File photo: Μικ Τζάγκερ, Κιθ Ρίτσαρντς, Keith και Ρόνι Γουντ. . EPA, Nigel Roddis
Στις 12 Ιουνίου του 1965 ένα βρετανικό συγκρότημα ποπ κυκλοφορούσε ένα τραγούδι, που όμως δεν έπειθε τους δύο κύριους συντελεστές του, οι οποίοι έπειτα από πολλές παλινωδίες και μετατροπές τελικά δέχθηκαν να το ηχογραφήσουν.
Και το τραγούδι εκείνο, με το εμβληματικό “ριφ” της κιθάρας και τον αφοριστικό του στίχο «I can’t get no satisfaction…” (δεν μπορώ να ικανοποιηθώ με τίποτα) χαρακτήρισε μία ολόκληρη γενιά κι έγινε ένα από τα κομμάτια-μύθος στην ιστορία της παγκόσμιας μουσικής.
Δεν τον κρατούσαν, όμως έπρεπε να κάνει πρώτα κάτι, να δουλέψει μία μελωδία, που του είχε καρφωθεί στο μυαλό.
Ο Ρίτσαρντς ήταν τότε 21 ετών και είχε μόνο ένα πάθος, τα μπλουζ και ένα είδωλο, τον Τσάκ Μπέρι. Εκείνο το βράδυ δεν γνώριζε πως είχε δημιουργήσει μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες στο μουσικό στερέωμα, ούτε καν ένα απλό “σινγκλ”.
Ακόμη κι ο ίδιος δεν είχε πεισθεί ότι εκείνη η φράση, που ξεπήδησε σαν απόηχος του τραγουδιού 30 Days του Τσακ Μπέρι, θα μπορούσε να έχει κάποιο μέλλον.
Την επομένη, ο Ρίτσαρντς έδειξε στον συνομήλικό του τραγουδιστή του συγκροτήματος, Μικ Τζάγκερ, το τραγούδι, ο οποίος κουνώντας το κεφάλι του, συναίνεσε να το δουλέψουν, αλλά χωρίς μεγάλη πεποίθηση για το τελικό αποτέλεσμα.
Ο Τζάγκερ είχε αποδεχθεί τον ρόλο του κοινωνικού σχολιαστή, ενάντια στους περιορισμούς της κοινωνίας, στις επιταγές του καταναλωτισμού, τα στερεότυπα της διαφήμισης.
Εμπνέεται από την αδυσώπητη κριτική του Μπομπ Ντίλαν, αλλά ο λόγος του δεν μοιάζει με την ποίηση και τη διάνοια του Αμερικανού τραγουδοποιού, είναι πιο άμεσος και χυδαίος συχνά, κατορθώνει όμως να συνεγείρει εκατομμύρια νέους που συμμερίζονται το ανικανοποίητό του, που πιστεύουν ακούγοντάς το πώς έχει γραφτεί γι’ αυτούς και ταυτίζονται απόλυτα : «δεν μπορώ να βρω ικανοποίηση πουθενά…»
Το ηχογραφεί πολλές φορές, πρώτα το Chess Studios του Σικάγου, μετά στα στούντιο της Rca στο Λος Άντζελες, όμως όπως λένε και οι στίχοι του «δεν μπορεί να βρει ικανοποίηση» από το αποτέλεσμα.
Κάτι του λείπει. Ξαφνικά, η λύση έρχεται από κάποιον από μηχανής θεό: ο πιανίστας Ίαν Στιούαρτ φέρνει και του προτείνει, άθελά του, μία νέα εφεύρεση. Είναι το μαγικό κουτί του “φαζ” (Maestro Fuzz-Tone) της Gibson.
Πλέον, δεν λείπει τίποτα από το κομμάτι. Όλη η μπάντα χτίζει τον ήχο γύρω από τη μελωδία αυτή και πλέον από εκείνη τη στιγμή και μετά, η μοίρα των Stones δεν θα είναι πια η ίδια.
Αλλά και πάλι ο Ρίτσαρντς έχει αμφιβολίες. Πως μπορεί ένα κομμάτι που προέκυψε από το ροχαλητό του να γίνει επιτυχία; Αποφασίζουν να ψηφίσουν για το εάν θα το κυκλοφορήσουν, ο ίδιος κι οι Τζάγκερ είναι αντίθετοι, όμως τα άλλα τρία μέλη του γκρουπ, ο δεύτερος, αλλά ανταγωνιστικός στα σόλα, κιθαρίστας Μπράιαν Τζόουνς, που και αυτός δεν ήταν αρχικά ενθουσιασμένος γιατί «υπήρχε πολύ Κιθ Ρίτσαρντς σε αυτό το τραγούδι», ο μπασίστας Μπιλ Γουάιμαν και ο ντράμερ Τσάρλι Γουότς τελικά ψηφίζουν υπέρ και τελικά το 45άρι με το Satisfaction κυκλοφορεί και συναρπάζει όλον τον κόσμο –και συνεχίζει να ενθουσιάζει ακόμη τις νεότερες γενιές, που εξακολουθούν να ταυτίζονται με τους στίχους, το πνεύμα του, το διαβολεμένο “ριφ” του.
Ούτε και ο μεγάλος σνομπ της ροκ μουσικής, που κοιτούσε όλους αφ’ υψηλού, λόγω της καλύτερης μουσικής του κατάρτισης, ο τρισμέγιστος Φρανκ Ζάπα χρησιμοποίησε εκείνο το “ριφ” εντάσσοντάς στο Hungry Freaks, Daddy του πρωτόλειου άλμπουμ του Freak Out! Το 1966.
Πενήντα τέσσερα χρόνια μετά κι εκατοντάδες τραγούδια που ακολούθησαν, οι Rolling Stones είναι ακόμη εδώ, πιο γερασμένοι, λιγότερο πειστικοί, αλλά δεν το βάζουν κάτω.
Κι όμως, ακόμη μοιάζει έως σήμερα να απηχούν τα λόγια του Ρίτσαρντς: «Κατάρα, λείπει ακόμη κάτι, κάτι του λείπει, εάν εξαρτιόταν από εμένα προσωπικά, δεν θα κυκλοφορούσα αυτή τη βλακεία».
13/06/2019
ΑΠΕ-ΜΠΕ
Η 7η τέχνη στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Σύρου σε πρωτότυπα σημεία