Ο πρόεδρος της Ρωσίας, Βλαντιμίρ Πούτιν στη Μόσχα. EPA, YURI KADOBNOV, POOL
Σήμερα στον δυτικό κόσμο όλοι αναγνωρίζουν ότι τα τελευταία δέκα χρόνια το τεράστιο πρόγραμμα ανασυγκρότησης της στρατιωτικής βιομηχανίας που εφάρμοσε ο Βλαντιμίρ Πούτιν έχει μετατρέψει τη Ρωσία σε παγκόσμιο ηγέτη όσον αφορά το νέο στρατιωτικό υλικό.
Περί τα τέλη του 2017, η Ρωσία είχε γίνει η χώρα με τα περισσότερα άρματα, οχήματα μάχης πεζικού και τα συστήματα εκτόξευσης πολλαπλών πυραύλων (MLRS). Αυτό επετεύχθη, αφότου ο Πούτιν εφήρμοσε τη μαζική διαδικασία ανασυγκρότησης του στρατιωτικού υλικού των ενόπλων δυνάμεων, παροπλίζοντας τα παλιά όπλα της εποχής της Σοβιετικής Ένωσης και προωθώντας την αντικατάστασή τους με σύγχρονα όπλα.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι η εταιρεία στρατιωτικών αναλύσεων Global Firepower κατατάσσει τον ρωσικό στρατό δεύτερο από μία λίστα 136 στρατών διεθνώς, ως προς τη στρατιωτική ισχύ, πίσω μόνο από τις ΗΠΑ. Η κατάταξη εξετάζει πάνω από 50 παράγοντες, συμπεριλαμβανομένου του αριθμού των διαθέσιμων όπλων και της συνδυασμένης ισχύος τους. Η κατάταξη αυτή του ρωσικού στρατού φαίνεται να επιβεβαιώνεται και από άλλες εκθέσεις κατάταξης κρατών ως προς τον Δείκτη Στρατιωτικής Ισχύος.
Το μεγάλο ερώτημα είναι εάν η Ρωσία είναι σε θέση να αντέξει έναν ανταγωνισμό με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τον βαθμό στον οποίο θα μπορέσει να διατηρήσει τον στρατό ως αποτελεσματικό μέσο εθνικής ισχύος, παρά τα πολλά προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα.
Ενώ πολλοί στον δυτικό κόσμο αναγνωρίζουν την αναγέννηση της ρωσικής στρατιωτικής δύναμης, συνεχίζει όμως να υπάρχει μια σημαντική συζήτηση ως προς την αντοχή της.
Τι θα κρίνει την “επόμενη μέρα” στη Συρία; Οι ΗΠΑ χάνουν, ο Πούτιν κερδίζει, στον αέρα οι Κούρδοι
Πιστεύω ότι οι ειδικοί στη Δύση διατηρούν μια ισχυρή προκατάληψη για τον υπολογισμό της κρατικής επιρροής αλλά και του καθεστώτος των ενόπλων δυνάμεων σε σχέση με τις οικονομικές βάσεις της ρωσικής στρατιωτικής ισχύος. Όμως η Ρωσία απέδειξε ότι η στρατιωτική ισχύς παραμένει ένα σημαντικό μέσο στη διεθνή πολιτική και πιο ειδικά, στη διεθνή αναβάθμιση της χώρας.
Έχοντας δρομολογήσει μια περίοδο στρατιωτικής μεταρρύθμισης (2008-2012) και χρηματοδοτώντας ένα σταθερό πρόγραμμα εκσυγχρονισμού, η ρωσική εξωτερική πολιτική κερδίζει ολοένα και περισσότερο είτε με τη χρήση βίας είτε με απειλή βίας, ως αναπόσπαστο μέρος της καταναγκαστικής διπλωματίας.
Αυτό το έχει αποδείξει τόσο στην Ουκρανία όσο και στην ανάμιξή της στη Συρία. Αν και σήμερα δίνεται μεγάλη προσοχή στον έμμεσο ανταγωνισμό με τη Δύση, η επιτυχημένη ανάκαμψη της στρατιωτικής δύναμης της Ρωσίας επιτρέπει στη χώρα να ανατρέψει εν πολλοίς την εικόνα της, όπως αυτή διαμορφώθηκε κατά την πρώτη δεκαετία μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης στη διεθνή σκηνή. Όντως, ο έμμεσος ανταγωνισμός είναι συχνά ακατάστατος και αναποτελεσματικός όταν δεν υποστηρίζεται από το βάρος της συμβατικής στρατιωτικής ισχύος.
Η Ρωσία μπορεί να διατηρήσει τον σημερινό βαθμό στρατιωτικής δραστηριότητας, να αντιδρά εγκαίρως στις δοκιμές ετοιμότητας, να διεξάγει μεγάλες στρατηγικές ασκήσεις, να προβαίνει σε εκστρατευτικές επιχειρήσεις πέρα από τα σύνορα της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, όπως στη Συρία και να έχει ηγεμονική στρατιωτική παρουσία στην Ουκρανία.
Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ρωσία είναι επακόλουθες, οι οποίες συχνά οδηγούν σε κύκλους είτε στασιμότητας και είτε στρατιωτικής αντίδρασης, αλλά δεν είναι απολύτως προσδιοριστικές, όπως άλλωστε συμβαίνει ιστορικά στην περίπτωση της συγκεκριμένης χώρας, από τον 18ο αιώνα, όταν εμφανίστηκε στην παγκόσμια ιστορία ως μεγάλη δύναμη.
Οι μπίζνες του Ερντογάν: Χρησιμοποιεί τους πρόσφυγες και μετανάστες για να βγάζει λεφτά…