Οι ταινίες της εβδομάδας: Θρίλερ, τρόμος, μια κομεντί και ο Σταλόνε ξαναπαίζει τον Ράμπο

edmond – film




Περιμένοντας να έρθει ο Οκτώβριος και να μπουν στη «μάχη» τα δυνατά ονόματα και οι ταινίες που ήδη υπολογίζονται για τα Όσκαρ, αυξάνοντας κατακόρυφα το ενδιαφέρον των κινηματογραφόφιλων, απόψε ξεκινά μια νέα κινηματογραφική εβδομάδα.

Ξεχωρίζουν σχετικώς οι ταινίες «Έντμοντ: Ένας Απρόβλεπτος Συγγραφέας», «Το Παιχνίδι του Ρόδου» και «Τρομακτικές Ιστορίες στο Σκοτάδι» και «Μεγάλη Νύχτα στη Νάπολη», ενώ πλέον περνά στα αξιοπερίεργα η επανεμφάνιση του Σταλόνε σε ένα ακόμη «Ράμπο».

«Έντμοντ: Ένας Απρόβλεπτος Συγγραφέας»

(«Edmond») Βιογραφική κωμωδία, γαλλικής και βελγικής παραγωγής του 2018, σε σκηνοθεσία Αλεξίς Μιτσαλίκ, με τους Τομάς Σολιβερές, Τομ Λεμπ, Ολιβιέ Γκουρμέ, Ματίλντ Σενιέ, Ντομινίκ Πινόν, Αλεξίς Μισαλίκ κα.

Συμπαθητική ταινία, ευχάριστη στο μεγαλύτερο μέρος της, για τον συγγραφέα Έντμοντ Ροστάντ, την ιστορία της απρόβλεπτης ζωής του και το έργο του που θα τον κάνει διάσημο, το περίφημο «Σιρανό ντε Μπερζεράκ».

Μια ταινία που καθυστέρησε να βγει στις αίθουσες 20 χρόνια, από τότε που είχε γράψει το σενάριο ο Μιτσαλίκ, αλλά κανένας δεν δεχόταν να το χρηματοδοτήσει, λόγω κόστους και όλα άλλαξαν όταν το ξανάγραψε για να το μεταφέρει το θέατρο, όπου έγινε τεράστια επιτυχία στο Παρίσι. Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος, ενθαρρυμένος από την επιτυχία, τροποποίησε και πάλι το στόρι του για να μεταφερθεί στο σινεμά, κάτι που κατάφερε τελικά, μετά από πολλές περιπέτειες, όπως συνέβη και με το έργο του Ροστάντ. Αυτή η σχέση, μεταξύ του βιβλίου και της ταινίας, ο Μιτσαλίκ θα τη δει περισσότερο ως κωμωδία και όχι ως δράμα, κάτι που τον δικαιώνει σε μεγάλο βαθμό.

Το φιλμ του Μιτσαλίκ διαθέτει χιούμορ, ελκυστικότατο σχεδιασμό παραγωγής – σκηνικά, κοστούμια κλπ – ρυθμούς και ένα εξαιρετικό καστ. Η επιλογή, όμως, του σκηνοθέτη να υιοθετήσει τη θεατρικότητα στα γυρίσματα, να παίξει εις βάρος της ρεαλιστικότητας και να προτιμήσει να κάνει μια ταινία καθαρά ψυχαγωγική, πατώντας ορισμένες φορές σε δοκιμασμένα κλισέ, για να διασκεδάσει το ευρύ κοινό, ίσως να αφήσει ανικανοποίητο ένα κοινό που θα περίμενε κάτι παραπάνω από το συνολικό αποτέλεσμα. Επειδή, όμως έχουμε δει αρκετές ταινίες του είδους, δηλαδή για τη ζωή συγγραφέων και καλλιτεχνών, που προσπαθούν να δείξουν αυτό το κάτι παραπάνω και έχουμε πέσει στην ανεπάρκεια των δημιουργών τους τους ή ακόμη και σε κινηματογραφικά ναυάγια, τουλάχιστον εδώ έχουμε έναν έντιμο συμβιβασμό που δεν θα απογοητεύσει.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ.. Δεκέμβριος 1897, Παρίσι. Ο Έντμοντ Ροστάντ δεν έχει κλείσει ακόμα τα τριάντα, έχει όμως ήδη δύο παιδιά και πολλά άγχη. Δεν έχει γράψει τίποτα εδώ και δύο χρόνια. Καθώς βρίσκεται σε απελπισία, προτείνει στο μεγάλο ηθοποιό του θέατρου Κονστάντ Κοκλέν τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε ένα νέο έργο και συγκεκριμένα σε μια ηρωική κωμωδία. Υπάρχει μόνο ένα πρόβλημα: το έργο αυτό δεν έχει γραφτεί ακόμα. Παραβλέποντας τις ιδιοτροπίες των ηθοποιών, τις απαιτήσεις των παραγωγών, τη ζήλια της συζύγου του, τις πικάντικες ιστορίες του καλύτερού του φίλου και την έλλειψη ενθουσιασμού όλων των γύρω του, ο Έντμοντ αρχίζει να γράφει το έργο που κανείς δεν πιστεύει. Προς το παρόν, έχει μόνο τον τίτλο: Σιρανό ντε Μπερζεράκ.

 

«Το Παιχνίδι του Ρόδου»

(«Bajo La Rosa») Δραματικό θρίλερ, ισπανικής παραγωγής του 2017, σε σκηνοθεσία Χοσουέ Ράμος, με τους Ραμίρο Μπλας, Πέδρο Καζαμπλάνκ, Ινιάθιο Φερνάντεζ, Ζακ Γκομέθ κα.

 

Ισπανικό θρίλερ δωματίου και θεατρικής δομής, από τον Χοσουέ Ράμος, που έχει κάνει και την παραγωγή, το σενάριο, τη φωτογραφία και το μοντάζ και στο οποίο παίζουν μόλις τέσσερις ηθοποιοί. Τα τρία μέλη μίας οικογένειας που πρέπει να βγάλουν τα άπλυτά τους στη φόρα, για να πάρουν πίσω τη μικρή κόρη που έχει απαχθεί και έναν ακόμη περίεργο τύπο, που εμφανίζεται ως ο απαγωγέας.

Ακόμη μία ταινία για τα μικρά και μεγάλα δηλητηριώδη μυστικά που κρύβουν οι οικογένειες – εδώ μια καλοβαλμένη αστική οικογένεια – και μολύνουν περαιτέρω μια κοινωνία που βρίσκεται σε παρακμή.

Πέρα από το αποτρόπαιο μυστικό που αποκαλύπτεται στο τέλος, αλλά υποψιάζεται ο θεατής από τα μέσα της ταινίας, τα μέλη της ευκατάστατης οικογένειας και κατ’ επέκταση της κοινωνίας, εμφανίζουν ένα άθλιο πρόσωπο πίσω από το προσωπείο. Ηθική, εντιμότητα, αρχές κάτω από το μηδέν. Όλα θυσιάζονται στην ιδιοτέλεια – την κυρίαρχη τάση της εποχής μας. Ο Ράμος μιλά για όλα όσα βλέπουμε πλέον δίπλα μας και τα θεωρούμε εντελώς φυσιολογικά. Για τους ανθρώπους που πατούν επί πτωμάτων, που δεν διστάζουν μπροστά σε τίποτα, η ρουφιανιά εκλαμβάνεται ως προσόν, η απάτη ως μαγκιά, η βάναυση κακομεταχείριση των αδυνάτων ως καλαμπούρι και πάει λέγοντας.

Ωστόσο, η ταινία του Ράμος πάσχει τόσο από τη θεατρικότητά της, αλλά και από το ηθικοπλαστικό τέλος που επιλέγει να δώσει, ενώ πολλές ενστάσεις θα υπάρξουν και για την εξωπραγματική αρχική του ιδέα, δηλαδή την εμφάνιση του απαγωγέα και την στάση όλων των προσώπων του έργου, που πασχίζουν να κρατηθούν στην αληθοφάνεια.

Μια ταινία που θα αφήσει κάποιους απόλυτα ικανοποιημένους, ενώ κάποιοι θα τη χαρακτηρίσουν ανόητη, αλλά σίγουρα θα τους κρατήσει μέχρι το τέλος, μόνο και μόνο για να επιβεβαιωθεί η υποψία τους για το απεχθές μυστικό, που αποκαλύπτεται στην τελευταία ακριβώς σκηνή.

Από το ολιγομελές καστ ξεχωρίζει εμφανώς ο μπρουτάλ Ραμίρο Μπλας, στο ρόλο του απαγωγέα, που δείχνει απειλητικός και τελικά είναι το αρνί ανάμεσα στους λύκους…

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ.. Η κόρη του Ολιβιέρ και της Τζούλια εξαφανίζεται. Οι μέρες περνούν χωρίς κανένα νέο. Κάποιο πρωινό, οι γονείς λαμβάνουν ένα μυστήριο γράμμα από κάποιον που ισχυρίζεται πως κρατάει την κόρη τους. Τους πληροφορεί πως θα την ελευθερώσει με μόνο αντάλλαγμα να έρθει εκείνο το βράδυ σπίτι τους και να μιλήσουν. Χωρίς να είναι καθόλου βέβαιοι αν είναι ο αληθινός απαγωγέας ή απλώς κάποιος που θέλει να παίξει μαζί τους, δέχονται μην έχοντας κι άλλη επιλογή. Πολύ σύντομα όμως θα αποδειχθεί πως ο άγνωστος άντρας γνωρίζει ένα ανομολόγητο φριχτό μυστικό, αναγκάζοντάς τους όλους να αρχίσουν να βγάζουν τα άπλυτά τους στη φόρα, προκειμένου να ξαναδούν ζωντανό το κοριτσάκι τους.

 

«Τρομακτικές Ιστορίες στο Σκοτάδι»

(«Scary Stories to Tell in the Dark») Ταινία τρόμου, αμερικανικής και καναδικής παραγωγής του 2019, σε σκηνοθεσία Αντρέ Έβρενταλ, με τους Ζόε Μάργκαρετ Κολέτι, Μάικλ Γκάρζα, Γκάμπριελ Ρας, Ντιν Νόρις κα.

Κλασική στο είδος της οπτικά, αλλά χωρίς να είναι κάτι το ξεχωριστό, παρότι είναι εμφανής η επιρροή που έχει πάνω της ο Γκιγιέργμο Ντελ Τόρο («Η Μορφή του Νερού»), ο υπεύθυνος για την παραγωγή και το σενάριο.

Ταινία που δικαιώνει τον χαρακτηρισμό της, καθώς προκαλεί ανατριχίλες και φόβο, με το προσεγμένο σενάριο, την πετυχημένη ατμόσφαιρα και την κινηματογραφική της αφήγηση, παρότι στηρίζεται σε σειρά κόμικς και θα μπορούσε να πέσει χαμηλά με εντυπωσιασμούς και γραφικές φιγούρες.

Ωστόσο, η ταινία του Αντρέ Έβρενταλ πολλές φορές επαναλαμβάνεται, χάνοντας σε πρωτοτυπία και έμπνευση, καθώς με μία νοσταλγική ματιά περιορίζεται στο να υπενθυμίσει στα μεγάλα παιδιά ότι δεν έχουν όλα τα παραμύθια ευτυχές τέλος.

Πάντως, οι λάτρεις του κινηματογραφικού τρόμου μάλλον θα το ευχαριστηθούν, ενώ αυτοί που αναζητούν κάτι περισσότερο από ένα φιλμ του δημοφιλούς είδους θα μείνουν με την όρεξη.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ.. Αμερική 1968. Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα μυρίζει αλλαγή.. αλλά όχι στη μικρή πόλη της Μιλ Βάλεϊ, όπου για γενιές, η σκιά της οικογένειας Μπέλοους πέφτει βαριά. Στην έπαυλη τους στην άκρη της πόλης, η Σάρα, ένα μικρό κορίτσι με φριχτά μυστικά, μετέφερε τη ζωή της σε μία σειρά από τρομαχτικές ιστορίες, γραμμένες σε ένα βιβλίο που έχει υπερβεί τον χρόνο. Ιστορίες που έχουν έναν τρόπο να ζωντανέψουν σε βάρος μίας παρέας εφήβων που θα ανακαλύψει το τρομαχτικό βιβλίο της Σάρα.

 

«Blinded by the Light»

(«Blinded by the Light») Δραματική κοινωνική ταινία, βρετανικής παραγωγής του 2019, σε σκηνοθεσία Γκούριντερ Τσάντα, με τους Βιβέικ Κάλρα, Κούλβιντερ Γκιρ, Μίρα Γκανάτρα, Νελ Γουίλιαμς, Άαρον Παγκιούρα, Χέιλι Άτγουελ, Ντιν Τσαρλς Τσάπμαν κα.

Ταινία που συνδυάζει το κοινωνικό σινεμά με τη μουσική. Κυρίως, όμως, είναι η χαρά των νοσταλγών της δεκαετίας του ‘80, αλλά και της μουσικής εκείνης της εποχής και ειδικότερα του Μπρους Σπρίνγκστιν. Το φιλμ της Κενυάτισας σκηνοθέτιδας και σεναριογράφου Γκούριντερ Τσάντα, που ζει στο Λονδίνο, εμπνέεται από μια αληθινή ιστορία του 1987, όπως αυτή περιγράφεται στο βιβλίο του δημοσιογράφου Σαρφράζ Μανζούρ «Greetings from Bury Park».

Η Τζάντα περιγράφοντας εκείνη την εποχή είναι σαν να μιλάει για το σήμερα, αν και οι εποχές έχουν αγριέψει. Από τις πρώτες εμφανίσεις των σκίνχεντ και των νεοναζί, τον γενικευμένο υποδόριο ρατσισμό, τον Ρήγκαν, την Θάτσερ τώρα βρισκόμαστε στην επικράτηση ακραίων ιδεολογιών και κυρίως αυτής του μισανθρωπισμού, αλλά και την επιβολή της αγοράς στους λαούς με τη σφαγή των στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Επιστρέφοντας στην εποχή της ταινίας και τη δεκαετία του ‘80, ο ήρωας, ένας έφηβος από το Πακιστάν, γοητεύεται από τον ακτιβιστή Μπρους Σπρίνγκστιν και τα τραγούδια του ερχόμενος σε κόντρα και με τον αυστηρό πατέρα του, στην προσπάθειά του να ενταχθεί στη βρετανική νεολαία που αντιδρά σε όλα αυτά τα ιδιαιτέρως ανησυχητικά φαινόμενα. Είναι όμως η απάντηση σε όλα αυτά τα προβλήματα ο Μπρους Σπρίνγκστιν και τα τραγούδια του;

Πως εντάσσεται ένας έφηβος Πακιστανός, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Λονδίνο, στο καλούπι της βρετανικής νεολαίας; Τι απέγινε η γενιά που στάθηκε απέναντι στον Θατσερισμό; Σε αυτά τα ερωτήματα η Τζάντα απαντά απλοϊκά, φορτισμένα συναισθηματικά και μάλλον γραφικά, δείχνοντας ότι δεν έχει την επάρκεια να εισχωρήσει βαθύτερα στην ψυχολογία του ήρωά της, αλλά και στα ζητήματα της εποχής. Κι επειδή το μυαλό πολλών θα πάει στον καταξιωμένο και έξοχο αντιπρόσωπο του βρετανικού και γιατί όχι του ευρωπαϊκού κοινωνικού σινεμά, Μάικ Λι, οι συγκρίσεις φτάνουν στα όρια της ιεροσυλίας. Επίσης, η δικαιολογία ότι στο φιλμ έπρεπε να χωρέσουν και τα 17 τραγούδια του «Αφεντικού» δεν επαρκεί.

Είπαμε, όμως, η ταινία απευθύνεται κυρίως στους νοσταλγούς της δεκαετίας του ‘80 και στους λάτρεις του Σπρίνγκστιν, για τους υπόλοιπους η σκηνοθέτις μάλλον αδιαφορεί ή τέλος πάντων δεν μπορεί να τους καλύψει και αυτοί δικαίως θα αρχίσουν να κοιτούν το ρολόι μετά το πρώτο μέρος.

Συμπαθής ο Βιβέικ Κάρλα στον πρωταγωνιστικό ρόλο.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ.. Η ιστορία του Τζέιβντ (Βιβέικ Κάλρα), ενός βρετανού εφήβου πακιστανικής καταγωγής, που μεγάλωσε στην πόλη του Λούτον στην Αγγλία. Το 1987, εν μέσω φυλετικών και οικονομικών αναταραχών, γράφει ποίηση προκειμένου να «ξεφύγει» από τη μισαλλοδοξία που μαστίζει την πόλη του, και την αυστηρότητα του συντηρητικού πατέρα του. Αλλά όταν ένας συμμαθητής του, τον «μυεί» στη μουσική του Μπρους Σπρίνγκστιν, ο Τζέιβντ αισθάνεται ότι η εργατική τάξη στην οποία ανήκει εκείνος και η οικογένειά του, ταυτίζεται και αντικατοπτρίζεται στους δυνατούς στίχους του Μπρους. Καθώς ο Τζέιβτν ανακαλύπτει μία καθαρτική διέξοδο για ν΄ ακολουθήσει τα όνειρά του, ταυτόχρονα βρίσκει το θάρρος να εκφραστεί με τη δική του, μοναδική φωνή.

 

«Η μεγάλη νύχτα της Νάπολης»

(«La paranza dei bambini) Δραματική αστυνομική ταινία, ιταλικής παραγωγής του 2019, σε σκηνοθεσία Κλάουντιο Τζιοβανέζι, με τους Φραντσέσκο Ντι Νάπολι, Βιβιάνα Απρέα, Αρ Τεμ, Αλφρέντο Τουρίτο, Βαλεντίνα Βανίνο, Πασκουάλε Μαρότα κα.

Ακόμη μία ιταλική ταινία για τη μαφία της Νάπολης ή πιο σωστά το φυτώριό της, δηλαδή τις συμμορίες νεαρών, που δεν διστάζουν σε τίποτα, για να φτιάξουν τη ζωή τους, απολαμβάνοντας την αίσθηση της παρανομίας. Μια ιστορία βίαιης ενηλικίωσης στο έγκλημα, που βασίζεται στο βιβλίο «Πιράνχας» του γνωστού συγγραφέα Ρομπέρτο Σαβιάνο.

Μόνο που ο Τζιοβανέζι κάνει το λάθος να κρατά αποστάσεις από τους ήρωές του, καθώς απουσιάζει το ψυχολογικό τους προφίλ, ο κοινωνικός και οικογενειακός τους περίγυρος και μοιάζουν να ενεργούν κατευθυνόμενοι από τον συγγραφέα και όχι από την πραγματικότητα ή τις ανάγκες τους, τα προσωπικά τους αδιέξοδα, τον κοινωνικό αποκλεισμό.

Πάντως, πέρα από ορισμένες ακατανόητες πράξεις τους, η ταινία διαθέτει το προσόν της καλής σκιαγράφησης των συμμοριών, στις οποίες εστιάζει με προσοχή ο Τζιοβανέζι, ανανεώνοντας το ενδιαφέρον του θεατή, που μάλλον θα βγει από το σινεμά με ανάμικτα συναισθήματα.

Η νεανική παρέα που πρωταγωνιστεί στην ταινία τα καταφέρνει καλύτερα από τον Τζιοβανέζι, αρπάζοντας την ευκαιρία από τα μαλλιά, για να διακριθεί.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ.. Νάπολη. Ο 15χρονος Νίκολα και οι φίλοι του επιφανειακά μοιάζουν με τα άλλα παιδιά της ηλικίας τους: θέλουν απλώς να περνάνε καλά και να βγάλουν χρήματα για να αγοράσουν φανταχτερά ρούχα, γκάτζετ και σκούτερ. Όμως αυτή δεν είναι μια συνηθισμένη παρέα: βολτάρουν στην κακόφημη περιοχή Σάνιτα, διψασμένοι να αποκτήσουν εξουσία παίζοντας με όπλα, μιμούμενοι τους μαφιόζους γύρω τους. Υπό την ψευδαίσθηση ότι βοηθούν να επικρατήσει η δικαιοσύνη στη γειτονιά, προσπαθούν να κάνουν το καλό μέσα από το κακό. Αγαπιούνται σαν αδέλφια, δεν φοβούνται τη φυλακή ή τον θάνατο – ξέρουν ότι πρέπει να τα ρισκάρουν όλα, τώρα. Βιώνουν τον πόλεμο με την ανευθυνότητα των νιάτων, αλλά οι εγκληματικές τους πράξεις σύντομα θα τους οδηγήσουν στην απώλεια της αγάπης και της φιλίας.

 

«Rambo: Το Τελευταίο Αίμα»

(«Rambo: Last Blood») Περιπέτεια αμερικανικής παραγωγής του 2019, σε σκηνοθεσία Άντριαν Γκρούνμπεργκ, με τους Σιλβέστερ Σταλόνε, Παθ Βέγκα, Σέρτζιο Πέρις – Μεντσέτα, Αντριάνα Μπαζάρα κα.

Αν έλεγαν σε κάποιον πριν 20 χρόνια ότι εν έτη 2019 θα έβλεπε ακόμη μία συνέχεια του Ράμπο μάλλον θα γέλαγε ή θα διερωτόταν αν θα μπορούσε ο Σταλόνε να σηκώσει ακόμη και μια καραμπίνα – ας κρατήσουμε μικρό καλάθι στην υπόσχεση των δημιουργών ότι με αυτό το φιλμ ο Σταλόνε ολοκληρώνει το διάσημο κινηματογραφικό φραντσάιζ. Και αυτό διότι μπορεί ο (πρώην) μάτσο σταρ να έχει μπει ήδη στα 73, αλλά ποιος μπορεί να αποκλείσει μια επιστροφή του στο ρόλο του βετεράνου του Βιετνάμ, ακόμη και αν οι μύες του θέλουν γερανό για να σταθούν μαζί με το γηρασμένο σώμα.

Έτσι, μετά από 37 χρόνια από την αρχική και σχετικώς ενδιαφέρουσα ταινία «Ράμπο: Το Πρώτο Αίμα» επιστρέφει με το «τελευταίο αίμα» αφού πρώτα υπήρξαν κάποιοι ενδιάμεσοι σταθμοί κυνηγώντας «κακούς ανατολίτες» ή όποιον απειλεί τον «τρόπο ζωής των Αμερικάνων». Αυτή τη φορά κυνηγά – σε μια ιστορία εκδίκησης – «κακούς Μεξικανούς» στέλνοντας σαφή μηνύματα στο μέσο Αμερικανό. Μια ταινία ενταγμένη πλήρως στην κυρίαρχη προπαγάνδα με όλα τα διαχρονικά στερεότυπα, για τους Μεξικανούς και τα προβλήματα που δημιουργούν, όπως και γενικότερα όλοι οι λατινοαμερικανοί στη χώρα του.

Γεγονός είναι ότι και οι στιγμές πλάκας έχουν ελαττωθεί για έναν «Ράμπο» στην προσπάθεια να δοθεί μια δραματική υπόσταση στον ήρωα Σταλόνε, που συνεχίζει μετά από μισό αιώνα στα πλατό να παίζει κουνώντας το στόμα βγάζοντας άναρθρες κραυγές, ακόμη περισσότερο και από τον Τζον Γουέιν, πριν τον αναλάβει ο Φορντ και τον κάνει κανονικό ηθοποιό.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ.. O Ράμπο θα πρέπει να έρθει αντιμέτωπος με το παρελθόν του και να φέρει ξανά στην επιφάνεια τις ανελέητες πολεμικές του ικανότητες με σκοπό να πάρει εκδίκηση στην τελευταία του επικίνδυνη αποστολή.

 

«Η Ζωή του Τζον Φ. Ντόνοβαν»

(«The Death & Life of John F. Donovan») Ψυχολογικό δράμα, καναδικής παραγωγής του 2018, σε σκηνοθεσία Ξαβιέ Ντολάν, με τους Κιτ Χάρινγκτον, Νάταλι Πόρτμαν, Σούζαν Σαράντον, Τζέικομπ Τρεμπλέ, Κάθι Μπέιτς κα.

Υπάρχει χειρότερη ταινία αυτή την εβδομάδα από τον τελευταίο Ράμπο; Βεβαίως και υπάρχει και είναι η «Η Ζωή του Τζον Φ. Ντόνοβαν», που αν έχει ακουστεί κάτι για αυτήν είναι η απολύτως αποτυχημένη καριέρα της στα φεστιβάλ και στις αίθουσες όλου του κόσμου, αλλά και για το κόψιμο των σκηνών της Τζέσικα Τσαστέιν.

Μια ταινία χωρίς αρχή, μέση και τέλος, χωρίς κάτι το ουσιαστικό, ένας αχταρμάς που θα φέρει τον θεατή στα όριά του, μπορεί και να τον εξοργίσει. Σκηνοθεσία παράδειγμα προς αποφυγή, σενάριο που μπάζει, επεξηγήσεις επί επεξηγήσεων που μπερδεύουν ακόμη περισσότερο το χαοτικό στόρι, καταιγίδα από κλισέ και χαρακτήρες που ξεπερνούν το όριο της καρικατούρας.

Φυσικά και στο ίδιο κλίμα και οι ερμηνείες των ηθοποιών, που παίζουν νομίζοντας ότι ο καθένας τους προβάρει μόνος του τον ρόλο, ενώ ο πρωταγωνιστής Κιτ Χάρινγκτον του οποίου η ερμηνεία είναι πιο επίπεδη και από την Ολλανδία.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ.. Ο Τζον Φ. Ντόνοβαν είναι διάσημος ηθοποιός του κινηματογράφου και της τηλεόρασης όταν πεθαίνει αιφνιδίως μετά από μία σειρά σκανδάλων. Ένας θαυμαστής του, ο 11χρονός Ρούπερτ Τέρνερ είναι ο μόνος που γνωρίζει τι συνέβη στη ψυχή του Τζον. Για πέντε χρόνια ο Τζον και ο Ρούπερτ αλληλογραφούσαν κρυφά. Στο μέλλον ο Ρούπερτ είναι ένας επιτυχημένος ηθοποιός και έχει γράψει ένα βιβλίο για την επικοινωνία του με τον Ντόνοβαν. Σε μία συνέντευξή του, ο Ρούπερτ θα μιλήσει και θα αποκαλύψει όλα όσα γνωρίζει για την ταραγμένη ζωή του Τζον και όλους τους συμβιβασμούς που έκανε για την φήμη καθώς και για την δική του προσωπική ανάγκη να συνδεθεί με το είδωλο του.

 

«Το Μαγικό Χαλί»

(«Up and away») Παιδική ταινία κινουμένων σχεδίων, δανέζικης παραγωγής του 2019, σε σκηνοθεσία Κάρστεν Κίλριχ.

Με τις πρώτες ψύχρες και το άνοιγμα των σχολείων επιστρέφουν και οι ταινίες κινουμένων σχεδίων, με την ανεξάντλητη πελατεία των λιλιπούτειων φίλων μας.

Εδώ, σε μια δανέζικη παραγωγή, έχουμε μία ακόμη ιστορία βγαλμένη από τις περιπέτειες του Αλαντίν, που απευθύνεται σε παιδιά νηπιακής ηλικίας αποκλειστικά και ως εκ τούτου προβάλλεται μόνο μεταγλωττισμένη στα ελληνικά.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ.. Ένα χωριατόπαιδο, η πιστή του γίδα, ένας άπληστος για εξουσία σουλτάνος, δύο πεινασμένοι αλιγάτορες, ένας αδίστακτος κακοποιός, ένα κορίτσι της πόλης, ένας αφηρημένος πωλητής χαλιών – και, φυσικά, ένα ιπτάμενο χαλί – έχουν το ρόλο τους στις περιπέτειες του Χότζα. Είναι οι Χίλιες και Μία Νύχτες στη ζωή ενός χωρικού, ο οποίος κόντρα στις πιθανότητες, καταφέρνει να ταξιδέψει στον κόσμο, να νικήσει τους εχθρούς του, να ξεπεράσει τον φόβο του και τελικά να επιστρέψει στο σπίτι με ένα απροσδόκητο δώρο.

ΑΠΕ- ΜΠΕ – Χάρης Αναγνωστάκης

Μόνο για τα λεφτά θα ξαναδώσω βιβλίο μου να γίνει ταινία, λέει ο συγγραφέας Τζέιμς Ελρόι

 

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: