File photo: Ο ηγέτης της Λέγκας, Ματέο Σαλβίνι. EPA, Gianpaolo Magni
Οι φιλελεύθεροι ζουν σε κατάσταση σοκ. Συγκλονισμένοι από τις επιπτώσεις μιας πολιτικής πραγματικότητας που δεν μπορούν να απορροφήσουν. Ο 21ος αιώνας δεν τους έχει πάει καλά. Δεν καταλαβαίνουν γιατί τιμωρούνται τόσο σκληρά παρόλο που κέρδισαν τους παγκόσμιους πολέμους οι οποίοι συνόδευσαν την προέλαση της ελευθερίας κατά τον περασμένο αιώνα.
Τα τελευταία 30 χρόνια, η σημασία του φιλελευθερισμού έχει κάνει μια τεράστια στροφή. Το 1989 έπεσε το τείχος του Βερολίνου και μια φιλελεύθερη άνοιξη προδιέγραψε το τέλος της Ιστορίας. Αλλά αυτό το ηγεμονικό καλοκαίρι δεν κράτησε πολύ. Η ιστορία επέστρεψε με κεφαλαία γράμματα. Και έφερε μαζί της έναν σκληρό λαϊκιστικό χειμώνα.
Αν μπορούσαμε να γυρίσουμε μια δεκαετία πίσω, θα θεωρούσε άραγε κανείς πιθανό ότι στον Λευκό Οίκο θα βρισκόταν μια μέρα ένας πρόεδρος που θέλει να χτίσει ένα τείχος νοτίως του Ρίο Γκράντε; Και ότι οι υπερασπιστές της λεγόμενης αντιφιλελεύθερης δημοκρατίας θα κυβερνούσαν 11 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και θα αποτελούσαν πάνω από το ένα τέταρτο των ψηφοφόρων της Γηραιάς Ηπείρου;
Η συστημική αδυναμία του φιλελευθερισμού απέναντι στις ανάγκες της εποχής μας προσδίδει στον λαϊκισμό ένα αφηγηματικό πλεονέκτημα που του επιτρέπει να κερδίζει χώρο και να κινητοποιεί εκατομμύρια ανθρώπους με νεοφασιστικά συνθήματα. Όπως συνέβη λοιπόν στην περίοδο του μεσοπολέμου, οι φιλελεύθεροι έχουν περάσει στην άμυνα.
Στο βιβλίο τους «Εθνικολαϊκισμός. Γιατί θριαμβεύει και συνιστά πρόκληση για τη δημοκρατία», οι Ρότζερ Ιτγουελ και Μάθιου Γκούντγουιν αναλύουν το ηθικό υπόβαθρο ορισμένων δυτικών κοινωνιών που αισθάνονται ότι έχουν βυθιστεί σε παρακμή, βλέπουν το μέλλον με απαισιοδοξία και λαχταρούν τάξη και ασφάλεια. Εκεί πρέπει να επικεντρωθούμε αν θέλουμε να εντοπίσουμε τα αίτια της κρίσης της φιλελεύθερης σκέψης και του σοκ που παραλύει τους υπερασπιστές της.
Το καταγγέλλει με πάθος ο ολλανδός συγγραφέας Ρομπ Ρίμεν, ένας από τους λίγους φιλελεύθερους φιλοσόφους που έχουν μείνει. Στο βιβλίο του «Για την καταπολέμηση αυτής της εποχής», μας ζητά όχι μόνο να αντιμετωπίσουμε τις λαϊκιστικές προκλήσεις αλλά να κατονομάσουμε ανοιχτά τον φασισμό. Για να το πετύχει αυτό, ο φιλελευθερισμός πρέπει να κάνει πρώτα την αυτοκριτική του, να αντιληφθεί τι έκανε λάθος και, κυρίως, τι άφησε πίσω του όταν κέρδισε τον Ψυχρό Πόλεμο.
Στο βιβλίο της «Η χαμένη ιστορία του φιλελευθερισμού», η Ελενα Ρόζενμπλατ εξηγεί ότι ο σκοπός του φιλελευθερισμού αρχικά ήταν να εφοδιάσει τον πολίτη με μια ασπίδα απαραβίαστων δικαιωμάτων απέναντι στην κρατική εξουσία και την κοινωνική πλειοψηφία. Γι’αυτό και οι φιλελεύθεροι διανοητές φρόντισαν να περιληφθεί στα Συντάγματα μια σειρά ελευθεριών. Με τον τρόπο αυτό, περιορίστηκε η δυνατότητα των εξουσιών να χρησιμοποιούν ως όπλο τους τον φόβο.
Αναζητήσαμε εξηγήσεις στο παρελθόν, ενώ θα έπρεπε να κοιτάξουμε προς το μέλλον. Πρέπει να αρχίσουμε να καταλαβαίνουμε ότι η ψηφιακή επανάσταση υπονομεύει τα θεμέλια της αναλογικής αρχιτεκτονικής του κόσμου λόγω της ανάπτυξης ενός γνωστικού καπιταλισμού χωρίς όρια όπου η ανθρώπινη ελευθερία αντικαθίσταται από αλγορίθμους.
Ο φόβος που κυριαρχεί σήμερα αφορά την ανάδυση ενός μέλλοντος χωρίς εργασία, όπου η τεχνητή ευφυΐα θα έχει εξουδετερώσει τον αυθορμητισμό της ανθρώπινης δραστηριότητας. Ίσως εκεί να πρέπει να εντοπίσουμε τα βαθύτερα αίτια της φιλελεύθερης κατάρρευσης: στο ότι η ιδέα της προόδου μπορεί να πάψει να αποτελεί έναν σύμμαχο της ελευθερίας και να μας οδηγήσει σε μια ολοκληρωτική δυστοπία.
(*) Ο Χοσέ Μαρία Λασάιγ είναι συγγραφέας του βιβλίου «Κυβερνολεβιάθαν, η κατάρρευση της φιλελεύθερης δημοκρατίας απέναντι στην ψηφιακή επανάσταση»-Πηγή: El Pais via ΑΠΕ-ΜΠΕ
Ο Μπάιντεν και ο Μπέρνι φοβήθηκαν την Γουόρεν: Η Ελίζαμπεθ κυριάρχησε στο πρώτο ντιμπέιτ