒΚ’ και όχι από τις αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αποδέχτηκε τους ισχυρισμούς των αιτητών και τόνισε ότι ούτε η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, αλλά ούτε και οποιοδήποτε μέλος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας είχαν την εξουσία να μεταβάλουν μονομερώς τη Συμφωνία Σύνδεσης του 1972 ή να επέμβουν στις εσωτερικές υποθέσεις της Κύπρου. Το Δικαστήριο σχολίασε ότι μόνο οι αρμόδιες αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας είχαν το δικαίωμα έκδοσης φυτοϋγειονομικών πιστοποιητικών, καθώς και ότι η αποδοχή οποιωνδήποτε πιστοποιητικών διακίνησης προϋποθέτει ένα υψηλό βαθμό εμπιστοσύνης και διοικητικής συνεργασίας, η οποία δεν θα μπορούσε να υπάρξει με τις αρχές μιας μη αναγνωρισμένης οντότητας, όπως της ‘ΤΔΒΚ’.
Οι Τουρκοκύπριοι μπορούσαν να υποβάλουν αιτήσεις για έκδοση πιστοποιητικών από τις αρμόδιες αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, οι οποίες ήταν πρόθυμες να εκδώσουν παρόμοια πιστοποιητικά εφόσον τα κίτρα και οι πατάτες εξάγονταν από τα νόμιμα λιμάνια της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το θέμα βέβαια μετά την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ τέθηκε σε νέα βάση με τον Κανονισμό της Πράσινης Γραμμής.
Το ΕΔΔΑ επιβεβαίωσε ότι η κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι η μόνη νόμιμη κυβέρνηση στην Κύπρο, ότι η ‘ΤΔΒΚ’ δεν αναγνωρίζεται ως κράτος σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και ότι η Τουρκία είναι υπεύθυνη για τις ενέργειες της ‘ΤΔΒΚ’. Το Δικαστήριο διευκρίνισε μάλιστα ότι με δεδομένο τον συνολικό έλεγχο που ασκεί η Τουρκία επί των κατεχομένων περιοχών, η ευθύνη της Τουρκίας δεν περιορίζεται στις πράξεις των στρατιωτών της, αλλά αντίθετα επεκτείνεται και στις πράξεις της τοπικής διοικήσεως, η οποία επιβιώνει χάρη στην τουρκική στρατιωτική και πολιτική στήριξη.
Κανένα ευρωπαϊκό κράτος δεν έχει την πολυτέλεια να αναγνωρίσει το ψευδοκράτος, ενόσω η Κυπριακή Δημοκρατία αξιοποιεί διπλωματικά τις δικαστικές αποφάσεις. Οποιοδήποτε κράτος θα είναι διστακτικό να προχωρήσει σε μια αναγνώριση, η οποία βρίσκεται σε αντίθεση με σειρά ψηφισμάτων του ΟΗΕ, νοουμένου ότι η Κυπριακή Δημοκρατία θα αξιοποιεί τα ψηφίσματα αυτά στο διπλωματικό πεδίο.
Ο νομικός σύμβουλος του Κόφι Ανάν Ντιτιέ Πφίρτερ απαντώντας στο ερώτημα κατά πόσο το νέο κράτος αποτελεί μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας ή μια νέα νομική οντότητα, σχολίασε ότι: ‘το σχέδιο έχει επιλέξει τη μέθοδο της λεγόμενης παρθενογένεσης για να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα. Η προσέγγιση αυτή δεν καθιστά αναγκαία τη συμφωνία αναφορικά με την κατάσταση πραγμάτων η οποία επικρατούσε πριν τη διευθέτηση, επειδή ακριβώς η διευθέτηση θα αποτελεί την πηγή για όλα όσα θα είναι σχετικά στο μέλλον. Το σχέδιο περιέχει στοιχεία συνεχείας και για τις δύο πλευρές, τα οποία αντανακλώνται στις διατάξεις αναφορικά με τις προηγούμενες πράξεις και στον κατάλογο των συνθηκών που δεσμεύουν την Ενωμένη Κυπριακή Δημοκρατία’.
Το γεγονός και μόνο ότι υποβλήθηκε το σχέδιο Ανάν ως πρόταση λύσης του κυπριακού 40 χρόνια μετά την παταγώδη αποτυχία του ζυριχικού πειράματος, το οποίο στόχευε στη δημιουργία ενός ακατάλυτου και αμετάβλητου Συντάγματος, θα έπρεπε να προβληματίσει τους συντάκτες του σχεδίου κατά πόσο οι υπαρκτές ανθρώπινες κοινωνίες μπορούν πράγματι να στηρίζουν το βίο τους σε εποικοδομητικές ασάφειες και συγκρουσιακές διατάξεις.
Η τάση ορισμένων να αντιμετωπίζουν το ψευδοκράτος ως μια τουρκοκυπριακή περιοχή στην οποία διεξάγονται ελεύθερες εκλογές και στην οποία μπορούμε να περιδιαβάζουμε σαν τουρίστες διασαλεύει την ίδια τη θέση της Κυπριακής Δημοκρατίας σε σχέση με τη διεθνή αναγνώριση του ψευδοκράτους. Σε τελική ανάλυση, ο μεγαλύτερος κίνδυνος αναφορικά με την αναγνώριση του ψευδοκράτους προέρχεται από εμάς τους ίδιους.
(*) Η πιο πάνω ομιλία έγινε στα πλαίσια εκδήλωσης του Δημοκρατικού Κόμματος για την ίδρυση του ψευδοκράτους .
Η Τουρκία δεν δικαιούται την προεδρία της ΓΣ του ΟΗΕ: Να δικαστεί για εγκλήματα πολέμου