Του ΠΕΤΡΟΥ ΜΗΛΙΑΡΑΚΗ
Ήδη η συνάντηση κορυφής στα Σκόπια που αφορά στον παρόντα χρόνο, δίδει το «στίγμα» των θετικών συνεπειών της Συμφωνίας των Πρεσπών, με κυρίως αναφορά (πέραν της βέβαιης οικονομικής συνεργασίας σε πολλαπλά επίπεδα ) ότι η Ελληνική Πολεμική Αεροπορία αναλαμβάνει την προστασία του εναέριου χώρου (FIR)της Βόρειας Μακεδονίας!
Προλάβαμε τους Τούρκους για λόγους ασφάλειας και για λόγους Θρησκευτικούς!..
Ας επισκοπίσουμε όμως τη σχετική Συμφωνία μιας και είναι αντικείμενο σκόπιμωνπαρεξηγήσεων (!) και ας αφιερώσει ο αναγνώστης λίγο χρόνο για το παρόν κείμενο.
Επίσης παρέστησαν η Αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Φεντερίκα Μογκερίνι και ο Επίτροπος της Ευρωπαϊκής Ένωσης αρμόδιος για τη Διεύρυνση, Γιοχάνες Χαν. Η συμφωνία που υπεγράφη από τους δύο ΥΠΕΞ Νίκο Κοτζιά και Νίκολα Ντιμιτρόφ απέκτησε το αυξημένο κύρος της παρουσίας των δύο Πρωθυπουργών, του Αλέξη Τσίπρα και του Ζόραν Ζάεφ.
Πριν αναλύσουμε, όσο το παρόν περίγραμμα επιτρέπει, τη Συμφωνία αυτή, επιβάλλεται μια σύντομη αναδρομή, καθόσον η υπό κρίση Συμφωνία βρίσκεται σε «αιτιώδη σχέση» με όλα όσα προηγήθηκαν.Άξια δε βραχείας αναφοράς είναι τα εξής:
1) Η επελθούσα με τον τερματισμό της μεταψυχροπολεμικής περιόδου διάλυση της «Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας», την οποία επισήμως είχε αναγνωρίσει η Ελληνική Δημοκρατία, ανέδειξε το κράτος των Σκοπίων το οποίο κήρυξε την ανεξαρτησία του το έτος 1991, επενδύοντας στο όνομα της «Μακεδονίας» που αφορούσε «κληρονομιά» του Στρατάρχη Τίτο.
3) Υπό τις συνθήκες αυτές, η επίσημη Ελλάδα κατόρθωσε στις «Κοινοτικές Θέσεις» της 16ηςΔεκεμβρίου 1991 να επιτύχει τη ρητή αναφορά ότι το όνομα της νέας χώρας δεν υπονοεί εδαφικές διεκδικήσεις σε βάρος της Ελλάδας. Έτσι το κείμενο της «Κοινής Θέσης» για την Αναγνώριση των Γιουγκοσλαβικών Δημοκρατιών, με την προαναφερόμενη αναφορά περί αλυτρωτικών βλέψεων και σεβασμού των υπαρχόντων συνόρων, αναμφιβόλως απετέλεσε μια κατ’αρχάς και κατ’ αρχήν επιτυχία της ελληνικής διπλωματίας.
4) Έκτοτε από πλευράς Ελλάδας κηρύχθηκε ένας ανένδοτος αγώνας σε βάρος της «νέας τάξης των Σκοπίων», όπου κατ’ ουσίαν ακυρώθηκε το επίτευγμα της 16ης Δεκεμβρίου 1991, εξ αιτίας των εσωτερικών πολιτικών εξελίξεων, που ωστόσο οφείλονται σε ασυγχώρητα λάθη, εκείνων μάλιστα που αυτοανακηρύχθηκαν σε υπέρμαχους του … «νέου Μακεδονικού Αγώνα».
Ωστόσο:
6) Η ιστορική συγκυρία, παρά το σφετερισμό από την πλευρά των Σκοπίων του ελληνικού πολιτισμού και της ιστορίας του ελληνικού έθνους, εν τούτοις ως ιστορική περίοδος, δεν μπορούσε να αντιστοιχηθεί με την περίοδο του Ίωνα Δραγούμη και του Παύλου Μελά. Έτσι από πλευράς Ελλάδας υπήρξε υπέρβαση του μέτρου και η ελληνική διπλωματία αναλώθηκε σε «αχρείαστες» πολιτικές. Η ελληνική διπλωματία και η πολιτική τάξη στην Ελλάδα δεν είχε εντοπίσει ότι η «Ευρώπη των δώδεκα» προσπαθούσε να επιτύχει αναίμακτη μεταβολή της πολιτικής γεωγραφίας που δεν θα δημιουργούσε μια μείζονα αναδιάταξη και αναδιανομή στην περιοχή. Με τούτα τα δεδομένα μια από τις «προστατευόμενες περιοχές» ήταν πλέον και η ΠΓΔΜ, εφόσον στην περιοχή αυτή υπήρχαν αντικειμενικές συνθήκες επέκτασης της κρίσης που αφορούσαν στην αλβανική και σερβική μειονότητα. Και αυτός είναι ο πυρήνας της υπόθεσης που αγνόησε η ελληνική διπλωματία.
7) Έτσι από το 1992 από πλευράς Ελλάδας, ενώ υπήρχε τροποποίηση των προτεραιοτήτων σε επίπεδο Κοινότητας-Ευρωπαϊκής Ένωσης και Συμμάχων, αυτές τις προτεραιότητες δεν της κατανόησε η ελληνική διπλωματία αλλά και η πολιτική ηγεσία, με αποτέλεσμα, η Ελλάδα συντόμως να απομονωθεί, με συνέπεια το κεκτημένο της 16ης Δεκεμβρίου 1991 να αγκυλωθεί στην απολυτότητα του ονόματος σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, ώστε οι επόμενες κυβερνήσεις να είναι ουσιωδώς παγιδευμένες σ’ ένα δυσχερές διορθωτικό έργο.
9) Με τούτα τα δεδομένα ο γεωγραφικός προσδιορισμός απέκλειε τους παραπικρασμούς που προέκυψαν με τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και το «μοίρασμα του κόσμου», οπότε ο Κροάτης Στρατάρχης Τίτο το 1944 διεκδίκησε «να επανενώσει όλα τα τμήματα της Μακεδονίας που διασπάστηκαν το 1912 και 1913 από τους βαλκάνιους ιμπεριαλιστές». Άξιο παρατήρησης είναι δε ότι η περιοχή των Σκοπίων που αφορούσε τη Vardar Banovina, που μετονομάστηκε σε «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας», και στη συνέχεια σε «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας», ήδη με βάση και την απόφαση 817/1993 του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, αποκτούσε το νέο όνομα της προσωρινής ονομασίας της «Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας» (ΠΓΔΜ-FYROM). Υπ’ όψιν επίσης ότι και τα ονόματα που πρότεινε ο Διαμεσολαβητής των Ηνωμένων Εθνών, ήταν εκείνα των: Republika Nova Makedonija, Republika Severna Makedonija, Republika Gorna Makedonija, Republika Vardarska Makedonija και Republika Makedonija (Skopje).
10) Για τη «διαδρομή» του ονόματος μέχρι τη Συμφωνία των Πρεσπών προηγήθηκε και το «Σχέδιο Συνθήκης Επιβεβαίωσης των υπαρχόντων Συνόρων», γνωστό ως «πακέτο Πινέϊρο» του Μαρτίου-Απριλίου 1992, όπου ρητώς (θα) δεσμευόταν η Κυβέρνηση των Σκοπίων ότι: «αποκηρύττει και καταδικάζει όλες τις ενέργειες και πρωτοβουλίες του καθεστώτος της πρώην Γιουγκοσλαβίας να προσαρτήσει ή να υπονομεύσει την ελληνική κυριαρχία επί της Ελληνικής Μακεδονίας κατά την περίοδο 1944-1948», ενώ «δεσμεύεται να μην καταφύγει ή να ανεχθεί παρόμοιες δραστηριότητες στο μέλλον», καθώς και ότι: «θα λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να εκριζώσει οποιεσδήποτε βλέψεις κατά της ελληνικής επικράτειας, καθώς και αναφορές ή ισχυρισμούς για ένα μελλοντικό ενιαίο Μακεδονικό Κράτος».
11) Άξιο αναφοράς είναι ότι η «Ενδιάμεση Συμφωνία» που επετεύχθη το έτος 1995 στη Νέα Υόρκη, που αξιοποιούσε το σχέδιο «Βάνς και Λόρδου Όουενν», και που αναγνώριζε ως προσωρινό όνομα του κράτους των Σκοπίων εκείνο της «Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας», χωρίς τη ρήτρα erga omnes, περιελάμβανε σημαντικές εγγυήσεις ως προς τις «Φιλικές Σχέσεις» και τα «Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης» μεταξύ των δύο χωρών. Φέρει δε την υπογραφή των ΥΠΕΞ των δύο χωρών, ήτοι του Κάρολου Παπούλια και του Στέβο Τσεβερνκόφσκι.
12) Η Συμφωνία των Πρεσπών πέραν του ότι αποτελεί κατάληξη γεωγραφικού προσδιορισμού (Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας –και erga omnes), αφορά και ζητήματα όπως εκείνα: α) της «γλώσσας» και β) της «ιθαγένειας». Επ’ αυτών δε ο λαϊκισμός, η εκμετάλλευση της άγνοιας των πολιτών και ο κακός εννοούμενος εθνικισμός καλά κρατούν. Τούτων δοθέντων, υπ’ όψιν τα εξής:
13) Ως προς τη «γλώσσα», υπ’ όψιν ότι ναι μεν ονοματίζεται ως «Μακεδονική» (άρθρο 1 παρ. 3γ), ερμηνεύεται όμως ως «γλώσσα η οποία ανήκει στην ομάδα των Νότιων Σλαβικών γλωσσών» (άρθρο 7 παρ. 4). Επειδή δε ούτε ο ΟΗΕ «αναγνώρισε» (σφάλμα η αντίθετη εκδοχή) τη γλώσσα που ομιλούν στα Σκόπια ως «Μακεδονική», αλλά ούτε και η «Συμφωνία των Πρεσπών» ως νομικό κείμενο μπορεί να αναγνωρίσει «εθνικότητα» σε μια γλώσσα, το καθήκον αυτό ανήκει στην οικεία επιστήμη, ήτοι στην επιστήμη της γλωσσολογίας η οποία ως αυτόνομος κλάδος των ανθρωπιστικών σπουδών θα τοποθετηθεί επ’ αυτού.
15) Η ιθαγένεια δεν μπορεί να ταυτίζεται με την «αρχή του αίματος» (jus sanguinis) που απασχόλησε ακόμη και την επιστήμη του Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου, λόγω του ότι απόκτηση της ιθαγένειας λαμβάνει χώρα και με «πολιτογράφηση». Παρά δε το ότι η «ιθαγένεια» παραμένει ακόμη στο πλαίσιο του jus publicum, εν τούτοις «ιθαγένεια» και «έθνος» ως νομικές έννοιες δεν μπορούν να ταυτιστούν. Για να μην παραπλανάται δε ο απλός πολίτης από τους όποιους αδαείς ή «κακοήθεις εθνικιστές», υπ’ όψιν ότι στο σύγχρονο Ευρωπαϊκό Ενωσιακό Δίκαιο η «ιθαγένεια» ρυθμίζεται στο πλαίσιο των σύγχρονων αξιώσεων της διεθνούς έννομης τάξης, μη ταυτιζόμενη με τον όρο «έθνος».
16) Η σκέψη εισαγωγής του θεσμού της «ιθαγένειας» στην ενωσιακή έννομη τάξη οφείλεται σε ισπανική πρόταση, και σηματοδοτεί την αναγωγή του ατόμου σε citoyen, σε πολίτη δηλαδή της Ένωσης. Ο όρος «ιθαγένεια» που χρησιμοποιεί το Ευρωπαϊκό Ενωσιακό Δίκαιο δεν ταυτίζεται με τον παραδοσιακό όρο της «αρχής του αίματος». Η μη ταύτιση αυτή, άλλωστε, ευκρινώς αναδεικνύεται στα κείμενα και άλλων γλωσσών, όπως στο αγγλικό, όπου χρησιμοποιείται ο όρος citizenship αντί του nationality, και στο γαλλικό, όπου χρησιμοποιείται ο όρος citoyenneté αντί του nationalité. Σύμφωνα με την ενωσιακή έννομη τάξη και το άρθρο 20 ΣΛΕΕ «πολίτης της Ένωσης είναι κάθε πρόσωπο που έχει την υπηκοότητα ενός κράτους μέλους», ενώ «η ιθαγένεια της Ένωσης προστίθεται και δεν αντικαθιστά την εθνική ιθαγένεια». Οίκοθεν συνάγεται ότι ο θεσμός της ευρωπαϊκής ιθαγένειας δεν ιδρύει και ευρωπαϊκό έθνος!
Ως εκ τούτου, η αναγνώριση ιθαγένειας (και μάλιστα στο πολυεθνικό κράτος της ΠΓΔΜ), δεν συνεπάγεται τα όσα με εθνικιστικό και εξωνομικό λόγο επιχειρούν να διαπεράσουν στην κοινή γνώμη όσοι ασκούν κριτική στη Συνθήκη των Πρεσπών.
Τηρήθηκαν τα προαπαιτούμενα και οι πρόνοιες της Συνθήκης των Πρεσπών με πρόταγμα τη ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ ΤΩΝ ΣΚΟΠΙΩΝ.
Ήδη, οι Βόρειοι Γείτονες:
Εφόσον το Σύνταγμα πλέον της Βόρειας Μακεδονίας και η Συμφωνία των Πρεσπών έχουν διευκρινίσει ότι ουδεμία απολύτως σχέση έχει η Βόρεια Μακεδονία με την ιστορία και τον πολιτισμό της Ελληνικής Μακεδονίας, και εφόσον ο αλυτρωτισμός ορίζεται ρητώς στη Συμφωνία ως απαξία και όχι μόνο καταδικάζεται, αλλά και διώκεται ευθέως, τότε πλέον ουδεμία δικαιολογία μπορεί να διατυπωθεί από την πλευρά των κομμάτων του δημοκρατικού τόξου, για να εναντιώνονται κατά της συγκεκριμένης Συμφωνίας.
Άλλωστε (και αυτό αποσιωπάται), η Συμφωνία των Πρεσπών, εγκαθιδρύει και το δικαίωμα αμυντικής συνεργασίας μεταξύ Αθήνας και Σκοπίων. Τούτο ήδη υλοποιείται!
Αξιοσημείωτο είναι δε (και αυτό επίσης αποσιωπάται), ότι και η κυβέρνηση Σαμαρά δια του Ευάγγελου Βενιζέλου στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ , και προσωπικώς ο Κυριάκος Μητσοτάκης ως Αρχηγός της Ν. Δ. εντός του Ελληνικού Κοινοβουλίου, τάχθηκαν (και ορθώς) υπέρ της σύνθετης ονομασίας της γείτονος!
Είναι άδικο και ίσως επικίνδυνο η σημαντικότατη αυτή Συμφωνία να είναι αντικείμενο ψηφοθηρικής εκμετάλλευσης, και «ευκαιρία» ανάπτυξης «εθνικιστικού κινήματος» με απρόβλεπτες παρενέργειες!..
Με βάση τα προαναφερόμενα, τα κόμματα του δημοκρατικού τόξου και ο κάθε ορθά σκεπτόμενος πολίτης πρέπει να δούν με ψυχραιμία αυτή τη Συμφωνία για το καλό της οικονομικής ανάπτυξης, της ευημερίας και της ειρήνης στην περιοχή! Και κυρίως να συνεκτιμηθεί ότι πραλάβαμε τους Τούρκους!..Και αυτό δεν απαιτεί σχόλια…
* Ο Πέτρος Μηλιαράκης δικηγορεί στα Ανώτατα Ακυρωτικά Δικαστήρια της Ελλάδας και στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια του Στρασβούργου και του Λουξεμβούργου (ECHR και GC- EU).
“Μπάζει” η Συμφωνία των Πρεσπών: Κίνδυνος αυτοπαγίδευσης σε έναν νέο «μακεδονισμό»