Ο τουρκικός στρατός στον Πενταδάκτυλο τον Ιούλιο 1974. Φωτογραφία αρχείου τουρκικού στρατού
Το παρόν άρθρο αποσκοπεί να ερευνήσει (στον περιορισμένο «διαδικτυακό» χώρο) τα αίτια της ήττας του Ελληνισμού κατά την Κυπριακή Τραγωδία και να απομυθοποιήσει τους κατεστημένους μύθους περί της ήττας αυτής.
Οι αναλύσεις περί της στρατιωτικής ήττας κατά την Κυπριακή Τραγωδία αναλώνονται σε δύο ερμηνευτικές προσεγγίσεις: πρώτον, αυτή της προδοσίας (οι Ιωαννίδης, Καραμανλής και Κίσινγκερ αποτελούν την «τριανδρία των προδοτών» κατά την προσέγγιση αυτή) και δεύτερον, αυτή των υποθέσεων – εικασιών (οι what if ερωτήσεις περί της εμπλοκής των υποβρυχίων ή της αποστολής της νηοπομπής και ούτω καθ’ εξής).
Ως συνέχεια του πρώτου άρθρου περί των αιτιών της ήττας κατά την Μικρασιατική Εκστρατεία (δείτε εδώ), το άρθρο θα εξετάσει ωμά τι ευθύνεται για το όνειδος της Κύπρου με βάση τα ερμηνευτικά εργαλεία της θεωρίας πολέμου (theory of war).
O πόλεμος δεν αποτελεί παρά το «βασίλειο της τύχης και αβεβαιότητας» με βάση τον μέγιστο Πρώσο θεωρητικό Carl von Clausewitz. Εν ολίγοις, η εξέλιξη αλλά και η έκβαση μιας σύγκρουσης (ενδοκρατικής ή διακρατικής) δεν προκύπτει από κάποιες μαθηματικές πράξεις με τους συντελεστές ισχύος των δρώντων ως μεταβλητές μιας εξίσωσης (π.χ. Χ άρματα μάχης + Ψ αεροπλάνα + Ζ ηγεσία = νίκη σε Β’ χρόνο με Γ απώλειες)· αντιθέτως, εξαρτώνται από την «ομίχλη» (fog of war) και την «τριβή» (friction) – την τύχη και διάδραση (μεταξύ των εμπολέμων) δηλαδή. Σύμφωνα πάντοτε με τον Clausewitz, δύο στοιχεία αποτελούν το αντίδοτο στους προαναφερθέντες αστάθμητους παράγοντες: η «ορθολογική διεξαγωγή» του πολέμου (rational conduct of war) και η αρμονία της «Κλαουζεβιτσιανής Τριάδας» (Clausewitzian Trinity).
Το πρώτο στοιχείο αναφέρεται σε ρεαλιστική στοχοθεσία (δηλαδή, οι επιδιωκόμενοι πολιτικοί στόχοι εκ μέρους της πολιτικής ηγεσίας δύνανται να επιτευχθούν χάρη στα διαθέσιμα εργαλεία και υπό το κράτος των περιρρέουσων συνθηκών) και προσαρμοστικό modus operandi (δηλαδή, οι στρατιωτικές και ουχί μόνο δράσεις δεν εκτελούνται από την ανώτατη πολιτικοστρατιωτική ηγεσία δίχως μία διαρκή αναπροσαρμογή στα εκάστοτε δεδομένα). Η εισβολή της Ναζιστικής Γερμανίας στη Σοβιετική Ένωση αποτελεί ένα τρανό παράδειγμα περί της έλλειψης ρεαλισμού ως προς τη στοχοθεσία και το modus operandi από έναν εμμονικό και επηρμένο Χίτλερ.
Το δεύτερο στοιχείο αναφέρεται σε τρεις μεταβλητές, πληθυσμό, ηγεσία και στρατό, που θα πρέπει να εναρμονίζονται καθ’ όλη τη διάρκεια της πολεμικής προσπάθειας ενός έθνους. Ένας από τους κορυφαίους μελετητές του Clausewitz, ο Sir Michael Howard, προσέθεσε μια τέταρτη μεταβλητή – την τεχνολογία. Ή ήττα της Αμερικής στον Πόλεμο του Βιετνάμ εξηγείται από τη δυσαρμονία της Κλαουζεβιτσιανής Τριάδας· η απροθυμία της κοινής γνώμης της Αμερική να υποστηρίξει στο διηνεκές έναν πόλεμο φθοράς (attrition war) στην Ινδοκίνα υποχρέωσε την Ουάσιγκτον σε αναδίπλωση (με τα γνωστά αποτελέσματα για το Νότιο Βιετνάμ) παρ’ όλο που δεν είχε υποστεί ούτε ΜΙΑ ήττα στο πεδίο της μάχης .
Δυστυχώς για τον Ελληνισμό το 1974, η δυσαρμονία μεταξύ των μεταβλητών της Κλαουζεβιτσιανής Τριάδας ήταν πασιφανής. Ο στρατός ήταν αξιόμαχος (ιδίως η αεροπορία και το ναυτικό), δεν ήταν όμως επαρκώς ετοιμοπόλεμος για μια ένοπλη αναμέτρηση στην Κύπρο (περιορισμένος πόλεμος) ή τη Θράκη και το Αιγαίο (γενικευμένος πόλεμος) εξαιτίας της επιτελικής ανικανότητας της χούντας. Το υψηλό φρόνημα του ΕΣ και, κυρίως, ο ηρωισμός των κυριότερων μονάδων της ΕΛΔΥΚ και ΕΦ δεν ήταν δυστυχώς αρκετός να ανατρέψει τα εις βάρος μας δεδομένα.
Οι Τούρκοι είχαν προετοιμαστεί για έναν «περιορισμένο πόλεμο» (limited war) στην Μεγαλόνησο ήδη από το 1969 (μόλις 6 χρόνια μετά το όνειδος της Επιστολής Τζόνσον) και, παρά τα τραγικά λάθη τους (με χαρακτηριστικότερο τη βύθιση του βαρέος αντιτορπιλικού Kocatepe), πραγμάτωσαν τους στόχους τους εν τέλει.
Κατά τον Αττίλα ΙΙ η Αθήνα και η Λευκωσία αιφνιδιάστηκαν (εκ νέου!) και προτίμησαν στρουθοκαμηλίζοντας (εκ νέου!) να περιοριστούν σε έναν διπλωματικό αγώνα για να ανατρέψουν τα τετελεσμένα.
Η Πραγματική What If Ερώτηση
Η Κύπρος δεν ήταν εξ αρχής καταδικασμένη σε διαμελισμό και κατοχή.
Η διστακτικότητα της Ελλάδας να απαντήσει στρατιωτικά στον Αττίλα Ι και ΙΙ δημιούργησε δύο τάσεις μετά το 1974: μια συνωμοσιολογία περί της προδοσίας τους Κύπρου από τους «Ξένους» και τους εντόπιους «πράκτορές» τους και ένα φοβικό σύνδρομο (στην πολιτική ηγεσία) για μια θερμή κρίση με την «Μεγάλη Τουρκία» (ή Büyük Türkiye).
To συλλογικό τραύμα από την Τραγωδία της Κύπρου ενέπνευσε (και ακόμη εμπνέει) την παραφιλολογία των εικασιών (what if ερωτήσεις): πως θα είχε εξελιχθεί ο Αττίλας Ι εάν είχαν ανοίξει πυρ τα υποβρύχια και ούτω καθεξής. Με βάση την προηγηθείσα ανάλυση, οι προοπτικές νίκης της Ελλάδας σε έναν περιορισμένο πόλεμο στην Κύπρο υπό τις συνθήκες εκείνες ήταν λίγες.
Δεν σημαίνει, όμως, αυτό πως πρέπει να παραδοθούμε ως Έθνος στην μοιρολατρία και τον φόβο.
Ίσα ίσα, η Τραγωδία της Κύπρου δύναται να λειτουργήσει ως ένας οδηγός για την ανατροπή των τετελεσμένων της εισβολής και την αποφυγή μιας παρόμοιας τραγωδίας στο Αιγαίο ή την Θράκη. Πώς; Μα φυσικά δια της υιοθέτησης επιτέλους ενός επιθετικού (και όχι μόνο αμυντικού) δόγματος και της εκμετάλλευσης κάθε πιθανής ευκαιρίας (π.χ. το πραξικόπημα εναντίον του Ερντογάν τον Ιούλιο του 2016). Η συνέχεια σε ένα μετέπειτα άρθρο.
(*) Ο Δρ Σπύρος Πλακούδας είναι Επίκουρος Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής και Ασφάλειας στο American University in the Emirates και Αντιπρόεδρος του ΚΕΔΙΣΑ. Ειδικεύεται στην Τουρκία και το Κουρδικό Ζήτημα και έχει δημοσιεύσει στα Αγγλικά και Ελληνικά επί των θεμάτων αυτών (δείτε εδώ)
Στα “χαρακώματα” Ερντογάν και Προέδρος Τραμπ εναντίον νομοθετών και αξιωματούχων