Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής με τον πρόεδρο και Αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Φωτογραφία via Γραφείο Δημοσίων Πληροφοριών
Μια αναφορά, κομβικής σημασίας, η οποία προδίκαζε σε μεγάλο βαθμό τη συνέχεια σε ό,τι αφορά το Κυπριακό, είχε περιληφθεί στη συμφωνία των εγγυητριών δυνάμεων, στη Γενεύη, τον Ιούλιο του 1974.
Η αναφορά «στην ύπαρξιν εν τη πράξει δυο αυτόνομων διοικήσεων εις την Κύπρο» αποτελούσε αναγνώριση των αποτελεσμάτων της εισβολής, η οποία ήταν σε εξέλιξη.
Την 30ή Ιουλίου 1974, στη Διάσκεψη της Γενεύης, οι εγγυήτριες δυνάμεις καταλήγουν σε ένα κείμενο όπου μεταξύ άλλων αναφέρεται πως «οι υπουργοί εσημείωσαν την ύπαρξιν εν τη πράξει δυο αυτόνομων διοικήσεων εις την Κύπρο, δηλών ότι εκείνη της ελληνοκυπριακής κοινότητος και εκείνη της τουρκοκυπριακής κοινότητος». Προστίθεται, όμως, ότι «οι υπουργοί συνεφώνησαν να μελετήσουν κατά την προσεχή των συνάντηση τα ανακύπτοντα εκ της υπάρξεως των αυτονόμων διοικήσεων προβλήματα, χωρίς τούτο να προδικάζη τα μέλλοντα να εξαχθούν εκ της καταστάσεως ταύτης συμπεράσματα…». (σελ. 44).
Η διακήρυξη συνοδευόταν από συμπληρωματικό κείμενο (η λεγόμενη ουρά), σύμφωνα με το οποίο «οι υπουργοί Εξωτερικών Ελλάδος, Τουρκίας και Ηνωμένου Βασιλείου και Βορείου Ιρλανδίας κατέστησαν σαφές ότι η σημερινή διακήρυξις δεν δεσμεύει αυτάς να ερμηνεύσουν τις απόψεις των, την συνθήκην εγγυήσεως του 1960 και τα δικαιώματα και τας υποχρεώσεις των έναντι αυτής της συνθήκης».
Τούτη η αναφορά παρέπεμπε στη δυνατότητα διαφορετικών ερμηνειών σε σχέση με «δικαιώματα» και «υποχρεώσεις» των εγγυητριών δυνάμεων. Εξ ου και η Τουρκία, λανθασμένα και παράνομα, θεωρεί πως η εισβολή του 1974 ήταν απόρροια των υποχρεώσεων που είχε με βάση τις συμφωνίες του 1960.
Η συμφωνία, λοιπόν, των υπουργών Εξωτερικών Ελλάδος, Τουρκίας και Βρετανίας και ειδικότερα η αποδοχή από μέρους της Αθήνας της ύπαρξης δυο διοικήσεων, πριν ακόμη εκδηλωθεί η δεύτερη φάση της εισβολής, συνιστούσε εν πολλοίς την αναγνώριση των επικείμενων τότε αποτελεσμάτων των τουρκικών σχεδιασμών. Βαθμηδόν και μέσα από πολλές υποχωρήσεις στις διαπραγματεύσεις, με τουρκική επιμονή και ελληνική υποχωρητικότητα, αυτό συζητείται σήμερα. Τα περί συνιστώντων κρατιδίων, συστατικών κρατών, έχουν ρίζες πριν από το 1974, καθορίσθηκαν όπως σε συμφωνία των τριών λεγόμενων εγγυητριών δυνάμεων.
Σημειώνεται συναφώς ότι η Τουρκία από τα πρώτα στάδια της λειτουργίας της Κυπριακής Δημοκρατίας επιδίωκε την κατάργησή της, τη διάλυσή της. Τα σχέδια εφαρμόζονταν σταδιακά χρησιμοποιώντας ως όχημα εξυπηρέτησης των εθνικών της συμφερόντων και επιδιώξεων την τουρκοκυπριακή ηγεσία. Τα τουρκικά σχέδια διευκόλυναν και τις αδυναμίες των εκάστοτε διαχειριστών στη Λευκωσία, αλλά και στην Αθήνα οι ηγεσίες αποδείχθηκαν κατώτερες των περιστάσεων.
Ο Γεώργιος Μαύρος, ο πρώτος μεταπολιτευτικός υπουργός Εξωτερικών, σε δήλωσή του μετά την υπογραφή των κειμένων της συμφωνίας της 30ής Ιουλίου 1974 είπε ότι επιτεύχθηκε «ο πρώτος και ο βασικός σκοπός της Διασκέψεως –η κατάπαυση των εχθροπραξιών και η διακοπή της φοβερής αιματοχυσίας…».
Ο Μακάριος, βρισκόμενος στο Λονδίνο, εξέφρασε την ικανοποίησή του για την επίτευξη της συμφωνίας για την κατάπαυση του πυρός στην Κύπρο, «πράγμα που θα θέση τέρμα στην τρομακτική απώλεια ανθρώπινων υπάρξεων και στα τόσα δεινά». Ως προς το περιεχόμενο της συμφωνίας ο Μακάριος κράτησε αποστάσεις:
Ήταν σαφές πως ο πρώτος στόχος της ελληνικής πλευράς ήταν να σταματήσει η προέλαση του Αττίλα και η αιματοχυσία. Γι’ αυτό υπήρξε πρόθεση να ικανοποιηθούν κάποιες αξιώσεις της Τουρκίας, ώστε να κηρυχθεί εκεχειρία, ως ένα βήμα που θα πρόσφερε χρόνο και ανάσες στη Λευκωσία, στους Ελληνοκύπριους για τα επόμενα βήματα. Το αποτέλεσμα; Συμφωνήθηκε μεν η εκεχειρία, πλην όμως δεν τηρήθηκε ποτέ από την Τουρκία, η οποία κέρδιζε και στο πολιτικό πεδίο. Σημειώνεται πως οι Τούρκοι άφησαν ανοικτό το θέμα της έκτασης της ζώνης μεταξύ των εκατέρωθεν στρατιωτικών, καθώς έθεταν υπερβολικές απαιτήσεις, ενώ δεν ήθελαν ρόλο της ΟΥΝΦΙΚΥΠ.
Στις 2 Αυγούστου 1974, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής διαβιβάζει μέσω του πρέσβη Άγγελου Βλάχου μήνυμα προς τον Μακάριο. Ένα μήνυμα με το οποίο ο Καραμανλής ήθελε να χαλιναγωγήσει τον Μακάριο, ενώ ήταν ξεκάθαρο πως δεν τον ήθελε στις Διασκέψεις της Γενεύης. Τον ήθελε όσο μακριά μπορούσε και συγκεκριμένα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το μήνυμα Καραμανλή προς τον Μακάριο κωδικοποιήθηκε ως εξής:
Ο Μακάριος τηλεφωνικώς διαβεβαίωσε τον πρέσβη Άγγελο Βλάχο ότι συμφωνεί με αυτή τη βάση συνεργασίας. Στις 5 Αυγούστου απέστειλε μήνυμα στον Έλληνα Πρωθυπουργό, σύμφωνα με το οποίο σημειώνει πως όλα θα πρέπει να συζητούνται και πως όταν υπάρχει διαφωνία να μην εκδηλώνεται δημόσια. Περαιτέρω προσφέρει διέξοδο στην Αθήνα τονίζοντας πως εάν κριθεί προς το συμφέρον της Ελλάδος να μην έχει την ευθύνη αποχώρησης από τη Γενεύη, αυτό θα το πράξει η ελληνοκυπριακή πλευρά αναλαμβάνοντας την ευθύνη. Στο τελικό του σημείο τονίζεται πως «ο Αρχιεπίσκοπος ουδεμίαν θα προσυπογράψει αυθαίρετο πράξις της Τουρκίας και αν ακόμη οι Τούρκοι καταλάβουν ολόκληρη την Κύπρο».
Στις 6 Αυγούστου 1974, ο Αμερικανός υφυπουργός Εξωτερικών, Α. Χάρτμαν, ταξίδευσε στην Αθήνα και ενεχείρησε επιστολή του Κίσιγκερ στον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Τα ουσιαστικά ειπώθηκαν στη διάρκεια της συνάντησης του Έλληνα Πρωθυπουργού με τον Αμερικανό Υφυπουργό, τον οποίο εξουσιοδότησε ο Κίσιγκερ (προκύπτει από την επιστολή) να δώσει μηνύματα προς την Αθήνα. Ο Χάρτμαν δικαιολόγησε την εισβολή. Είπε συγκεκριμένα πως «το Κυπριακό ανάγεται εις χρόνο προγενέστερον των συμβάντων του Ιουλίου του 1974. Βαρύνεται με δυσάρεστον ατμόσφαιρα για τους Τουρκοκύπριους». Μετά που τα είπε ανέφερε πως δεν θα έπρεπε να γίνονται αναφορές στο παρελθόν (!), ενώ υποστήριξε πως «η Τουρκία θέλει ειρηνική λύση».
Αυτό που επιδίωκαν ήταν, μεταξύ άλλων, τα εξής:
Ο Χάρτμαν είπε πως επείγει επίσπευση της αναζήτησης λύσης και πως «ο Κληρίδης έχει κάποιες σκέψεις σχετικώς». Ζήτησε δε τη στήριξη της ελληνικής Κυβέρνησης για ενίσχυση των ιδεών Κληρίδη (σ.σ. επί του περιεχομένου των ιδεών δεν αναφέρθηκε).
Ο Καραμανλής είπε απαντώντας στον Αμερικανό αξιωματούχο πως «η ουσία του προβλήματος συνίσταται εις τον πειρασμό της Τουρκίας όπως επωφεληθή εξαντλητικώς του άφρονος εγχειρήματος (σ.σ. πραξικόπημα). Διαπνεόμεθα από καλή διάθεση προς αναζήτηση έντιμου και δίκαιας λύσεως. Ουδεμία, όμως, κυβέρνηση και ουδέν κράτος δύνανται να αποδεχθούν εξευτελισμόν. Η Τουρκία εξωθεί προς την κατεύθυνση αυτή. Και εάν επιμένει η Ελλάς θα αναγκασθεί να προσφύγει στα άκρα…». Ο Καραμανλής ενοχλημένος από τα όσα άκουσε υπέδειξε στον Χάρτμαν πως «τας συμβουλάς περί μετριοπάθειας να τας απευθύνεται κυρίως προς την άλλη πλευρά».
Περαιτέρω ανέφερε πως θα ήταν πρόθυμος να συναντήσει τον Ετζεβίτ φτάνει να προετοιμαστεί επαρκώς (η συνάντηση) και να έχει τουλάχιστον ελπίδες επιτυχίας (σελ. 54).
Οι Τούρκοι αγριεύουν αλλά οι δικοί μας προτιμούν τον φραπέ της αυγουστιάτικης ραστώνης