Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάικ Πομπέο στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Δεξιά η Ιβάνκα Τραμπ. [State Department photo by Ron Przysucha
Η «επίθεση απέραντης φιλίας» από την πλευρά των Ηνωμένων Πολιτειών προς την Ελλάδα, είναι σημαντική, όταν την συγκρίνει κανείς και με άλλες χώρες, που είχαν παραδοσιακές σχέσεις με τη χώρα μας, όπως η Ρωσία, αλλά και την Κίνα, η οποία διαθέτει και μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα.
Υπό άλλες συνθήκες, ο υπουργός Εμπορίου Γουίλμπορ Ρος, που υπουργοποιήθηκε λόγω της στενής φιλίας του με τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, δεν θα περιλάμβανε την Ελλάδα στις χώρες τις οποίες θα επισκεπτόταν. Τα νέα δεδομένα, και η επιμονή του πρέσβη Τζέφρι Πάιατ για την ανάγκη να ενισχυθεί η νέα ελληνική κυβέρνηση, όπως και τα προβλήματα που δημιουργεί η Τουρκία, ανάγκασε τους Αμερικανούς να αναζητήσουν ξανά τους «πιστούς συμμάχους» τους.
Έχουν να λένε διάφορες ιστορίες για το πως πείστηκε ο Αλέξης Τσίπρας να προτιμήσει την Ουάσιγκτον και όχι τη Μόσχα. Όλες έχουν μία δόση αλήθειας, αλλά αυτό που έχει σημασία είναι ότι η συνάντηση του με τον Βλαντιμίρ Πούτιν και η ωμή γλώσσα που χρησιμοποίησε, δεν άφησε περιθώρια στον προηγούμενο πρωθυπουργό της χώρας μας. Αυτό δεν σημαίνει, ότι όσοι υπηρετούν την αμερικανική εξωτερική πολιτική δεν χρησιμοποιούν αυτή την ωμή γλώσσα…
Ο κ. Πομπέο συνεχίζει να πιστεύει ότι η αγορά των ρωσικών S-400 από την Τουρκία είναι μία πράξη αντισυμμαχική και πρέπει με κάποιο τρόπο η Αμερική να αντιδράσει. Δεν θεωρεί, με λίγα λόγια, αρκετή την ακύρωση της συμμετοχής της Τουρκίας στο πρόγραμμα κατασκευής των F-35, που ήταν και ένα καλό κτύπημα στην τουρκική οικονομία, αφού απώλεσε 9 και πλέον δισεκατομμύρια σε έσοδα της πολεμικής της βιομηχανίας. Οι αντίπαλοι του κ. Ερντογάν στην Ουάσιγκτον, πιστεύουν ότι οι επιπτώσεις ειδικά για την πολεμική αεροπορία είναι πολύ μεγαλύτερες.
Όλες οι πληροφορίες συγκλίνουν ότι η αμερικανική κυβέρνηση είναι έτοιμη για να προχωρήσει σε μία ισχυρή στρατηγική συνεργασία με την Ελλάδα, που βεβαίως δεν θα έχει τόσο σχέση με την κατάσταση των τουρκοαμερικανικών σχέσεων, όσο με τη συνειδητοποίηση από την πλευρά των Αμερικανών ότι δεν πρέπει να βάζουν όλα τα κουκιά τους στο ίδιο καλάθι. Ο μεγάλος στόχος είναι η στρατηγική συμμαχία με χώρες της ανατολικής Μεσογείου, συμπεριλαμβανομένων της Κύπρου, του Ισραήλ και της Αιγύπτου, σε πρώτη φάση. Αλλά ο ειδικός στόχος είναι μία άλλου είδους συνεργασία με την Ελλάδα, η οποία είναι χώρα πρώτης γραμμής για τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ενώ και η παρούσα ελληνική κυβέρνηση, όπως και η προηγούμενη, επιθυμούν διακαώς την αλλαγή του επιπέδου των ελληνοαμερικανικών σχέσεων, υπάρχει πάντα ο φόβος που προκαλεί η διπλοπροσωπία του Αμερικανού πλανητάρχη και η προσκόλληση του σε χώρες και ηγέτες που μονίμως δημιουργούν τα προβλήματα για την Ουάσιγκτον.
Ο Αμερικανός πρέσβης στην Αθήνα, με δηλώσεις αλλά και πράξεις, προσπαθεί να ξεπεραστούν αυτοί οι φόβοι, που έχουν λογική καθώς «μετριούνται» στην πράξη. Το παράδειγμα της άρνησης του κ. Τραμπ να επιβάλει κυρώσεις στην Τουρκία για την παραλαβή των S-400, είναι αρκετό για να αναγκάζει κυβερνήσεις -ακόμα και το Ισραήλ- να έχουν δεύτερες σκέψεις. Όμως αυτό που ακούγεται επισταμένως από ανθρώπους που γνωρίζουν πως λειτουργεί η αμερικανική πολιτική, είναι ότι οι πρόεδροι έρχονται και φεύγουν, αλλά οι χώρες και οι σχέσεις παραμένουν και αντέχουν.
Σε ότι αφορά τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις, το τελευταίο διάστημα καταρρίφθηκε και ο μύθος ότι ο κ. Πάιατ και η Αμερική δεν έχουν καλές σχέσεις με τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη και τα στελέχη της κυβέρνησής του. Σιγά-σιγά το επίπεδο των σχέσεων φτάνει και θα ξεπεράσει τη στενή συνεργασία της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ με την κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ.
Αυτό πάντως που θα λένε για πάντα στην αμερικανική πρωτεύουσα, είναι ότι ο Αλέξης Τσίπρας οδήγησε τις σχέσεις στο καλύτερο τους επίπεδο στην ιστορία, κάτι που συνεχίζει και ο κ. Μητσοτάκης.
Μαύρα σύννεφα πάνω από την Κύπρο: Όλες οι προτάσεις για λύση εξυπηρετούν τον Ερντογάν