Ο επίτροπος Πιέρ Μοσκοβισί και ο πρόεδρος του Eurogroup, Μάριο Σεντένο στις Βρυξέλλες. Copyright: European Union
Η υπογραφή του 3ου Μνημονίου έβγαλε με δύναμη στην επιφάνεια τη μέχρι τότε υφέρπουσα εσωκομματική αντίθεση στον ΣΥΡΙΖΑ. Όσο οι διαπραγματεύσεις δεν οδηγούσαν σε αποτέλεσμα, η εν λόγω αντίθεση μπορούσε να επικαλύπτεται.
Από τη στιγμή, όμως, που ο Τσίπρας αποδέχθηκε τις απαιτήσεις των δανειστών για να αποτρέψει την έξοδο από την Ευρωζώνη, η παραμονή της Αριστερής Πλατφόρμας κατέστη αδύνατη.
Το σαρωτικό “όχι” στο δημοψήφισμα είχε ερμηνευθεί από την εσωκομματική αριστερή αντιπολίτευση ως πολιτική αφετηρία για να διεκδικήσει η Αθήνα μία συμφωνία χωρίς επώδυνα μέτρα λιτότητας. Επειδή, βεβαίως, είχαν επίγνωση πως οι δανειστές ούτε καν θα συζητούσαν σ’ αυτή τη βάση, θεωρούσαν πως υποχρεωτικά ο πρωθυπουργός θα προσανατολιζόταν σε κινήσεις, οι οποίες με τη σειρά τους θα άνοιγαν τον δρόμο για την έξοδο από την Ευρωζώνη.
Το ηχηρό “όχι” δεν ήταν πολιτικός κόλαφος μόνο για τις εγχώριες άρχουσες ελίτ και για το παλαιό πολιτικό κατεστημένο. Ήταν κόλαφος και για το σύνολο σχεδόν των Ευρωπαίων ιθυνόντων, οι οποίοι, επίσης, είχαν ασκήσει ωμούς εκβιασμούς για να πριμοδοτήσουν το “ναι”. Μη θέλοντας, βεβαίως, να δείξει ότι υπό το βάρος του ελληνικού δημοψηφίσματος αλλάζει στάση, το ευρωιερατείο δρομολόγησε μία τελική διαδικασία, θέτοντας το δίλημμα: ή συμφωνία ή Grexit. Ο Τσίπρας συνειδητοποίησε πως δεν είχε άλλα περιθώρια διαπραγμάτευσης. Γι’ αυτό και αποδέχθηκε τον δρόμο που του άνοιξε ο τότε Γάλλος πρόεδρος Ολάντ.
Η κυβέρνηση Τσίπρα πρότεινε ένα δημοσιονομικό πακέτο, το οποίο σε ορισμένα θέματα ήταν βαρύτερο από την πρόταση Γιούνκερ, την οποία είχε απορρίψει με 61,3% ο ελληνικός λαός. Επίσης πρόβαλε τα θετικά του υπό σύναψη 3ου Μνημονίου, επαναλαμβάνοντας κατά εντυπωσιακό τρόπο την επιχειρηματολογία των προηγούμενων μνημονιακών κυβερνήσεων.
Ο στραγγαλισμός της ελληνικής οικονομίας: Το χρονικό του προαναγγελθέντος τρίτου Μνημονίου