Ο ήρωας της Κύπρου, Τάσος Μάρκου. Φωτογραφία Αρχείου Φιλελεύθερου
Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΥ
Αρθρογράφος της εφημερίδας ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ
Την παραμονή της καταραμένης 14ης Αυγούστου, χρόνια τώρα, ο κύριος Λευτέρης ακολουθεί ένα σκληρό οδοιπορικό. Σχεδόν μαζοχιστικό. Εξίσου λυτρωτικό όμως.
Πηγαίνει στα κατεχόμενα (τι όρος κι αυτός, τείνει να εκλείψει, τείνουμε να τον διαγράψουμε από τα λεξικά μας). Πορεύεται σε περιοχές τις οποίες βίωσε το 1974. Τότε που ήταν στρατιώτης. Όταν βρέθηκε στον ανθό της νιότης του να παλεύει με τη φωτιά και το σίδηρο. Με λύκους εξ ανατολών. Και ύαινες του εσωτερικού. Βίωσε την κόλαση του πολέμου. Και μια χειρότερη από αυτήν. Την κόλαση της προδοσίας. Όχι, ο κύριος Λευτέρης δεν ξέχασε όσα βίωσε. Τον ρώτησα πολλές φορές γιατί το κάνει.
«Αναζητώ την χαμένη αξιοπρέπεια», μου απάντησε. Όχι την δική του προσωπική. Αν και βγήκε στη σύνταξη πια, ο ίδιος παραμένει άνθρωπος αρχών. Και επιμένων στον αγώνα για δικαίωση. Την άλλη αξιοπρέπεια αναζητεί. Την γενικότερη. Του συνόλου. Την οποία με μεγάλη απογοήτευση παρακολουθεί χρόνο με τον χρόνο να εξανεμίζεται. Θυμάμαι πέρσι με την υπόθεση του κατάπτυστου γλωσσαρίου, δεν μπορούσα να τον ελέγξω. Έβγαζε φωτιές από τα μάτια εξαιτίας της οργής του. Και της ντροπής που αισθάνθηκε…
Ξεκινήσαμε το οδοιπορικό στην περιοχή του Δικώμου. Περπατήσαμε προς Κουτσοβέντη. Καθώς προχωρούσαμε, πάνω από τα κεφάλιά μας πέρασε ένας αετός. Γυρόφερε αρκετές φορές. Λες και μας συνόδευε. Ο κύριος Λευτέρης είχε ήδη αρχίσει να εξιστορεί τις μάχες που συνέβησαν σε εκείνην την περιοχή. Πώς μια χούφτα άνθρωποι πάλεψαν με νύχια και με δόντια για να σταματήσουν την τουρκική προέλαση. Όμως, τα τουρκικά άρματα ήταν ασταμάτητα. Τους υποχρέωσαν σε οπισθοχώρηση. Όλους εκτός από έναν. Εκείνον που έγινε θρύλος…
Ψελλίζοντας το όνομά του ήρωα, «Τάσος Μάρκου», πρόσεξα το πρόσωπο του κύριου Λευτέρη ότι είχε φωτιστεί. Η φωνή του έγινε πιο στιβαρή. «Ως σύγχρονος Λεωνίδας, έδωσε σκληρή μάχη με τους στρατιώτες του. Τους κράτησε, αν και ήταν πολλαπλάσια η δύναμη των Τούρκων. Ήξερε πως αν έσπαζε εκείνη η γραμμή άμυνας, τίποτα δεν θα σταματούσε πλέον τον εχθρό. Μάταια ζήτησε πολλές φορές από το ΓΕΕΦ να σταλούν ενισχύσεις με πυροβολικό που δρούσε στην περιοχή. Δεν έφτασαν ποτέ. Τότε ο ταγματάρχης Μάρκου, έδιωξε τους στρατιώτες κι έμεινε ο ίδιος εκεί με ένα πολυβόλο για να καθυστερήσει τους Τούρκους που προέλαυναν. Ήταν απόγευμα Δεκαπενταύγουστου. Δεν τον ξαναείδε κανείς», αφηγήθηκε δακρύζοντας ο κύριος Λευτέρης.
Συνεχίσαμε το οδοιπορικό μας. Φτάσαμε μέχρι την Κυθρέα και από εκεί κατηφορίσαμε προς Μια Μηλιά. Ακολουθώντας τα βήματα του ηρωισμού. Είχα καταλάβει πως το οδοιπορικό του κύριου Λευτέρη είχε σχεδιαστεί ακριβώς για να βαδίσει στα βήματα του γενναίου πατριώτη. Έτσι θα έπαιρνε φέτος τόνους λεβεντιάς. Τόνους αξιοπρέπειας. Τόνους παλληκαριάς.
Μπαίνοντας στο αυτοκίνητο για την επιστροφή, στο μυαλό άρχισαν να γυροφέρνουν σκέψεις. Πέρασαν 45 χρόνια. Ένα ταξίδι φορτωμένο υποχωρήσεις, που τις βαφτίζουμε συμβιβασμούς για να κρύβουμε την ατιμωτική έννοια του όρου. Φορτωμένο στόχους που εγκαταλείφθηκαν. Η δήθεν δίκαιη λύση ξεθώριασε σταδιακά. Μετατράπηκε σε λειτουργική. Κατέληξε σε υποφερτή. Αμφιλεγόμενοι ρεαλισμοί ηγετίσκων διέγραψαν τον ηρωισμό και την αυτοθυσία του Τάσου Μάρκου.
Στο κάδρο αναρτήθηκαν η ντροπή και ο εξευτελισμός. Έως και εξευτελιστικά γλωσσάρια γεννιούνται, για να διαγράψουν τις ωμές πραγματικότητες που συνεχίζουν να βασανίζουν αυτό τον δύσμοιρο τόπο. Κατοχή, εισβολή, κατακτητές διαγράφονται. Εκείνος ο αετός ακούγοντας τα, σίγουρα κάθε φορά θα πετάει όλο και πιο μακριά. Πώς να αντέξει το βάρος τόσης ασυνειδησίας;
Από το οδόφραγμα του Αγίου Δομετίου κατευθυνθήκαμε προς την Μακεδονίτισσα. Στον κυκλικό κόμβο Κολοκασίδη ο κύριος Λευτέρης σταμάτησε. Πάμε να «προσκυνήσουμε», είπε.
Δάκρυσε. Όμως, φεύγοντας το πρόσωπο ήταν φωτεινό. Είχε πάρει το οξυγόνο που χρειαζόταν… Εγώ κράτησα περισσότερο το φτερούγισμα του αετού, στο άκουσμα της λέξης «προδοσία»!