Παραβάν, την Παρασκευή 24 Μαΐου 2019, στις εγκαταστάσεις της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης εν όψει των εκλογών την Κυριακή 26 Μαΐου.ΑΠΕ- ΜΠΕ, Αλεξάνδρα Χατζηγεωργίου
Τις τελευταίες ημέρες γίνεται ξανά λόγος για δημοσκόπους που μαγειρεύουν νούμερα και «ψαλιδίζουν» διαφορές από φόβο μήπως το εκλογικό αποτέλεσμα τελικά τους διαψεύσει.
Και αυτή η άποψη βασίζεται σε δύο θεωρίες.
Και οι δύο θεωρίες ενέχουν όψεις αλήθειας αλλά στην πραγματικότητα το μεγάλο και ορατό «πρόβλημα» για την πλειοψηφία των εταιριών μέτρησης της κοινής γνώμης σχετίζεται με την μεθοδολογία, η οποία με τη σειρά της συνδέεται άρρηκτα με την πολιτική ρευστότητα και την υποχώρηση των αυστηρά κομματικών ταυτίσεων σε Ελλάδα και Ευρώπη, καθώς και με νέου τύπου «συστηματικά λάθη» που έχουν εμφανιστεί λόγω της οικονομικής και πολιτικής κρίσης αλλά και της τεχνολογικής μετάβασης.
Επειδή όμως δεν είναι πάντα εύκολο να διακρίνουμε ποιο από τα 3 (υποχώρηση κομματικών ταυτίσεων, μεθοδολογία ή εξαρτήσεις) ευθύνεται ανά περίπτωση για το γεγονός ότι η εκάστοτε εταιρία παρουσιάζει «περίεργα» νούμερα και «περίεργες» μεταβολές, κυρίαρχο κριτήριο αξιολόγησης οφείλει να είναι η ίδια η τελική εκτίμηση τις κάθε εταιρίας. Α επιστημονική εμπειρία στον κλάδο. Τόλμησε να δημοσιοποιήσει ανοιχτά τα ευρήματα της, ενώ παρακολουθούσε ότι αυτά έρχονται σε αντίθεση με το γενικότερο ρεύμα. Τόλμησε εν τέλει και επιβραβεύθηκε από την πραγματικότητα, καθώς προσέγγισε όσο καμία άλλη εταιρία το τελικό αποτέλεσμα, παρουσιάζοντας δύο ημέρες πριν από τις εκλογές την διαφορά μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και Νέας Δημοκρατίας στο 3% υπέρ του πρώτου (χωρίς αναγωγή αναποφάσιστων), διαφορά που με σχετική ακρίβεια ανίχνευσαν και το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και η GPO.
Η πραγματική δε αποτυχία για τις περισσότερες εταιρίες δημοσκοπήσεων ήταν αυτή της πρόβλεψης του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου 2015, όπου καμία εταιρία δεν κατάφερε να εκτιμήσει την διαφορά του «όχι» και του «ναι» (διαφορά περίπου 22,5% υπέρ του «όχι»), με τις περισσότερες μάλιστα εταιρίες να παρουσιάζουν μια εικόνα ντέρμπυ ή οριακής επικράτησης του «ναι». Και πάλι η Prorata δεν δίστασε να παρουσιάσει αυτό που πράγματι ανίχνευε, δηλαδή μια άνετη επικράτηση του «όχι» έναντι του «ναι».
Πιο συγκεκριμένα, σε μια προσπάθεια ανανέωσης των μεθοδολογικών της εργαλείων (με ταυτόχρονη μέτρηση της διακύμανσης των συναισθημάτων των πολιτών) η εταιρία, δημοσίευσε την διαφορά του «όχι» πριν από την εφαρμογή των capital controls στο 27% και την αδιευκρίνιστη ψήφο στο 13%, ενώ κατά την μέτρηση που διενεργήθηκε μετά την εφαρμογή των τραπεζικών ελέγχων, εκτίμησε την διαφορά περίπου στο 10%, με το ύψος της αδιευκρίνιστης ψήφου στο 17%.
Η δημοσκοπική διαφορά ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ ήταν για μεγάλο διάστημα κατά πολύ μεγαλύτερη από την εικόνα που μας δίνουν οι μετρήσεις σήμερα και σε αυτό συμφωνούν ουσιαστικά όλες οι μετρήσεις. Είναι προφανές ότι το άνοιγμα του Μακεδονικού και η κατοπινή συμφωνία των Πρεσπών αύξησε την διαφορά μεταξύ των δύο κομμάτων αλλά παράλληλα ευνόησε και την δημιουργία μιας τομής, πάνω στην οποία η κυβέρνηση έχτισε σταδιακά, συγκροτώντας τον λεγόμενο προοδευτικό πόλο, κεφαλαιοποιώντας και τα κέρδη από τις νομοθετικές ρυθμίσεις του προηγούμενου διαστήματος, που άπτονται της δικαιωματικής ατζέντας.
Και προς αυτό τον σκοπό, ο ΣΥΡΙΖΑ ψήφισε μια νέα σειρά μέτρων με κοινωνικό πρόσημο, τακτική η οποία λειτούργησε ως ένα βαθμό, καθώς η κυβέρνηση αποκόμισε μικρά αλλά υπαρκτά δημοσκοπικά οφέλη το προηγούμενο διάστημα.
Η πολυεπίπεδη επικοινωνιακή και θεσμική ρελάνς του ΣΥΡΙΖΑ κατά τις τελευταίες ημέρες (μείωση ΦΠΑ, 13η σύνταξη, επαναφορά inclusive left populism ως εργαλείο, ομιλίες σε πλατείες κ.α) σε συνδυασμό με τις τραγικές επικοινωνιακές αστοχίες της ΝΔ και του αρχηγού της (δηλώσεις περί 7ήμερης εργασίας, photoshop σε ομιλία στα Χανιά κ.α) ήταν τα δύο εκείνα στοιχεία που οδήγησαν σε μια εντυπωσιακή μείωση της διαφοράς (4,9%).
Στην πραγματικότητα λοιπόν πρέπει να συζητήσουμε σοβαρά επιτέλους όχι μόνο το θεσμικό πλαίσιο για τον περιορισμό των εξαρτήσεων στον χώρο των μετρήσεων αλλά και την ανάγκη αναπροσαρμογής της μεθοδολογίας των δημοσκοπήσεων, βελτιώνοντας τις πιθανότητες συμπερίληψης μεγαλύτερων τμημάτων του πληθυσμού στα δείγματα μας. Προς αυτή την κατεύθυνση υπάρχουν εταιρίες στον χώρο που όντως κάνουν αξιόλογες προσπάθειες με σημαντικά αποτελέσματα. Πρέπει όμως να αρχίσουμε να αντιλαμβανόμαστε και δύο ακόμα στοιχεία:
Και το δεύτερο είναι ότι η πολιτική ρευστότητα, η υποχώρηση των αυστηρά κομματικών ταυτίσεων μεγάλων και κρίσιμων τμημάτων του πληθυσμού αλλά και η δύναμη της σύγχρονης πολιτικής επικοινωνίας, επιτρέπουν πλέον εντυπωσιακές μεταβολές στην πρόθεση ψήφου, ιδίως πλησιάζοντας προς τις εκλογές. Και πρέπει -καλώς ή κακώς- να ζήσουμε μ’ αυτό.
(*) Άγγελος Σεριάτος, MSc Political Communication, University of Amsterdam Υπεύθυνος Πολιτικής Ανάλυσης και Σύμβουλος Πολιτικής Επικοινωνίας Prorata – Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ
Οι πολιτικοί έχουν την απόλυτη ευθύνη για την άνοδο της ακροδεξιάς: Βράζουν στο ζουμί τους