Στιγμιότυπο από την τελετή οικογενειακής φωτογράφησης στην άτυπη σύνοδο κορυφής των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. EPA, ROBERT GHEMENT
Πριν από περίπου δύο δεκαετίες, οι κυβερνήσεις των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσηςκλήθηκαν να αντιμετωπίσουν το μεγάλο, υπαρξιακών διαστάσεων, ερώτημα που έθεσαν κυρίως οι Γερμανοί και οι Γάλλοι πολιτικοί, όπως ο Ζακ Σιράκ και ο Γιόσκα Φίσερ:
Αμφότεροι πρότειναν ως απάντηση στο ερώτημα την ομοσπονδιακή δομή για την «πρωτοπορία» εκείνη των ευρωπαϊκών κρατών η οποία θα επιλέξει να προχωρήσει προς αυτή την κατεύθυνση.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης έχει αρχίσει να προκαλεί μία διαφοροποίηση ακόμα και σε παραδοσιακά εθνικά κράτη. Το γεγονός όμως αυτό μπορεί, εν μέρει, να δικαιώνει τις ανωτέρω προβλέψεις. Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και της Γιουγκοσλαβίας απέδειξε το αντίθετο, τη δυναμική επάνοδο του εθνικισμού και την επιβεβαίωση του έθνους κράτους. Μετά την κατάρρευση των παραδοσιακών αυτοκρατοριών και της αποικιοκρατίας, η Σοβιετική Ένωση και η Γιουγκοσλαβία ήταν δύο κλασικές απόπειρες για την υποχρεωτική ένταξη εθνών σε υπερεθνικές κρατικές οντότητες.
Ο 20ός αιώνας σφραγίστηκε από την ίδρυση νέων εθνικών κρατών και όλα δείχνουν ότι αυτή η τάση θα παραμείνει κυρίαρχη. Μόνη εξαίρεση αποτελεί η Ευρωπαϊκή Ένωση που τουλάχιστον μέχρι την τρέχουσα οικονομική κρίση έδειχνε να εξελίσσεται σε υπερεθνικό θεσμό. Η διαδικασία ενοποίησης της Γηραιάς Ηπείρου, όμως, είναι μία τελείως διαφορετική υπόθεση, η οποία επιβεβαιώνει ότι μόνον εάν τα έθνη αποκτήσουν το δικό τους κράτος μπορούν στη συνέχεια να συμμετάσχουν εθελοντικά στη διαμόρφωση μίας πολυεθνικής κοινότητας.
Η κατάσταση αυτή, που κράτησε πάνω από τέσσερις αιώνες, άλλαξε τώρα διπλά: μειώνεται τόσο το ειδικό (οικονομικό, δημογραφικό, γεωπολιτικό) βάρος της Ευρώπης όσο και η κοσμοϊστορική σημασία των ενδοευρωπαϊκών ανταγωνισμών. Ο πλανήτης δεν συνομαδώνεται πλέον γύρω από τον άξονα των ανταγωνισμών αυτών, παρότι τα ευρωπαϊκά έθνη υποχρεώνονται τώρα να συνομαδωθούν εν όψει των πλανητικών ανταγωνισμών. Αυτό ερμηνεύει το γεγονός ότι οι μεγάλοι Ευρωπαϊκοί πόλεμοι ήταν δυνατοί επειδή η Ευρώπη κυριαρχούσε στον κόσμο, σήμερα είναι αδύνατοι επειδή η Ευρώπη έπαυσε να είναι η κινητήρια δύναμη της παγκόσμιας ιστορίας.
Για να καταστεί το έθνος-κράτος ξεπερασμένο, η συλλογική οντότητα θα πρέπει να διευρυνθεί και να επιλέξει μίαν άλλη μορφή οργάνωσης της πολιτικής μονάδας. Όμως, πάντοτε θα υπάρχουν και θα δρουν συλλογικές οντότητες, με σκοπό να διασφαλίσουν για τον εαυτό τους πλεονεκτική θέση στον αγώνα κατανομής-εκτός και αν καταστεί περιττή κάθε πολιτική οργάνωση, κάτι που στο παρόν ιστορικό στάδιο φαίνεται ουτοπία. Οι οικονομιστές νεο-φιλελεύθεροι, που προσδοκούν κάτι τέτοιο προσπαθώντας να επιβάλουν κυβερνήσεις οικονομικών τεχνοκρατών, θα όφειλαν να δουν πιο συνολικά την ιστορική πραγματικότητα κι όχι μόνο με αυστηρά οικονομικούς όρους.
Με αυτό τον τρόπο υπονομεύουν το ευρωπαϊκό όραμα και αναγκάζουν τους ευρωπαϊκούς λαούς να περιχαρακώνονται σε εθνοκεντρικές προσεγγίσεις περασμένων δεκαετιών.
Το «κάτι τις» του Σημίτη στον Ταγίπ, το «Θεός φυλάξει» και η ύποπτη σιωπή των πολιτικών